– Παππού, τι θα πει «Είπε ο γάιδαρος  τον πετεινό κεφάλα»;  ρωτούσε τον παππού ο πενταετής εγγονός που κάτι προσπαθούσε να διαβάσει από ένα εικονογραφημένο βιβλίο, δώρο χριστουγεννιάτικο της νονάς του.

– Να σου εξηγήσω, απάντησε ο παππούς. Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια αυλή σπιτιού σ’  ένα χωριουδάκι – ήταν καλοκαίρι – μάλωνε ένας πετεινός  με ένα γάιδαρο για το ποιος από τους δύο έχει πιο δυνατή φωνή. Επειδή δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν, γιατί ο πετεινός μιλούσε πετεινίσια και ο γάιδαρος γαϊδουρίσια, βάλανε διερμηνέα μια σπουδασμένη γαλοπούλα που ήξερε και τις δύο γλώσσες.

Αποφασίστηκε λοιπόν να δοκιμάσουν την φωνή τους. Πρώτος ανέβηκε ο πετεινός σ’  ένα κλαδί της μουριάς στην αυλή τους, επειδή ήτανε κοντός, για  ν’  ακουστεί καλύτερα η φωνή του, έβαλε τα δυνατά του και λάλησε ένα «Κικιρίκουουου!» που βούιξε και ξεσήκωσε όχι μόνο τις κότες, αλλά και τους ανθρώπους όλου του χωριού.

«Μμμ…» έκανε τότε περιφρονητικά ο γάιδαρος και είπε «Άκου λοιπόν κι εμένα». Και σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι του γκάριξε ένα βροντερό «Γκα… γκα… γκααα!…», που ξεσήκωσε την γειτονιά. Και τότε ρώτησαν την γαλοπούλα ποιου η φωνή ήταν πιο δυνατή. «Να σας πω» είπε εκείνη. «Του κυρ γαϊδάρου το γκάρισμα ήταν βέβαια πολύ δυνατό. Αλλά ήταν άγαρμπο. Του κυρ πετεινού όμως το λάλημα ήταν ακόμη πιο δυνατό και είχε γλύκα και μελωδία».

Θύμωσε ο γάιδαρος και απάντησε «Άντε χάσου από ‘δώ, κασιδιάρα γαλοπούλα. Πουλί με φτερά είσαι κι  εσύ και γι’ αυτό υποστηρίζεις τον όμοιό σου, τον πετεινό, που κι  αυτός είναι πουλί με φτερά. Χαράμι όμως τα φτερά σας, γιατί ούτε εσύ ούτε ο πετεινός μπορείτε να πετάξετε όπως τα άλλα πουλιά. Άδικα σας τα χάρισε ο Θεός».

Και έδειξε πρόθεση να στρίψει να την κλοτσήσει.  Ο πετεινός δοκίμασε να διαμαρτυρηθεί. «Σκάσε, ρε κεφάλα!»  τον διέκοψε ο γάιδαρος. «Κο…  κο… κο…» έσκασε στα γέλια ο πετεινός. Γελούσε κοκορίσια. «Είδες, κυρ γάιδαρε, ποτέ την φάτσα σου σε καθρέφτη;» «Ναι, την βλέπω, όταν σκύβω στην γούρνα να πιω νερό».

Τότε νευριασμένος ο πετεινός μπήκε από την ανοιχτή πόρτα στο χωριατόσπιτο, φτερούγισε και ανέβηκε στο τραπέζι (και μέσα του σκεφτόταν: Άκου εκεί, να λέει ο γάιδαρος ότι δεν μπορώ να πετάξω…) και πήρε από ‘κεί  τον καθρέφτη. Με το ράμφος του βέβαια, γιατί οι πετεινοί χέρια δεν έχουν.

Ξαναπέταξε κάτω κρατώντας προσεκτικά τον καθρέφτη μην πέσει και σπάσει και γίνει ζημιά. Πήγε να σταθεί δίπλα στον γάιδαρο, αλλά δεν τον έφτανε. Ανέβηκε λοιπόν στην ράχη της παλιάς καρέκλας της αυλής και φώναξε τον γάιδαρο να πλησιάσει.

Κοιτάχτηκαν και οι δυο στον καθρέφτη. Και ο πετεινός ρώτησε «Ποιος έχει μεγαλύτερο κεφάλι, ποιος είναι κεφάλας; Εγώ ή εσύ;» Ο γάιδαρος όμως επέμενε ότι κεφάλας ήταν ο πετεινός. Και αγανάκτησε ακόμη και η  ευγενική γαλοπούλα που έκανε τον διερμηνέα.

– Από εδώ βγήκε το «Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα» εξήγησε στο τέλος ο παππούς. Και λέγεται για κάποιους που δεν παραδέχονται το δικό τους μεγαλύτερο κουσούρι.

Και ο εγγονός απολάμβανε την διήγηση του παππού. Του θύμιζε, φαίνεται, ταινία μίκι-μάους. Κι  εγώ θαύμαζα την ευχέρεια και την άνεση του γέροντα να πλάθει αυτομάτως παραμύθια. Ένας σύγχρονος Αίσωπος με μόρφωση μόνο δημοτικού σχολείου.