Ετούτο το νησί, πάντα το χτυπούσαν οι άνεμοι. Λυσσομανούσαν τα στοιχειά της φύσης, βροντούσαν τα κύματα της θάλασσας αγριεμένα, να σπάσουν τα βράχια, αγριεμένος πάντα ο χειμώνας έκλεινε την επικοινωνία με τα Χανιά για μήνες.

Άνυδρο το νησί χωρίς καλλιέργειες, έμελλε στο μεσοπόλεμο να γίνει τόπος εξορίας για  τους κομμουνιστές.

Τοπίο ξερό με την άμμο ως τα μέσα της στεριάς, τα  πεύκα και οι κέδροι να φυτρώνουν ακόμη και μέσα στα βράχια.

Οι μυρωδιές του κέδρου και του ανθισμένου θυμαριού, τώρα σμίγουν τα καλοκαίρια με τις μυρουδιές των γυμνών κοριτσιών και αγοριών που σουλατσάρουν στα κύματα.

Εκεί στο νότο λοιπόν στη Γαύδο, ανάμεσα σε αυτές τις μυρουδιές, τα βρεγμένα σώματα, της γεύσης, της αλμύρας στο φιλί, στο βραδινό αεράκι, που νοτίζεται από τη θάλασσα, τα νοτισμένα μαλλιά από αυτό το βραδινό αεράκι, τα γέλια, την ξεγνοιασιά και το κρασί, και μέσα σε όλα  αυτά, τα γεια σας, εγώ είμαι, ο Μανόλης… Εγώ είμαι η Ειρήνη  κι εγώ η Χρύσα… Χάρηκα!

Εκεί  ετούτα τα κορίτσια που μου έκαναν ένα δώρο, το δώρο της ομορφιάς του μέσα μας και της ανάγκης να σμίγουν οι άνθρωποι.  Πήραν την μοναξιά μου και την πέταξαν στα βραχια, έσμιξε το αναγκαίο με το  τυχαίο, το αίτιο  με το αιτιατό.

Η μία με το γέλιο, την ξεγνοιασιά και την τσαχπινιά της άφηνε τη ζωή να τρέξει παρορμητικά, να γεύεται το τώρα, το όνειρο.

Και η άλλη με εκείνο το σκοτεινό γλυκό πρόσωπο της – κάτι σαν θλιμμένη Παναγιά- που όταν χαμογελούσε, άνθιζε ο τόπος, γέμιζε η ψυχή και ο νους, με όνειρα και η καρδιά πλημμύριζε συναισθήματα και ερωτισμό.

Όταν χαμογελούσε, οι μικροσκοπικές ελίτσες στο πάνω μέρος των χειλιών της άλλαζαν  μορφή, γίνονταν κάτι σαν χαρούμενα ανθρωπάκια, έτοιμα να  αρχίσουν το χορό, έτοιμος να χορέψω  κι εγώ μαζί τους, σε ένα φιλί χωρίς τέλος.

Κρατούσε δυνατά τα γκέμια της ζωής, οδηγώντας την σε πιο φωτεινά μονοπάτια, σε πιο σίγουρους δρόμους.

Μοιράστηκε τις σκέψεις της μαζί μου, μου χαμογέλασε και με πήρε νοερά από  το χέρι. Μιλήσαμε για το ΕΓΩ που μετουσιώνεται σε ΕΜΕΙΣ, όταν οι άνθρωποι δίνουν τα χέρια, όταν σμίγουν οι σκέψεις και όταν τα όνειρα βρίσκουν το δρόμο τους, να πραγματωθούν, να πάρουν σάρκα και οστά, να σιγουρέψει ο άνθρωπος την ΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ.

Τον τρόπο που προσπαθεί να περάσει στα  μικρά παιδιά, όταν την επισκέπτονται στο ιατρείο της, να γιατρέψει, τις πληγωμένες ψυχές τους  να τους δώσει μια ελπίδα για το όνειρο. Κι όσο πιο πολύ μιλούσαμε, όσο ανταλλάσαμε σκέψεις, άλλο τόσο η καρδιά μου σκιρτούσε, τόσο το γλυκό της πρόσωπο φυλακιζόταν ολοένα και πιο πολύ μες στο μυαλό μου, ανεξίτηλη εικόνα, να μην την ξεχάσω ποτέ.

Η ανάπαυλα του καλοκαιριού πέρασε, τη θέση της ανεμελιάς την πήρε η ψυχρή πραγματικότητα όλων αυτών που ζήσαμε, τις φωτιές, τις πλημμύρες στον κάμπο, την αλληλεγγύη.

Τώρα ζούμε το αίμα και τον πόνο ενός λαού, του λαού της Παλαιστίνης που είναι φυλακισμένος μέσα  στην ίδια του την πατρίδα, που δέχεται τις διακρίσεις, την πείνα, τον θάνατο και την γενοκτονία.

Η Χρύσα μού έστειλε ένα όμορφο κείμενο, που μιλά για δύο κόσμους.

Ο ένας κόσμος, με μάτια ερμητικά κλειστά, που έχει παραιτηθεί, χωρίς όνειρα  και προσδοκίες και ο άλλος που βλέπει τα πάντα, που ζει, ονειρεύεται, κάνει λάθη, αλλά ζει και προσπαθεί να γευτεί, τι μυρουδιές και τις ανάσες της ζωής και που όταν καταφέρνουν και σμίγουν, τότε η πανδαισία έχει  επιτευχθεί, γιατί το ένα συμπληρώνει το άλλο, γιατί όπως έγραψα και πιο  πάνω έρχεται να δέσει το τυχαίο με το αναγκαίο, το αίτιο, με το αιτιατό.

Καλή ανάγνωση

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΦΡΑΓΙΣΜΕΝΑ ΒΛΕΦΑΡΑ

Της Χρύσας Κετσετσίδου *

Αθήνα  2020

‘Ήταν κάποτε η κα Τα. Η κα Τα, είχε πάντα τα βλέφαρα της κλειστά, σφραγισμένα γιατί δεν ήθελε να βλέπει την ασχήμια αυτού του κόσμου.

Και αν με ρωτάτε αν είχε δοκιμάσει ποτέ να τα ανοίξει, το είχε δοκιμάσει μια φορά όταν ήταν μικρότερη, οπότε και είδε κάτι τρομερό… και από τότε, αποφάσισε να μην τα ξανά ανοίξει ποτέ.

Μια δυο φορές, σε μια στιγμή παρόρμησης που πήγε να κάνει την απόπειρα, τα μάτια της πονούσαν φρικτά. Τόσο φρικτά, που αποφάσισε να μην το ξανά προσπαθήσει ποτέ. Και έτσι λοιπόν, η κα Τα περιτριγύριζε σε αυτόν τον κόσμο, μες στο σκοτάδι, χωρίς να βλέπει απολύτως τίποτα. Και μη έχοντας τίποτα να δει, τον περισσότερο καιρό έπεφτε για ύπνο.

Και μόλις ο ύπνος έριχνε το μεταξένιο του πέπλο πάνω της, εκείνη αφηνόταν στο μαγικό ταξίδι των ονείρων. Στα όνειρα της έβλεπε χρώματα που ρουφούσαν το ένα το άλλο, μέσα σε ένα ξέφρενο χορό όλο αντιθέσεις και αρμονία. Έβλεπε σχήματα που έπαιζαν μεταξύ τους, μπλεκόταν και σχημάτιζαν γλυπτά τέχνης στον ουρανό. Έβλεπε φως… έβλεπε σκιές…

Η κα Τα όμως ένιωθε μοναξιά…

Και έτσι όπως τριγύρναγε μέσα στον κόσμο σιωπηλή και απορροφημένη στο σκοτάδι της, άρχισε να έλκει γύρω της ανθρώπους…

Η κα Τα γρήγορα ανακάλυψε ότι οι άνθρωποι αυτοί, ήταν σαν και εκείνη, είχαν και αυτοί τα μάτια κλειστά για να μη βλέπουν ποσό φρικτά άσχημος είναι αυτός ο κόσμος.

Κανείς τους δεν θυμόταν τον κόσμο όπως ήταν, οι λιγοστές αναμνήσεις τους είχαν ξεθωριάσει και είχαν μείνει μόνο κάποιες ιδέες. Ιδέες χρωμάτων, ιδέες σχημάτων και σκιές… Ήταν αυτή η τρομακτική αίσθηση κινδύνου και αυτή η εκτυφλωτική ασχήμια που τους έκανε, να προτιμήσουν το σκοτάδι.

Άρχισαν λοιπόν όλοι αυτοί μαζί, να συναντιούνται και να συζητούν, να μοιράζονται τα όνειρα τους… έλεγαν για χρώματα μαγικά που αγκαλιάζονταν και ύστερα εξατμίζονταν, για σχήματα που πετούσαν, δημιουργούσαν μορφές άξιες θαυμασμού, όπου το ένα συγκρατούσε το άλλο και ύστερα… αποχωρίζονταν πάλι, μένοντας μόνα όπως πριν.

Για συναισθήματα που αναδύονταν σαν αφρός… για αισθήσεις που τους γέμιζαν μουσική…για ένα φως που σκέπαζε απαλά τις σκέψεις και γέμιζε την καρδιά τους με γαλήνη… και για αυτές τις σκιές που έμοιαζαν να συνομιλούν, να κρυφογελούν σαν να τους κρύβουν κάτι. Και ήταν αυτές οι σκιές που ήταν οι πιο αινιγματικές φιγούρες των ονείρων. Που φάνταζαν σαν να θέλουν κάτι να τους πουν…

Η κα Τα άρχισε να νιώθει λιγότερο μόνη, όμως ακόμα ένιωθε πως κάτι της έλειπε, χωρίς να μπορεί να ντύσει με λόγια αυτή της την αίσθηση…

Και μια μέρα, μια σκιά που ονειρεύτηκε η κα Τα, κατάφερε να της μιλήσει.

Της είπε για την ύπαρξη των ανθρώπων με τα ανοιχτά βλέφαρα.

Οι άνθρωποι αυτοί ήταν διαφορετικοί. Είχαν πάντα τα βλέφαρα τους ανοιχτά, ακόμα και στον ύπνο τους και δεν άφηναν ποτέ, μα ποτέ δεν άφηναν τα ύπουλα όνειρα να τους επισκεφτούν!

Έβλεπαν τον κόσμο όπως ήταν. Τα χρώματα ήταν απλό φως ντυμένο με χρώμα, τα σχήματα ήταν απλά πράγματα που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητα τους και οι άλλοι, είχαν σάρκα και αίμα και μορφή όπως ακριβώς και αυτοί. Τα συναισθήματα, τους ήταν άγνωστες αποχρώσεις. Η μουσική, ήταν απλά νότες σε ένα χαρτί.

Τρέμανε στην ιδέα των ονείρων. Τα είχαν στην μνήμη τους σαν κάτι εφιαλτικό, σαν κάτι που σε ρουφά από την πραγματικότητα, σαν μια απόκοσμη δύναμη που σε παρασύρει.

Και κάπως τα έφερε η ζωή, και αυτές οι δυο ομάδες ανθρώπων συναντήθηκαν.

Και οι άνθρωποι με τα ανοιχτά βλέφαρα άρχισαν να τους μιλούν για αυτά που έβλεπαν και μέσα σε όλα τα άλλα, τους μίλησαν και για ανθρώπους που βοηθούν ο ένας τον άλλον, για τη φύση και για ερωτευμένους… για χαμογέλα, και για μάτια που κοιτιούνται. Και είδαν με έκπληξη, πως την ώρα που τα περιέγραφαν όλα αυτά ανέκφραστα, οι άνθρωποι με τα σφραγισμένα βλέφαρα άρχισαν να χορεύουν. Άρχισαν να γελούν και να κινούνται σε αρμονία με τη μουσική των εικόνων, που οι άνθρωποι με τα ανοιχτά βλέφαρα τους περιέγραφαν. Μια περίεργη αίσθηση ευτυχίας τους έκανε να νιώθουν ελαφριοί σαν πούπουλα και να ζωγραφίζουν τον χώρο με τη φιγούρα τους, αγγίζοντας ο ένας τον άλλον…

Οι άνθρωποι με τα ανοιχτά βλέφαρα έμειναν εκεί να τους κοιτούν παγωμένοι. Δεν μπορούσαν με τίποτα να καταλάβουν τι είχε συμβεί…

Και όταν ήρθε η σειρά τους να ακούσουν τους ανθρώπους με τα κλειστά βλέφαρα… άκουσαν για χρώματα μαγικά, για σχήματα έργα τέχνης, για αισθήσεις που τους πλημμύριζαν ζεστό φως, για φως και για σκιές όλο μυστήριο, για συναισθήματα αγάπης και μελαγχολίας…  και τότε ήταν η πρώτη φορά που ένιωσαν σαν κάτι να τους λείπει… σαν το σώμα τους να είχε κοπεί στα δυο και να έψαχνε τη συνέχεια του. Και ξάφνου, ένιωσαν ένα χτύπημα δυνατό. Από κάπου εκεί μέσα απροσδιόριστο…. ήταν η καρδιά τους. Και τότε, οι άνθρωποι με τα κλειστά βλέφαρα τούς πλησίασαν.

Άρχισαν να τους αγγίζουν, να τους ψιθυρίζουν στο αυτί όμορφα λόγια… και να τους χορεύουν. Οι άνθρωποι που  έβλεπαν, δίστασαν, ένιωθαν βαριοί σαν πέτρες, κοίταζαν συνέχεια κάτω… τα πόδια τους, το έδαφος να ξέρουν που θα πατήσει το επόμενο τους βήμα. Είχαν μέσα τους το φόβο, ότι ο αυτός ο χορός θα τους καταπιεί και θα αφήσει στο έδαφος μόνο σκόνη και ένα ίχνος της ύπαρξης τους.

Μα για κάποιο λόγο που δεν καταλάβαιναν, συνέχισαν να χορεύουν και έμειναν εκεί για ώρα, νιώθοντας όλο και πιο ανάλαφροι, και όπως άφηναν τον χορό να τους παρασύρει, σταμάτησαν πια να κοιτάνε κάτω και άρχισαν να κοιτούν τον άνθρωπο με τα κλειστά βλέφαρα που είχαν απέναντι τους, μες στα μάτια… και άρχισαν να τους οδηγούν εκείνοι στον χορό… και χωρίς καλά να το καταλάβουν είχαν κλείσει και τα δικά τους βλέφαρα. Και χόρευαν στις νότες της καρδιάς, στο ρυθμό της πνοής τους, ώσπου δεν ένιωθαν πια το σώμα τους…

Και ήταν εκείνη η στιγμή που στους ανθρώπους με τα κλειστά βλέφαρα, γεννήθηκε βαθιά η επιθυμία να δουν τους άλλους στα μάτια. Και τα άνοιξαν. Και ταυτόχρονα τα άνοιξε και ο συγχορευτής τους. Και είδε ο ένας τον άλλον μες στα μάτια. Και έμειναν έτσι για ώρες. Συνέχισαν να χορεύουν, πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον όλο και περισσότερο, εξανεμίζοντας σιγά σιγά, τα όρια μεταξύ τους, ώσπου τα γήινα τους όρια…εσβησαν και έγιναν Ένα.

Και λένε ότι ο χορός κράτησε μήνες και πως το κάθε ζευγάρι έγινε ένας ολόκληρος άνθρωπος, που ήξερε ότι μπορεί να ανοίγει τα βλέφαρά του όποτε ήθελε, χωρίς φόβο για το τι θα αντικρίσει και να τα κλείνει όποτε το ένιωθε και όποτε ήθελε να ονειρευτεί, χωρίς φόβο ότι θα εξαφανιστεί.

* Η Χρύσα Κετσετσίδου είναι παιδοψυχολόγος