Το βίαιο έγκλημα στη χώρα μας έχει λάβει δραματικές διαστάσεις. Πρωτοφανείς είναι οι ένοπλες ληστείες που εξελίσσονται σε ανθρωποκτονίες, αλλά και οι απλές κλοπές και διαρρήξεις που μετατρέπονται σε ληστείες για ασήμαντη αφορμή ή για την αποκόμιση ως λείας χρηματικών ποσών.

Η ποιοτική διαφοροποίηση του εγκλήματος ενισχύεται από την χρήση βαρέων όπλων (π.χ. καλάζνικωφ) στο κοινό έγκλημα ενώ πολύ συχνά πλέον οι ληστείες συνοδεύονται από βασανιστήρια ή και βιασμούς των θυμάτων. Το γεγονός ότι δολοφονούνται άνθρωποι για ασήμαντη αιτία ή πενιχρό οικονομικό όφελος θα έπρεπε σε μια ευνομούμενη Πολιτεία να έχει σημάνει συναγερμό. Οι πολίτες βρίσκονται σε απόγνωση και αισθάνονται θυμό που είναι απροστάτευτοι.

Οι διάφορες συμμορίες έχουν αποθρασυνθεί. Δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό για το άλγος και      το κακό που προξενούν στο        θύμα.  Καθημερινά βλέπουμε εγκληματίες να μπαίνουν στα ελληνικά σπίτια, να βασανίζουν και να εξευτελίζουν γονείς, παιδιά, αναπήρους και ηλικιωμένους για λίγα ευρώ, να συλλαμβάνονται και να αποφυλακίζονται. Η Αθήνα, το πάλαι ποτέ ιοστεφές άστυ, έχει παραδοθεί στην ασυδοσία, τη βία και την εγκληματικότητα που δεν εντοπίζονται μόνο στα Εξάρχεια αλλά και στην Ομόνοια στο εμπορικό κέντρο, το πεδίο του Άρεως καθώς και στα προάστια.

Οι επαρχιακές πόλεις της χώρας αλλά και η ύπαιθρος υποφέρουν από την έξαρση της εγκληματικότητας. Οι αγρότες μας προβληματίζονται από την παντελή έλλειψη αγροτικής ασφάλειας. Όποιος θέλει κλέβει αγροτικά μηχανήματα από τις αγροτικές αποθήκες (μετόχια) κόβει τα ελαιόδεντρα για να χρησιμοποιήσει τα ξύλα για θέρμανση ή κόβει τα σταφύλια από τις κληματαριές με σκοπό την πώλησή τους.

Ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή εξέλιπε παντελώς. Η συνέχεια θα είναι ακόμα πιο εφιαλτική όσο το κράτος παραμένει θεατής και δεν εκδηλώνει οποιαδήποτε μορφή αντίδρασης σε θεσμικό ή λειτουργικό επίπεδο. Το έγκλημα δυστυχώς εξελίσσεται σε βίαιο, απρόσωπο, ανάλγητο, θρασύτατο, ειδεχθές.

Το έγκλημα «τροφοδοτείται» από ένα σάπιο «καθεστώς» ανομίας που έχει εμπεδωθεί στη χώρα μας είτε αυτή αφορά απλές μορφές παραβατικότητας ή πιο σύνθετες και σοβαρές. Τα τελευταία χρόνια το έγκλημα βρήκε ακόμα ένα απροσδόκητο «σύμμαχο».

Τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου Παρασκευόπουλου που ήλθαν να προστεθούν σε ένα υφιστάμενο ποινικό σύστημα όπου οι ποινές «εκφυλίζονται» με τη συγχώνευση και άλλα «παραθυράκια» του νόμου. Με το Νόμο αυτό σκληροί και αμετανόητοι ληστές, δολοφόνοι, έμποροι ναρκωτικών και βιαστές πήραν πρόωρα «εξιτήριο» από τις φυλακές και ρίχνουν νερό στο μύλο της «ανακυκλούμενης» εγκληματικότητας.

Η βία δεν «ξαποσταίνει» και συνεχώς κερδίζει έδαφος σε βάρος της νομιμότητας. Το θέμα της έξαρσης των μορφών της βίας είναι ιδιαίτερα σύνθετο και σοβαρό. Για να φθάσουμε στο σημερινό σημείο φαίνεται ότι όλοι οι τομείς της εγκληματολογικής πρόληψης έχουν αποτύχει.

Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην πρόληψη της εγκληματικότητας είναι μηδαμινός έως ελάχιστος αφού τα Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης Παραβατικότητας δεν έχουν ενεργοποιηθεί ή σε λίγες περιπτώσεις όπου έχουν δραστηριοποιηθεί δεν έχουν την ανάλογη υποστήριξη και δεν εντάσσονται στις προτεραιότητες των τοπικών κοινωνιών. Ολόκληρη η κοινωνία βάλλεται καθημερινά από την έξαρση της βίας.

Το κράτος μπροστά σ’ αυτή την κλιμακούμενη έξαρση της βίας δεν μπορεί να μείνει άλλο αιφνιδιασμένο, αδύναμο, αμφιταλαντευόμενο και ουσιαστικά θεατής. Η εσωτερική ασφάλεια είναι σοβαρή υπόθεση και πρέπει να αποτελέσει μέρος μιας εθνικής πολιτικής που δεν θα εξαρτάται από τους πειραματισμούς των εκάστοτε ιθυνόντων.

Ο πολίτης δεν αντέχει να μένει απροστάτευτος, δεν μπορεί να νιώθει ανασφαλής. Το δικαίωμα στην ασφάλεια είναι αδιαπραγμάτευτο και αφορά όλους τους πολίτες. Η ασφάλεια είναι βασική προϋπόθεση της ελευθερίας και της ευημερίας του ατόμου αλλά και της ανάπτυξης της κοινωνίας.

Στους σημερινούς καιρούς το ενδιαφέρον των ιθυνόντων πρέπει να δοθεί στην ασφάλεια των πολιτών και όχι μόνο στη μεταφορά επάνω τους οικονομικών βαρών. Υπάρχουν λύσεις για τον έλεγχο της εγκληματικότητας: Απαιτούνται θεσμικά αντίβαρα, ποινές ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης που δεν θα εκφυλλίζονται στην πορεία.

Απαιτείται πρώτα βούληση για την εφαρμογή μιας ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής με έμφαση στην πρόληψη που θα στηρίζεται σε γερές τεχνοκρατικές βάσεις και όχι σε τυχαίες και αποσπασματικές ρυθμίσεις της στιγμής.