Πού πας αγαπημένε μας πού πας;

Δεν βλέπεις, που ο τόπος, γέμισε με σκόνη, φωτιά και δάκρυ, θλίψη και πόνο;

Δεν βλέπεις, που ο ουρανός γέμισε με αθάλη και καπνό με μυρουδιά από καμένα σώματα μικρών παιδιών ,που λίγο πριν γελούσαν κι έπαιζαν ξέγνοιαστα στο σχολειό τους! Δεν είδες που ο ουρανός, γέμισε μ’ αθάλη και φωτιά, έτοιμη να μας κατασπαράξει όλους.

Το τέρας του πολέμου δεν το βλέπεις; Τα κλάματα των μανάδων της Παλαιστίνης, δεν τα ακούς, το θρήνο τον αβάσταχτο και τον απίστευτο πόνο, τη γενοκτονία, εθνών και λαών, τη λαίλαπα που σιγά σιγά θα μας συντρίψει όλους;

Πού πας, πού μας αφήνεις μόνους; Στέρεψε η ζωή από ποιητές κι άνθρωποι σαν κι εσένα, λίγοι λίγοι ξεμακραίνουν, χάνονται στη λήθη.

Πού μας αφήνεις έτσι μόνους, γυμνούς στο κρύο απροστάτευτους, σε έναν κόσμο που γέμισε ψευτιά, φόβο και υποκρισία. Γέμισε ο τόπος γύπες και σκουλήκια, να κλέβουν το ψωμί από τον φτωχό, να τον τρομοκρατούν με θάνατο και βόμβες, για να αυγατίζουνε τα κέρδη τους, κηφήνες που ζούν σε βάρος του κοσμάκη.

Κι εσύ που δεν ποιούσες απλά το λόγο, μα και την ίδια τη ζωή, που δεν έψαχνες απλά να ταιριάξεις τις λέξεις, εσένα σου έβγαιναν οι λέξεις αυθόρμητες, λέξεις που γεννήθηκαν στις ωδίνες της νύχτας – όπως λέει και ο Μαγιακοφσκυ – λέξεις που δεν έψαξες να βρεις μα βγήκαν μέσα από την ανάγκη να αναδειχτεί η αλήθεια, των ανθρώπων του μόχθου, των ταπεινών, των πρωταγωνιστών της αληθινής ζωής. Τώρα που πάς που μας αφήνεις;

Εσύ δεν έγραφες απλά, δεν ήσουν απλά ένας συγγραφέας, ή ένας άνθρωπος που είχες το ταλέντο, να γράφεις, εσύ ποιούσες τη ζωή, στιγμάτιζες το άδικο, την υποκρισία, την αδικία, το χλευασμό και την ιδιοτέλεια.

Ότι έγραφες, μια ασυνήθιστη, συνομιλία με τους ήρωές σου, μια πράξη ανιδιοτέλειας και αγάπης, μια πράξη στοργής, όχι μόνο, απέναντι στους ήρωες σου, μα και απέναντι στους αναγνώστες σου, απέναντι σε εκείνους που δεν θα ξεφύλλιζαν απλά τα βιβλία σου, δεν θα έριχναν μια απλή ματιά, στα γραφόμενα σου, αλλά θα γέμιζαν το μυαλό τους, θα ρουφούσαν τη γνώση που τους έδινες, όπως ο πεινασμένος και ο διψασμένος.

Ναι Νίκο, εσύ μέσα από το δύσκολο δρόμο της υπομονής βήμα βήμα, στο κάθε τι που καταπιανόσουν μας μετέφερες τη γνώση, με επίπονη δουλειά για να βγάλεις στην επιφάνεια, πράγματα που ήταν θαμμένα βαθιά στα μπαούλα της ιστορίας, να μας δώσεις αξίες μέσα από τη λαογραφία μας, μέσα από την ιστορία μας που ήταν κρυμμένα για πολύ καιρό, με ότι ξενόφερτο μας επιβλήθηκε, τσαλαπατημένα και ισοπεδωμένα από την σιδερένια φτέρνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και του δυτικού πολιτισμού.

Ο ίδιος σε συνέντευξή σου στην Πατρίδα είχες πει, ότι ψάχνεις τα θέματα σου.

«Μέχρι να ξεσκεπάζω χύτρες και να γεύομαι φαγητά μιας άλλης εποχής. Ή και να μελετώ τον έρωτα, τις κρυφές εξομολογήσεις των ανθρώπων, τους φόβους, τις ελπίδες, τις μικρές καθημερινές απολαύσεις. Και κυρίως τις λέξεις.

Μεγάλο το φορτίο που κάθε λέξη σηκώνει, πολύσημο· κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό. Αν την αγαπήσεις τη λέξη, μπορεί να σου φανερώσει και τ’ αφανέρωτα, ακόμα και τα ‘’ου φωνητά’’. Ε, τι να κάνουμε, κάποτε βάζουμε το μάτι στην κλειδαρότρυπα της ιστορίας για να φτάσουμε στο μεδούλι της».

Για τέτοιες αλήθειες μιλάμε, για τόσο μόχθο, τόσο κάματο, μα και τόση χαρά που δίνει το αποτέλεσμα η ολοκλήρωση και το συνταρακτικό της δημιουργίας.

Έχω διαβάσει σχεδόν τα περισσότερα, βιβλία σου, μα εκείνο που μου έκανε βαθιά εντύπωση, εκείνο που με συντάραξε πραγματικά, ήταν ΟΙ ΛΑΪΚΕΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, όχι μόνο το βιβλίο, αλλά η έκθεση στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου ΚΡΗΤΗ ΝΗΣΟΣ ΛΑΛΕΟΥΣΑ.

Εκατόν είκοσι φωτογραφίες, εκατόν είκοσι κλικ παρμένα με πολλή μαεστρία πολύ μόχθο, μα με πολλή αγάπη και ανιδιοτέλεια, σεβασμό σε έναν λαό, που μέτρησε και  μετράει πολλές πληγές στο πέρασμα των χρόνων, αποτυπώνοντας πρόσωπα, συναισθήματα, εκφράσεις, από χαρές και λύπες, τάματα και γιορτές, πανηγύρια και ξόρκια, γάμους και ξόδια απλών ανθρώπων του μόχθου.

Σε αυτό το βιβλίο, σε αυτή την έκθεση αποτυπώνεται και η δική σου αγάπη, ο δικός σου μόχθος, η τρυφερότητα – που όπως έλεγες, είναι η πιο όμορφη λέξη για την αγάπη, στους απλούς ανθρώπους, εκείνους που μοχθούν καθημερινά ,με τον Α΄ ή Β΄ τρόπο για το καθημερινό ψωμί, την κουλτούρα και τα έθιμά τους.

Είμαι σίγουρος πως στο πάνθεον των ανθρώπων της τέχνης και του πολιτισμού, δίπλα στις μεγάλες μορφές, των μεγάλων Κρητικών της πένας, του Σταύρου Σταυρακάκη, του Ανταίου, του Βαγγέλη Γρατσέα. και του Κωστή Φραγγούλη, του Στέριου Σπανάκη, του Αξελού του Αλεξίου, της αξέχαστης Μαρίας Λιουδάκη, – της βραβεμβένης από την Ακαδημία Αθηνών, όπως κι εσύ, Ιεραπετρίτισσας λαογράφου, – της Έλλης Αλεξίου, της αγαπημένης Λιλής Ζωγράφου, η δικιά σου μορφή, θα στέκεται εκεί, δίπλα τους αγέρωχη με ήσυχη την συνείδηση, με ταπεινή περηφάνια, πως έκανες με περισσό τρόπο το καθήκον σου, αφήνοντας σε εμάς αλλά και στις επόμενες γενιές μια τεράστια παρακαταθήκη, όχι μόνο με το έργο σου αλλά κυρίως με την στάση σου και την ανθρωπιά σου.

Θέλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, που με δέχτηκες φίλο σου, που χαιρόσουν να με ακούς, να με διαβάζεις και να με συμβουλεύεις. Κάθε φορά, τα λόγια σου ήταν βάλσαμο, άνοιξη στον μέσα μου κόσμο.

Στην Μαρία σου, στην Έφη την κόρη σου -σε αυτές τις μεγάλες συνοδοιπόρους σου- στον γαμπρό σου και στα εγγόνια σου, ένα δάκρυ συμπόνιας και ένα άσβηστο κερί στη μνήμη σου, αν αυτά μπορούν να απαγιάσουν τον πόνο!

Έφυγες νωρίς Νίκο, πολύ νωρίς, και εμείς μείναμε ορφανοί, μείναμε μισοί, γιατί είχες να δώσεις παρά πολλά ακόμη. Θα μας λείψεις, θα μας λείψει η ευγένεια της παρουσίας σου ή ευγένεια της ψυχής σου, το χαμόγελό σου, η ανιδιοτέλειά σου, ο λόγος σου, μα κυρίως η στάση ζωής σου.

Αν υπάρχει θεός, Νίκο, πρέπει να μας ζητήσει να τον συγχωρήσουμε, που τόσο γρήγορα μας στέρησε την φυσική σου παρουσία. Θέλω να σε αποχαιρετήσω με τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου, που τόσο θαύμαζες.

«Να λείπεις, δεν είναι τίποτα να λείπεις
Αν έχεις λείψει για ότι πρέπει
Θα είσαι πάντα μέσα σε όλα εκείνα που γι’ αυτά
έχεις λείψει.
Θα είσαι πάντα μέσα σε όλο τον κόσμο»
Γιάννης Ρίτσος  

Στο καλό αγαπημένε φίλε στο καλό!