Ευτυχισμένοι όσοι δεν θυμούνται το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων»• ευτυχισμένοι και εκείνοι που το θυμούνται, μεν, αλλά πορεύτηκαν χωρίς «παράπλευρες απώλειες»!
Όλα τα σημαντικά επιτεύγματα πραγματοποιούνται επί δικτατορικών δια-«κυβερνήσεων», όπως οι Πυραμίδες, το Σινικό Τείχος, το Stonehenge κ.α. Ακόμα και ο Παρθενώνας, κτίσμα της εποχής του Χρυσού Αιώνα, με τη δημοκρατία στο απόγειό της, είχε στο βάθος την «ενός ανδρός αρχή», δηλ. του Περικλή, όπως αναφέρει και ο Πλάτων.
Έτσι και με το πιστοποιητικό που λέμε. Ξεκίνησε επί δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά, το 1938. Το έγγραφο αυτό μπορούσε να εκδοθεί από τις αστυνομικές αρχές ή από το στρατό.
Σκοπός του, να δείξει ότι το άτομο στο οποίο αναφέρεται δεν έχει καμία σχέση ή συμπάθεια με τον κομμουνισμό. Κι όχι μόνο το συγκεκριμένο άτομο• το πιστοποιητικό προχωρούσε στο άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον. Μπορούσε, φυσικά, να έχει προέκταση και ακόμα μακρύτερα, ανάλογα με το ζήλο και τη διάθεση του συντάσσοντος το έγγραφο.
Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή, το αστείο (αστείο για μας σήμερα) ήταν ότι ένα πιστοποιητικό, μπορούσε να μην είναι «καθαρό», ακόμα και … πριν γεννηθεί κανείς, εφόσον συγγενείς του είχαν ύποπτη πολιτική δραστηριότητα. Και χωρίς «καθαρό» πιστοποιητικό, δεν υπήρχε πρόσβαση στο δημόσιο τομέα ή εισαγωγή σε ανώτατες σχολές.
Ο δρόμος για μια θέση στην τράπεζα και σε πολλούς οργανισμούς του δημοσίου, αλλά και σε πολλούς του ιδιωτικού τομέα, ήταν κλειστός. Να αποκτήσεις άδεια οδήγησης ήταν πρόβλημα. Αδύνατη και η έκδοση άδειας κυνηγίου… πού ξανακούστηκε, αριστερός να κατέχει όπλο, αμέσως μετά τον εμφύλιο –και μάλιστα νόμιμα; Ίδια δυσκολία και στην έκδοση διαβατηρίου, αδειών, όπως μικροπωλητή κ.ά.
Η εφημερίδα ΑΥΓΗ πρωτοεκδόθηκε τον Αύγουστο του 1952, σε μια δύσκολη εποχή, πολιτικά. Τρία χρόνια μετά τη λήξη του Εμφύλιου και λίγους μόλις μήνες μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη.
Επόμενο ήταν, όσοι προμηθεύονταν την ΑΥΓΗ, να προσθέτουν, θέλοντας και μη, άλλο ένα επιβαρυντικό στοιχείο, στο φάκελό τους. Ξεκίνησε ως όργανο της ΕΔΑ και συνέχισε να εκφράζει της θέσεις της Αριστεράς και σήμερα, εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ.
-«Γιαννάκη, φώναξε ο πατέρας, πάρε μια δραχμή και πετάξου στη γωνία, στο περίπτερο, πριν κλείσουν… Πες του να σου δώσει μια εφημερίδα. Θέλω να δούμε πώς πήγε η κλήρωση του Λαϊκού…». Πρόθυμος, ο Γιαννάκης, «σαν το πουλάκι», έτρεξε πεζοδρόμιο – πεζοδρόμιο, ως το περίπτερο της γωνίας, στο Μεϊντάνι. –«Θείε, ο μπαμπάς μου, είπε να μου δώσεις μια εφημερίδα, να δει την κλήρωση του Λαϊκού».
Με επαγγελματική άνεση, ο περιπτεράς έτρεξε το δάκτυλό του στη δεσμίδα με τις εφημερίδες. Σταμάτησε στην ΑΥΓΗ. Τράβηξε ένα φύλλο, πήρε τη δραχμή και έδωσε στο Γιαννάκη την εφημερίδα. Έκαμε την πονηρή σκέψη, να δώσει στο μικρό την ΑΥΓΗ, μια που η εφημερίδα, λόγω του πολιτικού προσανατολισμού που είχε, διέθετε περιορισμένη κυκλοφορία.
Ακόμα και όσοι τη ζητούσαν, έκαναν πρώτα τον έλεγχο της γωνίας, οπτικά, βεβαιωνόταν ότι δίπλα ή απέναντι δεν υπήρχε κάποιος με καπαρντίνα, να προσποιείται ότι διαβάζει εφημερίδα, ή δεν παίζει με κάποια κλειδάκια ή αλυσίδα στο χέρι και μετά ζητούσε την ΑΥΓΗ, χαμηλόφωνα, έως εμπιστευτικά.
Όμως, ό,τι προφυλάξεις κι αν έπαιρνε κανείς, η Ασφάλεια θα τον κατέγραφε στα αρχεία της. Δεν μπορείς να διατηρείς, ούτε περίπτερο στο κέντρο της πόλης, αν η συνεργασία σου με τις αρχές Ασφαλείας, δεν ήταν άψογος!
Παρακάμπτοντας αυτή τη λεπτομέρεια, που αφορά τους ενήλικες, ο Γιαννάκης πήρε την εφημερίδα, αμέριμνος και χαμογελαστός και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Χρειάστηκε να περάσουν δυο δεκαετίες, για να πληροφορηθεί από «δικό του», που είχε πρόσβαση στο φάκελό του, πως το όνομά του βρίσκεται στον κατάλογο εκείνων που προμηθευόταν την ΑΥΓΗ.
Ίσως, αυτό του κόστισε και τη δυσμενή τοποθέτησή του, κατά τη στρατιωτική θητεία του, σε ακριτική παραμεθόριο περιοχή. Όμως, η ιστορία δεν τελειώνει με την αγορά της εφημερίδας. Χρειάστηκαν κάποιες δεκαετίες, επίσης, για να εξηγήσει τον τρόμο και την αγωνία του πατέρα του, όταν του έφερε σπίτι την ΑΥΓΗ.
Εκ των υστέρων αξιολόγησε τις ερωτήσεις του πατέρα του, με το φόβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του: «Από ποιο δρόμο γύρισες στο σπίτι;», «Σε είδε κανείς γνωστός, με την εφημερίδα στο χέρι;», «Ήταν όλα τα μαγαζιά στη γειτονιά κλειστά, όταν μπήκες στο σπίτι;».
Τις προάλλες, μεσημεράκι, ο Γιαννάκης είπε να βγει για καφέ και να διαβάσει τον τύπο. Πήρε την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Είχε και πέντε – έξι άλλα περιοδικά ως ένθετα, μέσα στο πλαστικό περιτύλιγμα.
Γύρισε τη δέσμη της εφημερίδας έτσι ώστε ο τίτλος να είναι από κάτω και να μη διαβάζεται από τους περίεργους.
Είπε και στον περιπτερά, δυνατά, ώστε να ακουστεί από τους γύρω: «Μου δίνετε μιαν ΑΥΓΗ;». Έβαλε την ΑΥΓΗ απ’ έξω, έτσι ώστε να φαίνεται και να διαβάζεται καθαρά ο τίτλος, καλύπτοντας την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και απομακρύνθηκε. Δεν ξέρεις ποτέ ποιος σε παρακολουθεί …