Εκεί που ο αγώνας για επιβίωση ήταν ανελέητος, εκεί που νομίζαμε ότι τα είχαμε όλα, ενώ μας έλειπαν όλα, είχαμε έναν προοδευτικό, αριστοκράτη, μεγαλοκτηματία, δάσκαλο και προκειμένου να περάσει τις ιδέες του, εφάρμοζε στο σχολείο καινούργιες μεθόδους και πρακτικές.
Τέλος της δεκαετίας του 50 μάζεψε καμιά εικοσαριά παιδιά δεκατριών, δεκατεσσάρων και δεκαπέντε χρόνων και ίδρυσε τον προσκοπισμό. Αφού κατάφεραν να μας ντύσουν ειδικά εμένα, που ήμουν κοντός και λίτζερος και με κάτι καπελέτες σαν τους καουμπόηδες, μας έδωσαν κοντάρια, πιο ψηλά από εμάς (μέσα άμυνας, επίθεσης, εργαλεία για χρήση). Χρειάστηκαν πολύ λίγα μαθήματα, γιατί ο προσκοπισμός απευθύνεται στην ύπαιθρο και εμείς ήμαστε ξεφτέρια.
Πρώτη μεγάλη τριήμερη εξόρμηση για την κατάκτηση του Έβερεστ (της Δίκτης) μέχρι τα 2.000 μέτρα. Οι εντολές ήταν: Συγκατάθεση των γονέων και γερά παπούτσια (πολυτέλεια οι κάλτσες). Επειδή ένα μουλάρι δεν σήκωνε τη σκηνή και λοιπές αποσκευές για μια κατασκήνωση, διέθεσα εγώ ένα μικρόσωμο, πεισματάρη, μπαμπέση γάιδαρο που είχαμε, κακό και απρόβλεπτο ζωντανό, ό,τι πρέπει να τονε ντύσομε και πρόσκοπο. Μια καλοκαιρινή ημέρα… τίποτα στον κόσμο δεν μας σκιάζει… φτιάξε μια καντηλίτσα… στο πρώτο του ταξίδι παιδιά… με αποφασιστικότητα, κέφι και χαρές ξεκινήσαμε να καταλάβομε το Τεπελένι.
Πρώτη στάση στο Καθαρό 1.100 περίπου μέτρα, στο χάνι του Κουτουλάκη, φάγαμε, ήπιαμε, πήραμε νερό και ξεκινήσαμε για την κατάκτηση των Ιμαλαϊων από τη μεριά της Ιεράπετρας, που είναι πιο προσιτή η Δίκτη. Βράδυ πια φτάσαμε σε μια πευκόφυτη περιοχή, σημείο προορισμού. Σε λίγο χρόνο είχε στηθεί η σκηνή, είχαν βγει οι σκοπιές και οι περιπολίες, είχε μοιραστεί το φαγητό και ο κυρ Μέντιος της Βασιλειάδου ήταν δεμένος στο πεύκο μπροστά στη σκηνή, για τυχόν απρόβλεπτα. Το μουλάρι με τον κύριο που το συνόδευε είχε φύγει για κάποιο χωριό.
Το πρωί με το σάλπισμα, όλοι έτοιμοι για αναφορά και πρωινό, ενώ ο γάϊδαρος έσκαβε με τα μπροστινά πόδια, για να βρει φαγητό και νερό, έτοιμος να πάρει φόρα, να κόψει το σκοινί και να φύγει. Κανείς δεν σκέφτηκε για τη στοιχειώδη φροντίδα του ζώου, παρά την προσφορά του. Ο αρχηγός μού υπέδειξε την κατεύθυνση προς ένα σχετικά μακρινό χωριό, για λίγο φαγητό του ζωντανού.
Μπροστά εγώ και πίσω το ζώο μέσα στο πευκοδάσος, στο πουθενά, στο άγνωστο μέρος, πιστός στην κατεύθυνση που μου είχε δοθεί και βάζοντας σημάδια, πέτρες, ξύλα και διάφορα άλλα, κατάφερα, παρά την ηλικία μου, ράκος από τον φόβο μου, να βγω στο ξέφωτο και να αντικρύσω το χωριό «Χριστός».
Κανείς δεν είχε να μου δώσει άχυρα και νερό για το ζώο, μόνο ένας που τον γνώριζα, γιατί έφερνε και πουλούσε δίκταμο στο χωριό. Ξεγλωσσισμένος, κατάφερα να γυρίσω στον καταυλισμό, με το μυαλό μου πάντα στα σημάδια που είχα βάλει, όπου μας υποδέχτηκαν καταμεσήμερο με χειροκροτήματα.
Η επόμενη μέρα επισκιάστηκε από το θαυμασμό που νιώσαμε, για τον ηρωϊσμό του αρχηγού, όταν μας έδειξε τον γκρεμό που έπεσε, προκειμένου να γλυτώσει από τους Γερμανούς το ’40 και κρατήθηκε από ένα δέντρο. Μεγάλος πια, έμαθα πόσο ευφάνταστος ήταν ο δάσκαλος.
Την τελευταία βραδιά, μας τη φύλασσε ένας δαιμονισμένος αέρας, που γκρέμισε τη σκηνή και πήρε τα πάντα. Ευτυχώς δεν έπαθε κανείς τίποτα. Κάθε μισή ώρα γινόταν καταμέτρηση, μήπως είχε πάρει κανέναν ο αέρας. Ο προορισμός μας εξετελέσθη. «Έσο έτοιμος» είναι ένα παγκόσμιο ρητό, που θυμίζει ότι ο πρόσκοπος είναι έτοιμος να κάνει μια καλή πράξη, να βοηθήσει. Είναι μία κίνηση παιδαγωγική που, μαζί με την οικογένεια και το σχολείο, παίζει καθοριστικό ρόλο στον ψυχισμό των νέων. Μαθαίνεις τον εαυτό σου, το περιβάλλον, γίνεσαι υπεύθυνο άτομο, οξύνεις το μυαλό σου και ανακαλύπτεις τον κόσμο πέρα από τις σχολικές αίθουσες.
Ουφ… ευτυχώς που δεν ψόφησε το 4Χ4 (ο γάΙδαρος), γιατί θα ‘χα κακά ξεμπερδέματα με το σπίτι.
* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι Συν/χος καθηγητής