Τους τελευταίους μήνες το φαινόμενο της εγκατάλειψης κατοικιδίων ζώων έχει γίνει πιο έντονο από ποτέ. Ο αριθμός των αδέσποτων ζώων στους δρόμους του Ηρακλείου έχει αυξηθεί δραματικά. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές, όχι μόνο στο κέντρο της πόλης αλλά και σε προάστια, ακόμη και στους προαύλιους χώρους των νοσοκομείων. Είναι κι αυτή άραγε μια πτυχή της σύγχρονης διαρκούς έκπτωσης του πολιτισμού μας;

Θα το χρεώσουμε και αυτό στην οικονομική κρίση και με τον τρόπο αυτό θα το δικαιολογήσουμε «εν μέρει», όπως έχουμε κάνει και για τόσες άλλες παραλείψεις και αμέλειες; Ή μήπως θα αδιαφορήσουμε και θα αφήσουμε το μείζον αυτό πρόβλημα να διαιωνίζεται, διαπομπεύοντάς μας στους φιλόζωους ξένους επισκέπτες του νησιού και εκθέτοντας την ολιγορία μας;

Ναι, ίσως η οικονομική κρίση επέτεινε το ήδη υπάρχον πρόβλημα, αλλά δεν το δημιούργησε. Ίσως επέτρεψε την ανοχή μας απέναντι στη διαιώνισή του, αλλά δεν το προκάλεσε. Δυστυχώς, η έλλειψη παιδείας, συγκροτημένης ενημέρωσης  και ευαισθητοποίησης των πολιτών πάνω στο συγκεκριμένο θέμα αποτελεί τον πυρήνα του προβλήματος.

Πολύ συχνά παρατηρείται εγκατάλειψη των ζώων, όταν αυτά μεγαλώσουν και αρχίσουν να αποτελούν πλέον «εμπόδιο» και «πρόβλημα» για τους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι δεν είχαν εξ’ αρχής προβλέψει ότι ο σκύλος τους δεν θα παραμείνει πάντα ένα μικρό και χαριτωμένο κουτάβι, χρήσιμο παιχνίδι για την «απασχόληση» των μικρών παιδιών τους.

Όσοι όμως σκέπτονται και ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν έχουν αντιληφθεί, ότι το ζώο δεν είναι ένα παιχνίδι αλλά ένας ζών οργανισμός, με ανάγκες και δικαιώματα. Δεν γνωρίζουν, ότι ναι μεν ένας σκύλος μπορεί να ζήσει καλύτερα ελεύθερος στη φύση, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί σε ένα κατάλληλο περιβάλλον, ικανό να του παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες για επιβίωση, όπως τροφή, νερό και ύπαρξη ασφαλών φυσικών καταφυγίων σε περίπτωση ανάγκης, συνθήκες που σίγουρα δεν επικρατούν μέσα σε μία αφιλόξενη τσιμεντένια πόλη. Το ζώο εκτεθειμένο μέσα στις δυσμενείς συνθήκες ενός ξένου προς τη φύση του περιβάλλοντος είναι επιρρεπές σε ασθένειες και καταδικασμένο σε θάνατο το πολύ μέσα σε ένα χρόνο από την εγκατάλειψή του.

Αρνητικές φυσικά είναι και οι παρελκόμενες συνέπειες στη δημόσια υγεία. Πολύ συχνά, στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του νοσοκομείου γινόμαστε μάρτυρες επιθέσεων αδέσποτων σκύλων σε πολίτες, ακόμη και σε μικρά παιδιά. Τα αδέσποτα ζώα, πολλές φορές αισθανόμενα την ανθρώπινη απειλή ή έχοντας βιώσει, δυστυχώς,  κακοποίηση αποκτούν αδιακρίτως, επιθετικά ένστικτα συχνά χωρίς σαφείς αφορμές. Ωστόσο, ευτυχώς τα περιστατικά αυτά είναι ακόμη στατιστικώς ασήμαντα.

Μεγάλη προσπάθεια έχει καταβληθεί από φιλοζωϊκά σωματεία, για την περισυλλογή, την περίθαλψη και τη στείρωση αδέσποτων ζώων, καθώς και για την κινητοποίηση των πολιτών με σκοπό την υιοθεσία τους,  προσπάθεια συγκινητική και ελπιδοφόρα. Όμως το πρόβλημα δεν απαιτεί καταστολή αλλά κυρίως πρόληψη. Όσοι δεν είναι διατεθειμένοι να κρατήσουν και να φροντίσουν ένα κατοικίδιο ζώο, καλό θα ήταν να μην μπουν στη διαδικασία να το αποκτήσουν.

Αν κάποιοι δεν έχουν πλέον την οικονομική δυνατότητα να συντηρήσουν ένα κατοικίδιο, θα ήταν προτιμότερο να αναθέσουν τη φροντίδα του σε μία άλλη οικογένεια ή σε μία από τις υπάρχουσες φιλοζωικές οργανώσεις, παρά να το εγκαταλείψουν στο δρόμο.  Η φιλοζωία είναι ένδειξη ανθρωπιάς και πολιτισμού. Ο άνθρωπος αποδεικνύει την ανωτερότητά του απέναντι στα ζώα φροντίζοντάς τα και όχι βασανίζοντάς τα.

Είναι πραγματικά λυπηρό, ότι ακόμη στην Ελλάδα του 21ου αιώνα  πρέπει να επισημαίνονται  ζητήματα, που στην πλειονότητα των υπολοίπων χωρών ανά τον κόσμο θεωρούνται  αυτονόητα. Ας αφεθεί στην κρίση και τη συνείδηση του καθενός η διαχείριση του προβλήματος αυτού και ας  τολμήσουμε να σταθούμε αισιόδοξοι για την επίλυσή του.

* Η Κυριακή Μ. Παπαγεωργίου είναι ειδικευόμενη  ιατρός Γενικής Χειρουργικής  Πα.Γ.Ν.Η.