Τίποτα σχεδόν απ’ αυτά που σας γράφω σήμερα δεν είναι δικό μου, ή μάλλον δικά μου είναι ελάχιστα. Όταν όμως συναντάς τέτοια κείμενα οφείλεις να τα σεβαστείς και να τα μεταφέρεις, ως έχουν, αφού το περιεχόμενό τους είναι πολλαπλό, έχοντας πολλά να σου δώσουν, όπως διδαχή, λυρισμό, συναίσθημα, ανθρωπιά και γενικά να σε ευαισθητοποιήσουν όσο γίνεται περισσότερο. Σεβόμενος όλα αυτά και υποκλινόμενος στο πόνημα παλιάς τοπικής ηρακλειώτικης εφημερίδας, στην οποία δεν αναφέρεται το όνομα του αρθρογράφου, σας μεταφέρω στους συγκεκριμένους στίχους του χρονογραφήματος:

“Κάποιος στίχος του ποιητή λέει:

“Ξανθό παιδί στου ωραίου γιαλού, τα βότσαλα γερμένο

Κάποιος μαγνήτης το τραβά, στο κύμα τ’ αφρισμένο”

Και συνεχίζει με το παρακάτω κείμενο ο αρθρογράφος της εφημερίδας:

“Θυμήθηκα αυτούς τους στίχους προχθές βράδυ που περπατώντας στην αμμουδιά της Τρυπητής κοίταζα ένα παιδί ν’ ανακατεύει τα μικρά χοχλάκια του γιαλού. Τι όμορφη Θεέ μου, τι όμορφη που είναι η παιδιάστικη ζωή, γερμένο το κορμάκι του, με τις παχουλές καμπυλότητές του είναι κολλημένο στην άμμο. Ποιος περνά δίπλα του, ποιος περπατά κοντά του, ποιος διαβατάρης κουβαδιάζει, ούτε ξέρει, ούτε θέλει να μάθει. Τι άραγε το νοιάζουν όλα αυτά; Είναι τόσο όμορφα τα στρογγυλά βότσαλα του γιαλού. Ένα γυαλί πέφτει στα χέρια του. Αποφαωμένο απ’ τη θάλασσα, κι αυτό καρφώνει το μάτι του ερευνητικά πάνω στη στρογγυλότητά του. Θέλει να σκεφθεί και ψιθυρίζει μέσα του. Η γιατί; Μα τ’ αφήνει, γιατί δεν μπορέι να βρει ουτ’ αιτία, ούτε δικαιολογία. Πιο πέρα ένα άλλο παιδάκι σκάβει στην άμμο. Κάνει ένα σπιτάκι και το βαθουλώνει βιαστικά. Τι καλά που είναι! Με τη φαντασία του βρίσκεται  κάτω από το σκοτεινό βαθούλωμα και νοιώθει ολόκληρη τη ζωή του μέσα στο μικρό σπιτάκι που δημιούργησε μόνο του με τα χέρια του. Τι όμορφα! Ειναι δικό του. Μα ξαφνικά, μια στιγμή ένα μικρό κυματάκι που ξεπετιέται το χαλάει, το λιώνει, το εξαφανίζει, αφήνοντας στα παιδάκια ένα άδοξο μικρό σημάδι κάποιων ονείρων του. Δοκιμάζει τον πόνο στο γκρέμισμα της πρώτης φιλοδοξίας του. Φτωχό μου παιδί, πόσα τέτοια γκρεμίσματα δεν θα δεις στη ζωή σου, αλλά και πόσες φορές δεν θα θυμηθείς αυτό το μικρό σπιτάκι στην άμμο! Ένας φτωχός πατέρας τραβά τα δυο του παιδιά από το χέρι. Είναι τόσο όμορφος ο θαλασσινός αέρας και είναι δικός μας, ολωνών πλούσιων και φτωχών, που κανένας δεν θέλει να χάσει την υποσυνείδητη ισότητα, μπροστά στην καλοσύνη της φύσης. Περνώντας βέβαια τα παιδιά από το μαγέρικο του Ράδου, αισθάνονται την έλξη της μυρωδιάς των εκλεκτών φαγητών. Μπαμπά θέλω… λέει το ένα, δείχνοντας κάτι φαγητά που έτρωγαν δύο παιδάκια καθισμένα σ’ ένα τραπέζι μαζί με τη μητέρα τους. Όχι παιδί μου… του λέει ο φτωχός πατέρας. Όχι, δεν κάνει. Δεν είναι καλά. Το παιδάκι κοίταζε μια φορά στο στόμα τα άλλα παιδιά που έτρωγαν, σκεπτόμενο μέσα του ίσως ότι ο πατέρας του είναι κακός, άπονος. Αχ! παιδί μου, πόσο αδικείς τον φτωχό σου πατέρα.

Είναι τόσο καλός αλλά και τόσο φτωχός. Κοντά στα μπάνια κάτι κορίτσια, μεγάλη παρέα, κάθονται στην άμμο, απολαμβάνοντας το τοπίο, την φυσική ομορφιά και τις χαρές της φύσης. Παλεύουν, αισθάνονται τη δύναμή τους να καίει το κορμί τους και το θαλασσινό αγέρι ερεθίζει τη ζωή τους. Τα μαλλιά τους ξεπλέκονται και ο αέρας τα ανεμίζει.

Στο σφιχταγκάλιασμά τους, στο πάλεμα, η ζωή ξυπνά χίλια δύο όνειρα, χίλιες δύο ελπίδες που γλυκαίνουν την σκέψη τους. Κορίτσια μου κρατήστε τα όνειρα και τις ελπίδες σας, είναι απαραίτητες και σας χρειάζονται.

Κρατήστε τα γιατί ο αέρας είναι τόσο δυνατός και μπορεί να σας τα πάρει μακριά, τόσο μακριά που να μην μπορείτε πια να τα διακρίνετε”. Μοναδικός ο ανώνυμος αρθρογράφος και τόσο διδακτικός για όλους. Μνήμες και θύμησες πάμπολλες ξυπνούν μέσα μου από τα παιδικά μου χρόνια, τότε που ήμουν κι εγώ μικρό παιδί και έπαιζα ατέλειωτες ώρες στην παραλία του “Μικρού” του όμορφου αυτού κατάμερου (όπως το έλεγαν οι χωριανοί μου), με την απέραντη παραλία του, την γεμάτη άμμο και βότσαλα, με τις ανάριθμες φυσικές του όμορφιές και την γαλαζοπράσινη θάλασσα, όχι και τόσο ήρεμη αφού ο τόπος αυτός ήταν εκτεθειμένος στο Αιγαίο πέλαγος.

Απέναντι ακριβώς το νησί της Εύβοιας και το Ποντικονήσι με τον αιωνόβιο φάρο του και στο βάθος, βορεινά τα νησιά των βορείων Σποράδων, με πρώτο και καλύτερο το νησί του Παπαδιαμάντη, τη Σκιάθο.

Πόσα καλοκαίρια πέρασα εκεί… Πόσες αναμνήσεις έχουν αποτυπωθεί μέσα μου. Όμως οι παιδικές μνήμες τελειωμό δεν έχουν και ας έχουν “φυσήξει” άνεμοι δυνατοί κατά τη διάρκεια της ζωής μας, ας “έχουν έρθει” μπόρες και καταιγίδες, ή άλλα “καιρικά φαινόμενα” έντονου χαρακτήρα… Οι μνήμες των παιδικών μας χρόνων, με τα κάθε λογής συναισθήματα πλημμυρισμένες, μένουν μέσα μας, τις κρατάμε μέσα μας, τόσο βαθιά ριζωμενες. Ειδικότερα τούτες τις μέρες τις αυγουστιάτικες που οι παραλίες και τα ακρογιάλια μας περιμένουν… Ακόμα και εν μέσω κοροναϊού.