Έχουμε ανάγκη από λέξεις για ν’ αγαπάμε, να φτιάχνουμε δεσμούς επικοινωνίας, δεσμούς αγάπης, δεσμούς ανθρωπιάς. Έχουμε ανάγκη από λέξεις καθαρές για να αντλούμε από το παρελθόν και να αντικρύζουμε καθαρότερα το μέλλον.
Λέξεις φυσικές, που μας βοηθούν να διαβάζουμε την ιστορία, την ιδιοπροσωπία μας, την πολιτισμική μας ταυτότητα. Λέξεις διαποτισμένες με αισθήματα και σκέψεις ανθρώπων, που έδωσαν φωνή στον πόνο, στο φόβο αλλά και στη χαρά, που σήκωσαν αγώνες και αγωνίες αιώνων.
Έχουμε ανάγκη από λέξεις για να ζούμε και να υπάρχουμε. Αυτές οι λέξεις κάποτε συντρίβονται.
Τις λέξεις αυτές, που αντιστέκονται στην καταδρομή του χρόνου, έρχεται να περισώσει η Ευαγγελία Πετρουγάκη στο τερπνό και χρήσιμο άμα βιβλίο της, με τον τίτλο Τα ελληνικά της Κρήτης, που εδώ και λίγο καιρό κυκλοφορεί ανάμεσά μας.
Το ευσύνοπτο βιβλίο με τα δεκατέσσερα αυτοτελή κείμενα μας ξεναγεί στο πλούσιο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα με την προφορική παράδοση των χιλιάδων χρόνων. Στο ύφος και στο ήθος μιας άλλης εποχής.
Η συγγραφέας ξεκινά από την εποχή της Ενετοκρατίας στην Κρήτη, στέκεται στην «Κρητική Αναγέννηση» με τα μεγάλα έργα που καταξιώνουν τη γλώσσα (η γλώσσα του Ερωτόκριτου, σύμφωνα με τον Σεφέρη, ήταν «η τελειότερα οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ο μεσαιωνικός και ο νεότερος ελληνισμός»), και περνά στη νεότερη εποχή. Αναφέρεται με σεβασμό στους λεξικογράφους της κρητικής διαλέκτου και στη σπουδαιότητα της τελευταίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στα πολλά αρχαϊκά στοιχεία, στο λεξιλόγιο, στη μορφολογία και στη σύνταξη.
Πρόκειται λοιπόν για μια ακόμη μελέτη του κρητικού γλωσσικού ιδιώματος; Κατηγορηματικά, όχι! Γιατί η Πετρουγάκη με την πλούσια διδακτική και ερευνητική πείρα, μεταπηδά, με τρόπο εξαιρετικά εύστοχο, από τη θεωρία στην πράξη. Εστιάζει σε συγκεκριμένες λέξεις, διαβάζει πάνω σ’ αυτές την ιστορία της γλώσσας, την ιστορία του τόπου μας και σχολιάζει την εκφραστικότητά τους. Δέστε, για παράδειγμα, τις θησαυρισμένες λέξεις για το αίσθημα που προκαλεί το κρύο στον ανθρώπινο οργανισμό: εργώ, αποτζιτζικώνω, ξετουρτουρώνω, συρριγώνω, μαργώνω, καβδουκιάζω.
«Είναι σα να βλέπει κανείς τα ρήματα αυτά να κατεβαίνουν πιασμένα χέρι-χέρι με τους βαθμούς του Κελσίου, την κλίμακα του θερμόμετρου (…]», σχολιάζει. Ή εκείνες που σημαίνουν τις καιρικές μεταβολές: δροσολογά, κνησαρίζει, βρεχουλίζει, κάνει σύγκλυση, ρίχνει αστροπελέκια, κοκκοσαλίζει. Η συγγραφέας εντυπωσιάζεται από την πλαστικότητα, την ποικιλία, τη μουσικότητα της γλώσσας αυτής (θωρού, θωρούν, θωρούνε, θωρούσι, θωρούσινε) και τη δυνατότητα λογοτεχνικής εκμετάλλευσής της.
Αναδεικνύει συστηματικά την ομορφιά, την εκπληκτική πολυσημία της γλώσσας αυτής, το καθαρό μέταλλο με το οποίο οι λέξεις ακονίζουν την ευαισθησία και γονιμοποιούν τη σκέψη μας. Στέκεται σε λέξεις που απηχούν κοινωνικά αξιακά πρότυπα, όπως οι λέξεις «μπραγός» και «καλοπόταγος», ανιχνεύει την καταγωγή τους στην κλασική γραμματεία μας, στα εκκλησιαστικά κείμενα, στην Κρητική Αναγέννηση, και σημειώνει τις σημασιακές αλλαγές στο άνυσμα του χρόνου.
Όμως τη γραφή της Πετρουγάκη διακρίνει η σεμνότητα. «Δεν θα ήθελα να θεωρηθεί πως, με όσα αναφέρω, προσπαθώ να ανακηρύξω τη γλώσσα μας ως ύψιστη αξία και ως δημιούργημα ενός περιούσιου λαού», μας προλαβαίνει.
Μέσω των λέξεων επιχειρεί καταβυθίσεις στην ιστορία και μάλιστα σε άγνωστες πτυχές της καθημερινότητας ανθρώπων περασμένων εποχών, διασώζει αξίες ζωής. Ταξιδεύοντας, για παράδειγμα, στην πάλαι ποτέ κραταιά Βυζαντινή αυτοκρατορία, μας οδηγεί σε ανάκτορα και παλάτια αλλά και σε σπίτια φτωχικά, προκειμένου να αλιεύσει λέξεις σχετικές με τη μαγειρία, τη μαγεριά και τα μαγεροψήματα. Οι λέξεις, μέσα στην ευφάνταστη αφήγηση, ανοίγουν σαν τριαντάφυλλα και μιλούν.
Άλλοτε αναλαμβάνουν να προσδιορίσουν το χρόνο (αξημέρωτα, αποδιαφώτιστα, βαθιάν αυγή, ηλιοδόσματα, ταχιά-ταχιά, την ταχινή, όντε ροδίζει η μέρα) κι άλλοτε -σε μια από τις καλύτερες στιγμές τους- να ονοματίσουν την κρητική χλωρίδα και να αποκαλύψουν την καταγωγή τους: ο αγγέλαμος, μαθαίνουμε, κατάγεται από τον δωρικό αγελαμαίο (αυτόν που ανήκει στην αγέλη), ο αβόρατος από το βιβρώσκω (τρώγω), ο άγγρουστας είναι η αρχαία άγρωστις, ο άρτηκας ο αρχαίος νάρθηξ, ο απούρανος από το αρχαίο απήρυνος, η ασφεντιλιά από τον ασφόδελο, το αχινοπόδι από το εχινόπους (εχίνος + πους = το πόδι του αχινού) και τόσα άλλα.
Η συγγραφέας στέκεται με ιδιαίτερη συμπάθεια στις «όμορφες» λέξεις που εκφράζουν το σεβασμό και συνδυάζουν το ελληνικό ιδανικό, την αρετή με την ομορφιά:
Θαμάζομαι οντέ περνάς πώς δεν αθούν οι ρουγες
Και πώς δε γίνεσαι άγγελος με τα’ ανοιχτές φτερούγες.
Πρόβαλε στο παράθυρο με το χιονάτο χέρι,
κρουσταλοβραχιονάτη μου,
να δει ο ήλιος κι άλλο φως, άσπρο μου περιστέρι.
Οι λέξεις όμως θα διασώσουν και τα ανθρώπινα δεινά, όπως τα κρυγιορέματα (κρυγιός + ρεύμα), την κεφαλαργιά, το ξενέφρισμα, την πόντα, το μύσμα, τον μαλάθρακα, τον τσίτο, τη μουρνιά και την πανώγλα, τους αγκουτσάκους και την κατσίβερη αλλά και της γητειές με τις οποίες οι άνθρωποι τις πολεμούσαν.
Αλλά οι λέξεις δεν είναι ποτέ φθόγγοι α-νόητοι. Ξυπνούν εικόνες και συνήθειες αλλοτινές, όπως η λέξη «μουζούρι» που ανασταίνει τον πατέρα στη μέση του αλωνιού, δίπλα στο σωρό του σταριού, να χαράσσει ένα κύκλο γύρω και στη μέση ένα μεγάλο σταυρό, να παίρνει στη χούφτα του καρπό από το σωρό, να τον ασπάζεται και να τον αφήνει να πέσει πάλι στη γη ως σπονδή ευχαριστίας προς την «ζείδωρον άρουραν» για την προσφορά των πολύτιμων δώρων της, των «μουζουριών» του σταριού. Οι λέξεις δίνουν μαθήματα ήθους μιας άλλης εποχής.
Τα πολύτιμα μαθήματα, χωρίς ίχνος διδακτισμού, αρδεύονται με τρόπο φυσικό από τις παιδικές μνήμες, τις αφηγήσεις των γερόντων, τις λαϊκές δοξασίες. Δέστε την ιστορία της γιαγιάς που ξετυλίγεται με τον «γκάρδιο» του αργαλειού:
«Ε!… Όντεν ήμαστανε δα και ’μεις κοπελοπούλες, εφαίναμε στ’ αργαστήρι αμοναχές μας όλα τα προυκιά μας. Κι άμα ’θελα ξυφάνομε, ερρίχναμε στο δώμα το γκάρδιο για να δούμε ποιο δα πάρομε. Κι όποιο όνομα εγροικούσαμε την ώρα που ρίχναμε το γκάρδιο, έτσα λέει, ’θελα λένε το ντελικανή που δα παντρευτούμε […].
Και δέστε την ευαισθησία του σχολιασμού της Πετρουγάκη: «Κι αλήθεια, πώς να μη γνωρίζει ο γκάρδιος το μέλλον της νεαρής ανυφάντρας, που και η δική της καρδιά χτυπά τόσο κοντά του (…)».
Βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα πλάι στα μαθήματα. Τα τελευταία πλουταίνουν και από την ευρύτατη διακειμενικότητα της γραφής, αποτέλεσμα μόχθου και γνώσης πολλής. Γιατί στη γοητευτική αφήγηση εμπλέκονται ο Όμηρος με τον Κορνάρο, ο Σαχλίκης με τον Πτωχοπρόδρομο, ο Αριστοφάνης με τον Πλάτωνα και τον Ηρόδοτο, ο Πίνδαρος με τον Θουκυδίδη και τον Αριστοτέλη, ο Καζαντζάκης με τον Σεφέρη και άλλοι πολλοί. Κι ακόμη το ριζίτικο με τις μαντινάδες -αυτές τις υπέροχες μαντινάδες- η γλώσσα της Γραφής με το τοπικό ιδίωμα.
Τι επιδιώκει η συγγραφέας με όλα αυτά; Νομίζω ότι επιθυμεί, μέσα στην αξιακή μας κρίση, σε καιρούς ξηρασίας, να μας εφοδιάσει με καθαρό, δροσερό νερό, να μνημειώσει την ομορφιά. Να περισώσει αξίες που χάνονται. Να δείξει ότι η γλώσσα, που σηκώνει το βάρος αιώνων, μας ενώνει με τις αξίες αυτές.
Η στάση της αυτή κρύβει, ωστόσο, κάτι βαθύτερο: σκύβοντας η Πετρουγάκη πάνω στις λέξεις, τονίζει πρωτίστως τη σοφία και την αυτάρκεια ενός κόσμου και εντοπίζει στην κοινωνία αυτή το αρχέγονο κοίτασμα της αυθεντικότητας και της αγνότητας ενός λαού. Αποδεικνύει ότι η γλώσσα υπερβαίνει τον ατομοκεντρικό πολιτισμό μας, τον κατακερματισμό της σκέψης. ότι οδηγεί σε μια φυσική ολότητα που γεννά την ευδαιμονική αίσθηση ενός ενοποιημένου κόσμου. «Εξ ενός πάντα και εκ πάντων Εν».
Μέσω της περιπλάνησης στα τοπία των λέξεων η συγγραφέας καταδύεται στα έγκατα του εγώ, επανασυνδέεται με την αρχέγονη εσωτερική φύση μας, διαμορφώνει μια νέα αντίληψη για τον κόσμο.
Η επιστροφή της (που δεν είναι απλώς μια νοσταλγία του γενέθλιου τόπου) έχει σκοπό βαθύτερο και παρέχει όχι τόσο στοιχεία προσδιορισμού μιας συλλογικής ταυτότητας όσο στοιχεία αυτοπροσδιορισμού της ίδιας και του τρόπου με τον οποίο θεάται τον κόσμο. Στοιχεία αυτοπροσδιορισμού της ύπαρξης.
Γιατί, καθώς το παρελθόν γίνεται «το παρόν του μέλλοντός μας», όπως ωραία έγραψε ο Χριστόφορος Λιοντάκης, μεταμορφώνεται σε μια δύναμη που μπορεί να επαναπροσδιορίσει την αλλοτριωμένη ταυτότητά μας, να εγγυηθεί το σεβασμό της ιδιαιτερότητας μέσα στην ολότητα και την ισοπέδωση. Η συνάντηση με το παρελθόν είναι η επαφή με το άχρονο και το έγχρονο ζήτημα της ύπαρξης, όπως το όρισε ο φωτεινός Ηράκλειτος.
Έχουμε, πράγματι, ανάγκη από λέξεις για να υπάρξουμε.
*Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι φιλόλογος