Η εγγονούλα –  σπούδαζε νομική στην Αθήνα – εσπευσμένως  έβγαλε αεροπορικό εισιτήριο για Ηράκλειο. Πέθανε ο παππούς. Τον είχε πιάσει υψηλός πυρετός. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Κορονοϊός! Τον διασωλήνωσαν. Και την έβδομη μέρα πέθανε. Τόσο γρήγορα.

Μεσάνυχτα έφτασε στο σπίτι των γονιών της. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, πήγε να επισκεφθεί την γιαγιά της. Είχε κλειδί δικό της. Άνοιξε και μπήκε. Στο σαλόνι καθόταν μοναχή της η γιαγιά. Άδεια η θέση του παππού στην πολυθρόνα στο σαλόνι, μπροστά στην τηλεόραση, όπου συνήθιζε να κάθεται, για να ακούσει τις ειδήσεις.

Στον καλόγερο κρεμόταν ακόμη η τραγιάσκα, που φορούσε ο παππούς όταν έβγαινε για βόλτα. Αγκάλιασε και φίλησε την γιαγιά, που άρχισε να κλαίει.

Η εγγονούλα, που σπούδαζε νομική στην Αθήνα, άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο, όπου συνήθιζε να διαβάζει ο παππούς και να γράφει. Σαν να επρόκειτο να τον δει σκυμμένο στα γραπτά του. Τα γυαλιά του ήταν ακόμη επάνω στο γραφείο. Άνοιξε η εγγονή τον χαρτοφύλακα που ήταν επάνω στο τραπέζι.

Μέσα βρήκε το γράμμα που του είχε στείλει τον περασμένο μήνα για τα γενέθλιά του. «Παππού, να ζήσεις χρόνια πολλά και να ευτυχήσεις. Είσαι ο καλύτερος παππούς του κόσμου όλου…» Το φύλαγε ο παππούς. Δάκρυσε η εγγονή διαβάζοντας τις ευχές που του είχε στείλει. Κρίμα, δεν έπιασαν. Το δίπλωσε και το φύλαξε στην τσέπη της ζακέτας της. Για ενθύμιο.

Άδειο το σπίτι χωρίς τον παππού. Με την γιαγιά να κάθεται μόνη στο σαλόνι και βουβά να κλαίει. Η εγγονή την αγκάλιασε. Πώς να την παρηγορήσει;

Την άλλη μέρα το μεσημέρι, που η εγγονή επισκέφθηκε ξανά την μοναχή γιαγιά, έλειπαν και η τραγιάσκα του παππού απ’  τον καλόγερο και τα γυαλιά του από το γραφείο. Η γιαγιά το είχε καταλάβει. Και τα είχε κρύψει. Να μη στενοχωριέται η εγγονή βλέποντάς τα. Είχε αδυναμία στον παππού της. Η εγγονή αγκάλιασε την γιαγιά. Και αγκαλιασμένες έκλαιγαν και οι δυο τους.

Και η τηλεόραση, στις μεσημεριανές ειδήσεις, έδειχνε τα κορονοπάρτι νεολαίας της χθεσινής βραδιάς με τις χιλιάδες νεαρούς και νεαρές, που είχαν πλημμυρίσει όλες τις πλατείες της Αθήνας, διασκεδάζοντας, χορεύοντας και ανέμελα τραγουδώντας. Χωρίς μάσκες, ο ένας στριμωγμένος δίπλα στον άλλο έδειχναν εγκληματική αδιαφορία στον κίνδυνο διαδόσεως της φοβερής πανδημίας. Μα αυτοί, παππούδες και γιαγιάδες δεν έχουν;  Κρίμα.

Καλό σου ταξίδι, παππού, στα πελάγη της αιωνιότητας και στα «λιβάδια απ’  ασφοδίλι».

Σε αγαπάμε.