Αρχές της δεκαετίας του 1960, χωρίς να το καλοσκεφτείς, γιατί ήσουν νέος, κρέμασες τη σκαλίδα στο δέντρο και απελπισμένος όπως ήσουν από την τυρανισμένη ζωή στο χωριό, έβαλες στον εαυτό σου το δίλημμα: Να μεταναστεύσεις σε καμιά φάμπρικα της Γερμανίας, χωρίς να λογαριάσεις ότι αν γυρνούσες μετά από κάμποσα χρόνια θα ήσουν γερασμένος πριν την ώρα σου από τη δουλειά και την ξενιτειά; Ή να βοηθήσεις στην ανοικοδόμηση της Αθήνας και των άλλων μεγαλουπόλεων; Πάλι δε σκέφτηκες ότι θά’χεις αφεντικά, θα δουλεύεις σαν το σκύλο από το πρωϊ μέχρι το βράδυ στις οικοδομές και θα ξεχαρτίζεις στην καλύτερη περίπτωση κάποιο θυρωρείο ή κανένα δυαράκι σπιρτοκούτι, “σήκω εσύ, να κάτσω εγώ”. Σε παρέσυρε η γραβάντα και η καμπάνα το παντελόνι του λιμοκοντόρου, το “τί και το τώρα” και κατά τα άλλα “μεροδούλι μεροφάϊ῾
Αυτοπαγιδεύτηκες, αστικοποιήθηκες και εσύ και τα παιδόγγονά σου, έχασες την ελευθερία σου, ψήνεσαι στο ζουμί σου καθημερινά και μανταλοκλειδωμένος έχεις στήσεις καραούλι στους κλέφτες και τους μπαταξήδες, με την καραμπίνα και τις σιδεριές στα πορτοπαράθυρα, θα σαπιθείς στον καναμπέ και στο χαζοκούτι.
Τώρα όμως αυτά δεν περνάνε στον κορωνιό, τα κάτεχες επεράσανε, σ’ έχει στήσει στον τοίχο ο κορωνιός, τά’χεις κάνει στο παντελόνι, κι ούτε σου δίνει περιθώριο να διαλέξεις “γι γαμπρός, γι μακαρίτης”, αλλά “μἀζευέ τα και πάμε῾. Το μόνο που κάνεις είναι “να φτύνεις στον κόρφο σου” μακριά από μένα και να κάνεις το σταυρό σου.
Πόσα χρόνια έχεις να πας στο χωριό, ν’ ανάψεις ένα κερί στον τάφο του πατέρα σου και της μάνας σου; Ακόμα σε περιμένουν τα σοκάκια, οι αλάνες, οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι, όλη η φύση, που έχεις στερηθεί τόσα χρόνια και το μισογκρεμισμένο σαλέ (ορεινό σπιτάκι) του πατέρα σου, που είναι κρυμμένες όλες οι αναμνήσεις και τα όνειρα των παιδικών σου χρόνων, αν δεν τό’χεις πουλήσει, ή αν δεν σου τό’χουν φάει.
Άκου λοιπόν μια ιδέα, που αν ήταν άλλος δεν θα σου την έλεγε: Όπως πήρες των ομμαθιών σου και έφυγες, γύρισε στην Ιθάκη (αν σε παίρνει) ριτόρνερα … σιγοτραγούδησε το ωραίο τραγουδάκι, “με το βουνό θα γίνω φίλος και με τα πεύκα συντροφιά … ”, σοβαρός πια και με καντάρι τις εμπειρίες. Το πιο σοβαρό, ο κορωνιός δεν έχει μάθει το δρόμο για το χωριό, γιατί δεν έχει ψαχνό, ούτε χοντρή μπουκιά, εκτός αν του τον έχει δείξει κανείς ζαμανφουτίστας ή απρόσεκτος, αλλά και πάλι πού θα σε βρει στη φύση;
Νά ‘χεις υπ’ όψη σου ότι το χωριό, “με την απουσία ανθρώπων” το έχουν καταλάβει αλεπούδες, νυφίτσες, κοράκια, γάτες και γυρεύουν να βρουν κανένα γέρο, να τους δώσει ένα κομμάτι ψωμί, να το φάνε να μην ψοφήσουν από την πείνα. Αφού λοιπόν μεταπιάσεις λίγο το σαλεδάκι, άμα πάρεις ένα γάϊδαρο του χεριού σου από τσ ‘ατζιγκάνους, ένα πρόβατο ή αίγα, μια όρνιθα, ένα κουνέλι κι ένα σκαλιστήρι (για να φυτεύεις ένα μαρούλι, ένα κρεμμύδι κι ένα χόρτο) γίνεσαι βασιλιάς, ούτε του παπά να μην το πεις.
Μην είσαι βλάκας, θυμάσαι πριν ένα δυο χρόνια είχε συζητηθεί από τους διαφεντευτές αυτού του τόπου, ότι θα λύσουν το πρόβλημα της ερημοποίησης της υπαίθρου, με το να εγκαταστήσουν στα χωριά μαύρους, κόκκινους, κίτρινους μετανάστες πριμοδοτώντας τους με λεφτά, σπίτι και χωράφια; Να η ευκαιρία να μπεις σ’αυτό το πρόγραμμα και αφού είσαι ντόπιος μετανάστης θα προτιμηθείς. Και δημαρχιλίκι μπορείς να διεκδικήσεις, αν είσαι ξύπνιος, γιατί ήσουν τόσα χρόνια στο κέντρο της εξουσίας και τα ξέρεις πιο καλά και από πρώτο χέρι.
Τάξε λαγούς με πετραχήλια της γυναίκας σου, μπας και την πείσεις να σου κλουθά.
Την καραμπίνα μην ξεχάσεις, όχι για τους κλέφτες αλλά για τα θηράματα.
Ουφ … ενημέρωσέ με σε παρακαλώ, τί απόκαμες.
* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής