Μικρός και διωκόμενος, αναγκάστηκε να φύγει από ένα μικρό χωριό της Θράκης και να κατέβει αμέσως μετά τον εμφύλιο, στην Αθήνα. Οι παππούδες, σκοτωμένοι από  τους ΝΑΖΙ και οι γονείς ΕΛΑΣίτες και μετά μαχητές του ΔΣΕ σε συνεχείς εξορίες και φυλακίσεις.

Αναγκάστηκαν να τον στείλουν, για την ασφάλεια του, σε ένα μακρινό συγγενή στην Αθήνα. Εκεί σε ένα φτωχικό σπίτι στην Καισαριανή, μεγάλωσε ο Στρατης, σε μια οικογένεια μακρινών συγγενών με αλλά πέντε παιδιά. Φτώχεια  και μιζέρια, το μεροκάματο δύσκολο και φτωχό, μα η οικογένεια το πάλευε, γάλα κάθε δέκα μέρες, αν βρισκόταν κι αυτό, κρέας ή ψαρί, μια φορά το μήνα  και πολύ ήταν.

Ο Στρατής μεγάλωνε μαζί με τα μακρινά ξαδέλφια του, που τώρα πια ήταν αδέλφια του, με τον ίδιο τρόπο, τις ίδιες ανάγκες, τα ιδία προβλήματα.

Η οικογένεια, μεγάλωνε τα παιδιά με περίσσια αγάπη και με πόνο ψυχής να μάθουν όλοι γράμματα, να γίνουν άνθρωποι, όπως τους έλεγαν.

Μεγάλωνε και μάθαινε την ιστορία αυτού του ματοβαμμένου τόπου, τους αγώνες για μια καλύτερη ζωή, τη  θυσία των παππούδων και των γονιών του. Κι όσο μεγάλωνε τόσο καταλάβαινε την έννοια του αγώνα και της ταξικής πάλης, τόσο μεγάλωνε και το μίσος  στην εκμεταλλευτική κοινωνία και τους εκμεταλλευτές της.

Με τους γονείς του δεν είχε συχνές επαφές γιατί δεν μπορούσε, υπήρχαν οι απαγορεύσεις. Είχαν όμως ταχτική αλληλογραφία, αν και λογοκριμένη για επαφή  ούτε λόγος.

Ο Στρατής δούλευε σκληρά  όπως και τα αλλά παιδιά της οικογενείας, όλα τα καλοκαίρια και τις διακοπές μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο. Με έφεση στην αρχιτεκτονική, πέρασε στο Μετσόβιο πολυτεχνείο.

Από τα μαθητικά του χρόνια, είχε  οργανωθεί στους Λαμπράκηδες, η χούντα τον βρήκε να προβληματίζεται, έτσι επέλεξε την ΚΝΕ  -μπαίνοντας βαθιά στην παρανομία – για κάτι πιο ριζοσπαστικό όπως έλεγε.

Ήταν στο τέταρτο έτος της Αρχιτεκτονικής ,όταν είχαν πια ωριμάσει τα πράγματα και να γίνουν τα πρώτα βήματα με την κατάληψη της Νομικής για ελεύθερες εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, δημοκρατικές ελευθερίες κλπ. Τίποτα, δεν έγινε  αποδεκτό από την Χουντική κυβέρνηση, το ότι δεν υπήρξαν συλλήψεις και χτύπημα ήταν γιατί ο λαός περιφρούρησε την έξοδο των φοιτητών από το κτήριο της Νομικής με μια  τεραστία διαδήλωση.

Είχε ανοίξει ο δρόμος όμως για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Η Φανή ήταν ενα όμορφο κορίτσι από μεγαλοαστική οικογένεια της Κρήτης, μεγάλωσε σε ένα πλούσιο περιβάλλον, με ξένες γλώσσες και πιάνο και με πολλά ταξίδια.

Η οικογένεια, πολιτικοποιημένη με την ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ, βαθιά Βενιζελικοί, είχε τους πολιτευτές της και τα μεγάλα μέσα την δεκαετία του ‘60.

Με την Χούντα δεν τα πήγαιναν καλά, δεν συνεργάστηκαν, αντίθετα τους έθεσαν σε κατ’οίκον περιορισμό κάποιο διάστημα.

Η Φανή ήταν πολύ όμορφη κοπέλα, μελαχρινή με σπαστά μακριά μαύρα μαλλιά, λιγνό κορμί και σκάρτο, ήταν η ψυχή της παρέας. Σε κάθε σπιτική συγκέντρωση, εάν υπήρχε πιάνο, έπαιζε τα  τα απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη και μαζί με την βελουδένια φωνή της συνέπαιρνε τους φίλους και συμφοιτητές της στο όνειρο, στην ελπίδα στο αύριο.

Η Φανή δεν ήταν πολιτικοποιημένη, βλέποντας όμως τι γίνεται, ζώντας τα γεγονότα από κοντά, αν και στο δεύτερο έτος της Νομικής, άρχισε να προβληματίζεται.

Με τον Στρατή γνωρίστηκαν στην κατάληψη της Νομικής, ήταν ακαριαίο ,κοιτάχτηκαν μια φορά στα μάτια, το χαμόγελο του Στρατή που την σκλάβωσε, δεν άφησε πολλά περιθώρια στην Φανή. Ήταν και οι πύρινοι λόγοι του, ο τρόπος που συνέπαιρνε τους συναδέλφους στον αγώνα, η εμπιστοσύνη που είχαν τα λόγια του και το θάρρος του.

Χέρι  χέρι βγήκαν από την νομική και χέρι χέρι περπάτησαν τον υπόλοιπο δρόμο, μέχρι το Πολυτεχνείο. Έρωτας και επανάσταση μαζί. Όνειρα και ελπίδα για το αύριο, για ένα ευτυχισμένο μέλλον. Είναι τόσο όμορφο να είσαι ερωτευμένος στα είκοσι σου χρόνια και ταυτόχρονα να αγωνίζεσαι για το καλό του λαού σου, το καλό των λαών  όλου του κόσμου.

Χέρι χέρι μαζί, με τα όνειρα, την αγωνιά και τον θάνατο.

Χέρι χέρι τους βρήκαν σκοτωμένους κάτω από την βαριά πόρτα του Πολυτεχνείου ξημερώματα Σαββάτου 17 Νοέμβρη  ενώ είχαν προηγηθεί το γκρέμισμα της πόρτας με το άρμα μάχης και τα γεγονότα προηγούμενων ημερών.

Η Φανή και ο Στρατής έδωσαν τη ζωή τους, μαζί με τόσα αλλά  νέα παιδιά, για ένα καινούριο αύριο. Έδωσαν τη ζωή τους, όπως εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλο τον κόσμο για το πιο όμορφο ιδανικό. Την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Ο Πάμπλο Νερούντα, αυτός ο μεγάλος Χιλιανός αλλά και παγκόσμιος ποιητής των ταπεινών, ο ποιητής του ερώτα και της επανάστασης, ο ποιητής  των φτωχών  ανθρώπων, με τα ροζιασμένα χέρια, των ανθρώπων του μόχθου αλλά και της ελπίδας, μέσα από το μεγάλο έργο του, το CANTO JENERAL,  που στην ουσία αφηγείται τον αγώνα όλων των λαών της Λατινικής Αμερικής από την αποικιοκρατία των Ισπανών και Πορτογάλων αποικιοκρατών, τους απίστευτους αγώνες για την ανεξαρτησία, τον χωρισμό σε κράτη και την είσοδο του αμερικανικού ιμπεριαλιστικού παράγοντα στα εσωτερικά των λαών αυτών. Τις δικτατορίες που γέμισαν αίμα και πόνο αυτούς τους λαούς, αλλά και γενικότερα για τους αγώνες για την παγκόσμια κοινωνική απελευθέρωση, μας έδωσε ένα από τα πιο συνταρακτικά αποσπάσματα αυτού του μεγάλου έργου.

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ
Αναμνηστικό μετάλλιο αντιστασιακής δράσης των χρόνων 1967-1974 στον Γιάννη Μιχαήλ Κουντάκη. Του απονεμήθηκε από
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ.

Ο Χρήστος Λεοντής, έβαλε τα δικά του ηχοχρώματα και ο Νίκος Ξυλούρης με την δυναμική του φωνή, το απογείωσε!

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ είναι ένα τραγούδι γραμμένο για τους νεκρούς λαϊκούς αγωνιστές όλου του κόσμου.

Η ιστορία που σας έγραψα  είναι εντελώς φανταστική. Θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί έτσι ακριβώς όπως την περιγράφω.

Σε εμάς αφιερώθηκε, στους νεκρούς του Πολυτεχνείου το 1973.

Σήμερα το αφιερώνουμε στον Λαό της Παλαιστίνης, σε έναν λαό που εξοντώνεται συστηματικά, μέρα τη μέρα, εδώ και 78 ολόκληρα χρόνια, μέχρι                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                τον τελικό αφανισμό του, στους λαούς του Αφγανιστάν ,του Ιράκ, της Συρίας, Ουκρανίας, της Κούβας, σε όλους τους λαούς κόσμου που αγωνίζονται για λευτεριά και δικαιοσύνη.

Πενήντα χρόνια μετά, το ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΕΞΩ ΑΙ ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, παραμένουν επίκαιρα όσο ποτέ, ο αγώνας του λαούς μας  συνεχίζεται.

Η ελευθερία, και το δίκιο δεν μπορούν να έρθουν από μονά τους, θα έρθουν μόνο μέσα από συλλογικούς αγώνες.

Σήμερα που τα γεγονότα τρέχουν τόσο  γρήγορα με τους χιλιάδες νεκρούς στην Παλαιστίνη, με τα χιλιάδες νεκρά  παιδιά, με την ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ που διαπράττει το Σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, με την πατρίδα  μας, διάσπαρτη με αμερικανονατοϊκες βάσεις, ορμητήρια των Ιμπεριαλιστών ΗΠΑ ΝΑΤΟ ΕΕ με τη συμμετοχή της χώρας μας στην πολεμική αρμάδα ανοιχτά των ακτών του Ισραήλ, θέτουν σε άμεσο κίνδυνο το λαό μας από  ένα γενικευμένο πόλεμο στην περιοχή.

Με μισθούς στα τάρταρα και συντάξεις πείνας, με την ακρίβεια στα ύψη,  με ένα απαξιωμένο ΕΣΥ και εργατικά θανατηφόρα ατυχήματα-  κάθε δύο ημέρες και ένα νεκρός- δεν μπορούμε πλέον  να μένουμε αδρανείς, η ιστορία δεν έγραψε ακόμη το τέλος.

Ο δρόμος της ανατροπής είναι μπροστά μας, αρκεί να πάρουμε, την υπόθεση στα χέρια μας γιατί  μόνο ο λαός μπορεί να σώσει το λαό και μπορούμε να τον βαδίσουμε μαζί.

 

Τούτοι δω εφέρανε τουφέκια γεμάτα μπαρούτι

τούτοι δω διατάξανε τη στυγερή εξόντωση

τούτοι δω συναντήσανε το λαό να τραγουδάει ενωμένος

Και το λιγνό κορίτσι έπεσε με την σημαία του

και το αγόρι κύλησε χαμογελώντας λαβωμένο

λαβωμένο στο πλευρό της

Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζήτω την τιμωρία

εκείνου που ‘δωκε το σύνθημα του θάνατου ζητώ την τιμωρία

εκείνων που προστατέψανε αυτό το έγκλημα ζητώ την τιμωρία

δε θέλω να μου δίνουνε το χέρι, το μουλιασμένο από το δικό μας αίμα

δεν τους θέλω για πρεσβευτές, ούτε ήσυχους μέσα στα σπίτια τους

θέλω να τους δω να δικάζονται,

σε τούτο δω το μέρος, σε τούτη την πλατεία

 

Πάμπλο Νερούντα