Προχθές με το αυτοκίνητο έκανα μια βόλτα στα χωριά Αστυράκι, Αηδονοχώρι, Καμαριώτης, Γωνιές… Κάποτε ήμουν γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο Τυλίσου και είχα μαθητές από αυτά. Μου έκανε εντύπωση που βρήκα τα χωριά σχεδόν έρημα. Είδα σπίτια με σπασμένες τζαμαρίες, παραμελημένα, με ξεχαρβαλωμένες πόρτες εισόδου, με βουλιαγμένες στέγες, ακατοίκητα. Χωριά σχεδόν εγκαταλελειμμένα. Ερημιά στους δρόμους. Ούτε παιδιά ούτε γονείς ούτε παππούδες. Χωριά φαντάσματα. Και είναι τόσο όμορφα! Πλούσια βλάστηση, καθαρή ατμόσφαιρα, ηρεμία… Και όμως οι κάτοικοί τους τα εγκαταλείπουν.

Γενικό το φαινόμενο. Συνεχώς αδειάζουν τα χωριά μας. Ερημώνεται η ύπαιθρος. Περιουσίες παραμελούνται. Οι ελιές αφήνονται σε «συμμεσάρηδες» να τις καλλιεργούν. Οπωσδήποτε πλημμελώς. Αλλιώς είναι να νοιάζεται ο ίδιος ο ιδιοκτήτης για την καλλιέργειά τους. Αμπέλια ξεραίνονται.

Οι ιδιοκτήτες, ένας ένας, φεύγουν. Πηγαίνουν στις πόλεις. Στριμώχνονται σε σπίτια με υψηλότατο ενοίκιο, στους στενούς ξεχαρβαλωμένους δρόμους της ανυπόφορης πόλης του Ηρακλείου. Μερικοί αγοράζουν σπίτι ή διαμέρισμα, πανάκριβο, δανειζόμενοι χρήματα ή πουλώντας πολύτιμες περιουσίες στο χωριό. Και ξεπληρώνουν την αγορά τους σιγά σιγά, με δόσεις, οι οποίες τους περιμένουν εφιαλτικές κάθε μήνα προς εξόφληση.

Και εγκαθίστανται στο Ηράκλειο, στην ασφυκτικά κατοικημένη πόλη, όπου θα ζήσουν στριμωγμένοι σε κάποια πολυκατοικία, η μια οικογένεια δίπλα στην άλλη, με ενοχλήσεις, μερικές φορές με ασυνεννοησίες και καβγάδες, μέσα στους θορύβους και στα καυσαέρια, όπου δεν βρίσκεις τόπο να παρκάρεις το αυτοκίνητό σου.

Θα περπατάς σε δρόμους στενούς, επάνω στο κατάστρωμα του δρόμου (σπάνια είναι τα πεζοδρόμια Ηρακλείου στα οποία μπορεί να περπατήσει ο πεζός), ανάμεσα σε αυτοκίνητα, αυτοκίνητα παρκαρισμένα, αυτοκίνητα κινούμενα, με κίνδυνο να σε σακατέψει κανένας ατζαμής ή απρόσεκτος οδηγός… Πλημμύρα ο τόπος από αυτοκίνητα.

Μα οι υπεύθυνοι της πολεοδομίας πώς δεν το σκέφτηκαν; Σήμερα το αυτοκίνητο είναι απαραίτητο. Χωρίς αυτό δεν μπορείς πια να εξυπηρετηθείς, να ζήσεις. Και όμως μέχρι σήμερα καμιά πρόβλεψη δεν έχει γίνει, καμιά πρόνοια δεν έχει ληφθεί για το πού στις πόλεις θα παρκάρουμε τα αυτοκίνητά μας.

Τεράστιο το πρόβλημα. Δεν το βλέπουν; Και αφήνομε τα αυτοκίνητά μας παρκαρισμένα, πάρα πολλά παρανόμως, στους δρόμους. Στην διάθεση του καθενός να τα γρατζουνίσει, να τα χτυπήσει… Περιουσίες ολόκληρες αφύλαχτες και απροστάτευτες. Πότε τέλος πάντων οι αρμόδιοι θα το πάρουν χαμπάρι ότι στις πόλεις πρέπει να νοιαστούν και για τα αυτοκίνητα, όχι μόνο για τους ανθρώπους;

Παρ’ όλα αυτά οι χωρικοί εξακολουθούν να φεύγουν από τα χωριά τους , εγκαταλείποντας τις περιουσίες τους, και να στριμώχνονται στις πόλεις. Αυτό βέβαια συμβαίνει, διότι στα χωριά δεν υπάρχουν σχολεία (δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο) να μορφώσεις τα παιδιά σου. Δεν υπάρχουν γιατροί και νοσοκομεία να θεραπευτείς, όταν αρρωστήσεις. Απ’ το χωριό πρέπει να τρέχεις για γιατρούς στις πόλεις. Στο χωριό δεν έχει κρατικές ή άλλες υπηρεσίες: ΔΕΗ, ΟΤΕ, τράπεζες… Δεν υπάρχει αγορά με μεγάλα καταστήματα. Αλλά και τα παιδιά σήμερα μορφώνονται και πιάνουν κάποια δουλειά στην πόλη.

Δεν ξαναγυρίζουν στο χωριό. Δεν τους αρέσει η αγροτική ζωή. Θεωρείται ταπεινό το επάγγελμα του αγρότη. «Καλύτερα σερβιτόρος σε μπαρ παρά στον αγρό χωριάτης». Και η μόνη λύση είναι να στοιβαζόμαστε στις πόλεις. Και όταν ακόμη δεν χωράμε. Απίστευτο.