Είναι κατι θύμησες, που γεμίζουν την καρδιά σου ως τον τελευταίο χτύπο της, την ψυχή σου βαθιά, ως το τελευταίο σκίρτημα, θύμησες σαράντα χρόνων τόσο πίσω.

Είναι εκείνο το αγιόκλημα, με το γιασεμί που οι μυρουδιές τους απλώνονται ως τον αστρόφωτο ουρανό, που αν και Νοέμβρης, δεν λέει να φθινοπωριάσει.

Είναι το τηλεφώνημα του αδελφικού μου φίλου που βρέθηκε Ελλάδα, «έλα που είσαι, πάμε να πιούμε ένα κρασί;».

Η αναπάντεχη χαρά που τον είδα, “και που να πάμε;”. «Α, θυμάσαι εκείνο το ταβερνάκι που πηγαίναμε πιτσιρικάδες, μαθητές ακόμη, αυτό μωρέ εκεί στο λάκκο.

Που μας έκανε πλάκα – ο ταβερνιάρης o Mπάρμπα Λευτέρης ο Βουρβούλης- όταν του παραγγέλναμε συρωτό γιαούρτι;

Αυτό που το έφτιαχνε μόνος του, κρεμασμένο το σακουλάκι στη λεμόνια να συμπληρώνει κάθε μέρα γάλα, για να γίνει ξύγαλο το βράδυ;»

Του ‘χε δώσει και όνομα Grand kaulotic, χαμογελούσε “πονηρά” στις κοπελιές της παρέας και εκείνες κοριτσόπουλα ακόμη κοκκίνιζαν από ντροπή.

«Καλησπέρα, ένα τραπέζι για δύο παρακαλώ».

«Έχετε κλείσει, τραπέζι;» Τι να έχουμε κλείσει τραπέζι – έπεσα από τα συννεφα- ο φίλος μου ο Κώστας μόλις είχε έρθει από Γερμανία και ήθελα να τον ευχαριστήσω… ώρα ήταν να φεύγαμε.

Μαζί ερχόμασταν μαθητές ακόμη σε τούτο δω το στέκι που έμελλε να γίνει το στέκι της εποχής εκείνης, αμέσως μετά την μεταπολίτευση.

Ένα στέκι που μαζευόταν όλη η διανόηση της πόλης μας, ό,τι πιο προοδευτικό είχε εκείνη η εποχή, με την γενιά της Εθνικής  Αντίστασης, των αντιστασιακών της χούντας, με εμάς τους ΚΝΕιτες σε πρώτο πλάνο, αλλά και άλλους νεολαίους από άλλους χώρους, που τότε είχαμε κοινά σχεδόν συνθήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, διώξιμο των αμερικανικών βάσεων, έξοδο από το ΝΑΤΟ, όχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων. Παθιασμένα παιδιά 16άρηδες τότε, θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο.

Ξύλα γύρω γύρω για περίφραξη γεμάτα με κισσούς γιασεμιί κι αγιόκλημα, μύριζε ο τόπος, αυλή με λεμονιές και τσαϊλι άσπρο στρωμένο κάτω. Πιο πίσω τρία δωμάτια όλα κι όλα, με την καρβουνιέρα, το τζουμποξ και το κόκκινο τηλέφωνο στον τοίχο.

Ά, ρε μπάρμπα Λευτέρη, κόκκινο τηλέφωνο κατευθείαν με τον Μπρέζνιεφ συνομιλία, τον πειράζαμε, ενώ εκείνος κορδονόταν χαμογελώντας.

Αυτός δίπλωνε την ποδιά του και ερχόταν να πάρει παραγγελία, με μπλοκάκι ψηφοδέλτια της εποχής, που τα γύριζε ανάποδα στο καθαρό για να γράψει.

Κι άντε  τα ψηφοδέλτια να ήταν από την αντιπολίτευση, μα να που μια φορά βρέθηκε να έχει στα χέρια του ψηφοδέλτια της ΝΔ, άντε άλλη καζούρα τότε, να τον πειράζουμε να τον τσιγκλάμε. «Τι έγινε αλλαξοπιστήσαμε – Άντε βρε που αλλαξοπίστησα, από τον τυπογράφο τα πήρα».

Ατελείωτες πολιτικές  συζητήσεις με τις γύρω παρέες, ατελείωτες ατάκες ποιοι θα φέρουν την αλλαγή, ποιοι θα φανούν συνεπείς – άσ’ το το έδειξε η ιστορία- μα σαν λιγοστεύαμε κι άρχιζε το τραγούδι με την κιθάρα νατα τα αντάρτικα, νατο και το κέφι, να και το περιπολικό να σταματάει να κάνουν ντου οι ασφαλίτες για εξακρίβωση στοιχείων.

Όσοι είχαμε ταυτότητα την βγάζαμε καθαρή, όσοι δεν ειχαμε, στο τμήμα στα Λιοντάρια για εξακρίβωση στοιχείων. Η μισή παρέα να μένει και να μας περιμένει να γυρίσουμε, να κλειδαμπαρώσει την πόρτα ο μπάρμπα Λευτέρης και δώσ’ του το τζουμπόξ στη διαπασών και δώστου να μας χορεύει εκείνο το απίστευτο ζεϊμπέκικο.

…Δεν υπάρχει τίποτα, είναι όλα κλεισμένα, λυπάμαι… μου είπε για άλλη μια φορά ο σερβιτόρος.

«Άκουσε παλικάρι μου, ο φίλος από από δω έχει έρθει από Γερμανία σήμερα και αύριο φεύγει… Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου να κι η Γωγώ, η κόρη του μπάρμπα Λευτέρη, αγκαλιές, φιλιά, συγκίνηση.

Και εκεί που δεν είχε τραπέζι να το το θαύμα… (προφανώς από εκεί ψηλά ο γεροβουρβούλης τούς ψιθύρισε στο αυτί «που πάτε ρε… τα φιλαράκια μου θα διώξετε;)  γι’ αυτό και πιο σίγουρη η φωνή του σερβιτόρου…  “ελάτε κύριε θα καθίσετε εκεί, είναι ωραία”.

Το τραπεζάκι μικρό, κολλητά στον πέτρινο τοίχο, εκεί που τότε ήταν ξύλινη περίφραξη, σπίτι το είχε κάνει η Γωγώ χρόνια και το είχε ανακαινίσει όμορφα.

Μα δεν βάσταξε η καρδιά της και μετά την περιπέτεια της “θρακας” αποφάσισε να ανοίξει το Βουρβουλάδικο πλέον.

«Φάτε, πιείτε με την ησυχία σας, αλλά το γλυκό με την τσικουδιά  θα τα πάρουμε έξω στην παρέα, να θυμηθούμε τα παλιά». Μεγάλη καρδιά η Γωγώ -όχι πως είναι φίλη τόσα χρόνια – μα το ‘χει κάθε φορά να σε συγκινεί. Συγκινήθηκε κι ο Κώστας – χρόνια στη Γερμανία, καταξιωμένος επιστήμονας εκεί-  Το πρώτο ραντεβού με τον τότε έρωτά του, το ταγούδι “γειτονάκι μου” και το σφίξιμο στην καρδιά, το δάκρυ που έτρεξε απ’ τα μάτια μας, η λαχτάρα της πατρίδας, του άλλου τρόπου ζωής.

Όμορφη παρέα, έξω κοπελιές φυσικά, τι άλλο, η μία πιο όμορφη από την άλλη, να ξεδιπλώνουμε τις θύμησες να γελάμε, να δακρύζουμε.

Είπαμε καληνύχτα να φύγουμε, δεν ξέρω αν ήταν οπτασία, μα “σίγουρα” είδα τον μπάρμπα Λευτέρη με την άσπρη του ποδιά γυρισμένη στο πλάι να μας χαιρετάει χαμογελώντας.

Σαράντα χρόνια και έχουν περάσει,  οι μνήμες μνήμες, πολλά άλλαξαν από τότε.

Απ’ ολους εκείνους που τότε κάναμε παρέα – δεν αναφέρω ονόματα, μην ξεχάσω κάποιον και παρεξηγηθώ- άλλοι σπουδάσανε, άλλοι μπήκανε στην παραγωγή αμέσως, άλλοι συμβιβάστηκαν με το σύστημα και ξεχάσανε να αλλάξουνε τον κόσμο, άλλοι συνεχίζουμε, ανεξάντλητα ρομαντικοί, μέσα από τον ίδιο πολιτικό χώρο που φέτος κλείνει εκατό χρονιά ζωής, το ΚΚΕ Δον Κιχώτες μιας εποχής, ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ  ΥΠΟΤΑΞΕΙ.