Ο Ηρακλειώτης Μιχάλης Αλμπάτης, με καταγωγή από τον Ζαρό, παραφράζοντας τη φράση από το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο – «ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» μας προσφέρει ένα αξιοπρόσεχτο και πρωτότυπο μυθιστόρημα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και σ’ ένα χωριό της Κρήτης, ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι, ο Φανούρης, ανακαλύπτει στην κηδεία ενός θείου του πως έχει την ικανότητα ν’ ακούει τις σκέψεις των νεκρών και να συνομιλεί μαζί τους. Αν και αρχικά κανείς δεν τον πιστεύει, καταφέρνει να αποδείξει όχι μόνο στους άλλους αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό πως διαθέτει αυτό το ιδιαίτερα τρομακτικό αλλά και θεϊκό χάρισμα. Ο τυχοδιώκτης θείος του τον πείθει να περιοδεύσουν στα χωριά του κάμπου, ως διερμηνείς των πεθαμένων προκειμένου να κερδίσουν χρήματα.
Μοίρες, Ασήμι, Αρκαλοχώρι, Έμπαρος, Βιάννος αλλά και η πόλη του Ηρακλείου είναι μερικοί από τους προορισμούς τους μέσα σε ένα διάστημα έξι μηνών, όπου και λαμβάνει χώρα ένα ταξίδι ενηλικίωσης και ερωτικής αφύπνισης για τον νεαρό ήρωα, ο οποίος δεν παύει στιγμή να αναρωτιέται αν η ιδιαιτερότητά του αποτελεί ευλογία ή κατάρα.
Φυσικά το βιβλίο θέτει μια σειρά από υπαρξιακά ερωτήματα. Είναι τρομακτικός ο θάνατος; Μήπως απελευθερώνει; Νιώθει ο άνθρωπος στο τέλος του βίου του μοναξιά; Είναι στην πραγματικότητα οι ζωντανοί πιο τρομακτικοί από τους πεθαμένους; Σε κάνει ο θάνατος να αναθεωρήσεις τη φιλοσοφία της ζωής σου; Υπάρχει υποκρισία στο πένθος; Φοβούνται, κοροϊδεύουν ή και μισούν οι άνθρωποι αυτά που δεν καταλαβαίνουν; Τι είναι ψυχή; Υπάρχει;
Ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του δίνει τη δική του απάντηση: “Στο βιβλίο μου, με τους νεκρούς να μιλούν ενώ το σώμα έχει νεκρώσει, αποδεικνύεται περίτρανα η ύπαρξη αυτής της τόσο αμφιλεγόμενης ψυχής, όμως την ίδια στιγμή βλέπουμε να αναιρείται το αιθέριο του χαρακτήρα της καθώς συνεχίζει να ‘ναι προσδεμένη στο σώμα που τη φιλοξενούσε ή την εκκόλαψε, και μοιάζει να εξασθενεί και να χάνεται μαζί του. Αυτή είναι η θέση του βιβλίου, ότι είμαστε κάτι περισσότερο από το σώμα μας αλλά όχι κάτι πέρα απ’ αυτό”.
Πέρα όμως από τη μεταφυσική διάσταση του πεζογραφήματος, συναντάμε και μια σειρά από άλλα θέματα που αναπτύσσονται μέσα από τις περιπέτειες του Φανούρη όπως αυτό του έρωτα, της αγάπης, της ελεύθερης ζωής, της εξουσίας, της εκμετάλλευσης, της αδικίας. Η γλώσσα του Αλμπάτη είναι χαρισματική και χρησιμοποιεί το στοιχείο της τοπικής ντοπιολαλιάς τόσο όσο να μην ξενίζει έναν αναγνώστη που δεν είναι Κρητικός.
Αξιοποιούνται ιστορικοί περίοδοι όπως ο μικρασιατικός πόλεμος και η κατοχή και παρατίθενται τα ήθη και τα έθιμα της επαρχίας, με τις παλιές κρητικές δοξασίες, τις γητειές και τα μοιρολόγια, τα ξόρκια, τις νεράιδες και τις μάγισσες. Το χιούμορ είναι διάχυτο και μια σειρά από ευφάνταστες εικόνες παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια μας.
Τι κι αν αυτή η νεκρική διερμηνεία μας κάνει να συνειδητοποιούμε ότι τίποτα δεν ελέγχουμε στη ζωή, από την άλλη όποιοι αγαπιούνται αληθινά μπορούν ν’ ακούσουν ο ένας τον άλλον, ακόμη κι αν υπάρχει ο θάνατος ανάμεσά τους.