ΜΑΝΌΛ

Κουβεντιάζαμε και γελούσαμε…

Άντε λίγο έμεινε ακόμη, να φτάσεις τα εκατό, να σου κάνουμε μια γιορτή όπως θα σου άξιζε, μια γιορτή για τα χρόνια που πέρασαν, τα γεμάτα αγώνες ενάντια στο κακό και τα άδικο, όλα χρόνια ανιδιοτελούς προσφοράς στην κοινωνική δικαιοσύνη, στον άνθρωπο και στην αξιοπρέπεια του.

Χαμογελούσες, λέγοντας μας… Συντροφάκια, ένα κρασάκι φτάνει, εγώ και αύριο να φύγω, γεμάτος φεύγω, ήταν τόσο γεμάτη η ζωή μου…

Σαν άνεμος πέρασες μέσα από την πιο μεγάλη καταιγίδα, μέσα  από τον τρόμο και τον φόβο, να μην περάσει τα άδικο, αφήνοντας κι εσύ την δική σου ανεξίτηλη σφραγίδα του χρέους και της τιμής.

ΕΠΟΝίτης από τα δεκατέσσερα σου, μετά στο ΕΑΜ, κατά τύχη δεν σε συνέλαβαν, εσένα. Δεν πέρασες τα κολαστήρια, της Μακρονήσου και των άλλων τόπων, εξοριών και φυλακών, μα αυτό αντί να σε φοβίσει, αντί να σε κάνει να αποσυρθείς από την δράση, έκανες το αντίθετο. Και πως αλλιώς, έπρεπε όσοι ήσασταν έξω να οργανώσετε, να ενθαρρύνεται  τον πονεμένο  λαό μας, να μην σκύψει το κεφάλι, σε μια εποχή ωμής βίας και τρομοκρατίας. Με την πρόσληψη σου στην Γεωργική καλλιέργεια Ηρακλείου, σαν ηλεκτρολόγος οργανώνεις το συνδικάτο των εργαζομένων, εκλέγεσαι πρόεδρος του.

Ακολούθησε η υποτροφία σου στην Αγγλία σε μεγαλύτερο επίπεδο τεχνικής εκπαίδευσης, για να ανοίξεις,  με την επιστροφή σου, το μικρό μαγαζάκι περιελίξεων μοτέρ, στην 1821 και να εκλεγείς πρόεδρος του επαγγελματικού σωματείου των Ηλεκτρολόγων Ηρακλείου, θητείες που έμεινες πολύ αγαπητός στους συναδέλφους,  όχι μόνο σαν φλογερός συνδικαλιστής, αλλά σαν άνθρωπος που ήξερε να ακούει, να αγαπάει, να προσφέρει. Μέλος του Δ/Σ. της ΟΒΕΕΝΗ και δυο θητείες γενικός γραμματέας του ΕΒΕΗ.

Δεν έλειψαν οι αγώνες της δεκαετίας του 1960, οι αγώνες για το 114, την Ειρήνη, τις Μαραθώνιες πορείες Ειρήνης, εκλέγεσαι μέλος της νομαρχιακής επιτροπής της ΕΔΑ.

Η δικτατορία σε βρίσκει πάλι λεύτερο, δεν τολμάνε να σε αγγίξουν. Οργανώνεσαι στο ΚΚΕ, μέλος της τριμερούς καθοδηγητικής επιτροπής στην Κρήτη, κρύβεις αγωνιστές στο σπίτι σου, όπως τον βετεράνο του κόμματος Παπαδομιχελάκη Στέλιο. Οργανώνετε δέματα για τους φυλακισμένους των φυλακών Αλικαρνασσού, μαζί με τις αξέχαστες, την  Παγώνα, την Στέλλα, την Βιργινία Ποδιά και άλλες γυναίκες των σκοτωμένων,  φυλακισμένων και αγαπημένων μας συντρόφων. Επισκέψεις και βοήθεια στις οικογένειες των φυλακισμένων, σκληρή παράνομη κομματική δουλειά κι εσύ όρθιος.

Μέσα στην καταιγίδα, στη φωτιά,  στο μαύρο σκοτάδι, το κόμμα ζωντανό, το κόμμα  παρών, παντού και παντός καιρού.

Δεν λείπουν και τα ευχάριστα παντρεύετε με τον Δανήλο Συντιχάκη  τον αγαπημένο σας φίλο και σύντροφο Δημήτρη Αντωνακάκη και πηγαίνετε σε μια ταβέρνα στον Καρτερό για να το γιορτάσετε, κρασί αστεία χορός κι ανάμεσα σε αυτά, να και τα αντάρτικα τραγούδια,  μετά το πρώτο  σοκ,  τις φοβίες, να κι ο ταβερνιάρης να τραγουδάει, μαζί και οι πελάτες μια φωνή.

Κανείς δεν τόλμησε να φέρει την αστυνομία κι ας φώλιαζε ο  φόβος στις καρδιές, ο  λαός  μας πάντα ήξερε να προφυλάσσει τους αγωνιστές.

Αχώριστη τετράδα εσύ ο Δανήλος Συντιχάκης, ο Γιώργος  Δαφέρμος,  ο Δημήτρης Αντωνακάκης, εκείνη η μεγάλη καρδιά που έκανε το άλμα κι από νωματάρχης αντικομουνιστής, πέρασε απέναντι καπετάνιος του ΕΛΑΣ για να δεχτεί μετά την μήνη, το μίσος και τον εξευτελισμό από τους πρώην μοναρχοφασίστες συναδέλφους του και το μισαλλόδοξο αστικό κράτος.

Η μεταπολίτευση σε βρίσκει εκλεγμένο στην νομαρχιακή επιτροπή Ηρακλείου του ΚΚΕ, συνεχίζεις την συνδικαλιστική δράση, στα επαγγελματικά σωματεία του κλάδου σου για την ανασύνταξη, του συνδικαλιστικού κινήματος.

Έρχεται ο Φλεβάρης του 1979, ξεσηκωμός στο Ηράκλειο.

Με απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή τότε, θέλουν  να απογυμνώσουν τα μουσεία μας και να στείλουν πολύτιμα αρχαία να εκτεθούν στις ΗΠΑ.

Ο λαός αρνιέται, ο λαός στους δρόμους, εκλέγεσαι πρόεδρος της επιτροπής αγώνα, συντονίζεις τις δράσεις, το δημοτικό συμβούλιο αναγκάζεται να πάρει θέση,  θέση παίρνει και η εκκλησία, το ΕΚΗ τα επαγγελματικά  σωματεία, οι μαζικοί φορείς, οι φοιτητές, οι μαθητές, η νεολαία όλος ο κόσμος.

Τέσσερις μέρες και νύχτες κανένας δεν κοιμάται οι πλατείες γεμάτες, γεμάτο το  μουσείο, καμιά ζημιά, καμιά λεηλασία, ο λαός μας ξέρει να περιφρουρεί το βιός του,  την λαϊκή του κληρονομιά.

Ο ξεσηκωμός αυτός έχει ξεχωριστή θέση  στην ιστορία του Ηρακλείου, εγώ  μικρός τότε δεκαοκτάρης έπαιρνα το βάπτισμα του πυρός, μέσα από το συνδικαλιστικό  κίνημα, μέσα από αυτή την πρωτοφανή ενότητα του λαού μας. Τίποτα δεν φεύγει. Η κυβέρνηση παίρνει πίσω την απόφαση της.

Μετά τη συνταξιοδότησή σου εκλέχτηκες πρόεδρος στο παράρτημα Ηρακλείου της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών και απογόνων της Εθνικής Αντίστασης -ΠΕΑΕΑ και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Διετέλεσες επίσης πρόεδρος στην παγκρήτια επιτροπή αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης.

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής σου πάλεψες για τα ιδανικά του κόμματος, του οποίου υπήρξες μέλος μέχρι το τέλος της ζωής σου.

Ήσουν αυστηρός και απαιτητικός από τους συνεργάτες σου, αλλά πρώτα απ’  όλα ήσουν αυστηρός και απαιτητικός από τον ίδιο τον εαυτό σου.

Ταυτόχρονα, δεν σου έλειπε ποτέ το χαμόγελο, η καλοσύνη, ο καλός  σου ο λόγος, η καλή συμβουλή, στους νέους συντρόφους, σαν σύντροφος, σαν πατέρας.

Το 1990, γεύτηκες κι εσύ τη χολή, την πίκρα και τον πόνο- όπως χιλιάδες αγωνιστές σε όλο τον κόσμο- την καταστροφή της ΕΣΣΔ, μαζί με αυτό την υποχώρηση του παγκόσμιου εργατικού, λαϊκού κομμουνιστικού κινήματος.

Παρά την πικρία και το πρώτο συγκλονιστικό σοκ  και από την διάσπαση του κόμματος, στάθηκες μπροστά, μαζί με τους αγαπημένους σου φίλους και σύντροφους Νίκο Βασιλάκη, τον Γιώργο  Τρουλινό, όχι μόνο να μην διαλυθεί το  κόμμα, αλλά   κυρίως στην ανασυγκρότηση του.

Για μια άλλη φορά, στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων  εκείνων των δύσκολων καρών για το κόμμα χωρίς καμία ταλάντευση, στάθηκες στη σωστή πλευρά της ιστορίας.

Συμμετείχες πολλές φορές στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές ως υποψήφιος με τα αγωνιστικά ψηφοδέλτια που στήριζε το ΚΚΕ και τιμήθηκες με πολλές ψήφους. Τα τελευταία χρόνια, με τη συμμετοχή σου, βοήθησες αποφασιστικά τη συγκρότηση συνδυασμών της Λαϊκής Συσπείρωσης στο δήμο Μινώα.

Αγαπημένε μας, έφυγες πλήρης ημερών, αμετανόητος, ρομαντικός, αταλάντευτος κομμουνιστής, μα  σε θέλαμε λίγο ακόμη.

Αφήνεις πίσω σου μια μεγάλη παρακαταθήκη, για όλους εμάς, μα και για την νέα γενιά.

Μια παρακαταθήκη ζωής γεμάτη από ανιδιοτέλεια και δόσιμο, γεμάτη αγώνες για την υπεράσπιση του δίκιου, της ανθρωπιάς και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Μια παρακαταθήκη, πρότυπο Κομμουνιστή και ανθρώπου.

Να πεις στους αγαπημένους μας συντρόφους της γενιάς σου, εκείνους που έφυγαν πριν από σένα,  ότι είμαστε όλοι εδώ και συνεχίζουμε

ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΘΡΩΠΕΨΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ όπως έλεγε και ο σύντροφος Στέλιος Παπαδομιχελάκης.

Σε ευχαριστούμε για όλα. Θα σε θυμόμαστε πάντα και έτσι θα σε κρατήσουμε στο μυαλό και στην καρδιά μας, αγαπημένο φίλο, σύντροφο, δάσκαλο   και πατέρα.

Σε ευχαριστώ κι εγώ και για την ιδιαίτερη προσωπική σχέση που είχαμε, μια σχέση αληθινής συντροφικής και πατρικής φιλίας. Και θέλω να με   συγχωρήσεις που δεν ήμουν στο ξόδι σου, να σε κλάψω,  να σε φιλήσω στο μέτωπο,   να σε αποχαιρετήσω, να σου πω το στερνό αντίο.

Έμαθα πολλά από εσένα, γέμισα με τις ιστορίες σου, την καλοσύνη σου και την ανιδιοτέλεια σου. Ήταν μεγάλη τιμή για  μένα, δίπλα σου,  έγινα καλύτερος άνθρωπος!

Στο καλό αγαπημένε μας σύντροφε….

Κοιμήσου ήσυχα, αγρυπνούμε εμείς.