Κάποιες ειδήσεις πραγματικά τρομάζουν και στεναχωρούν αναμφίβολα όλους! Διαβάζοντας τα στατιστικά στοιχεία όπως αυτά ανακοινώθηκαν πρόσφατα από το Παρατηρητήριο Αυτοκτονιών, ο αναγνώστης λυπείται.
Η υπεύθυνη αυτή υπηρεσία καταγραφής της οργάνωσης ‘Κλίμακα’, ένας κοινωνικός φορέας με εμπλοκή και δραστηριότητες που αποσκοπούν στην διάθεση υπηρεσιών ψυχικής υγείας και στην υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής ενσωμάτωσης μερικών ευάλωτων ομάδων πληθυσμού, κατέγραψε κάπου εξακόσιους θανάτους από αυτοκτονία από το έτος 2020 έως το 2022, αναφέροντας ταυτόχρονα αύξηση του συγκεκριμένου αριθμού κατά 25% συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, με την υποσημείωση ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο αριθμός είναι μεγαλύτερος του αναφερόμενου.
Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, αρκετά συχνά ακούμε τη φράση πως περνάμε δύσκολες μέρες και έχουμε μπροστά μας δύσκολους καιρούς. Ίσως σε αυτό να συμβάλλουν γενναία τα δελτία ειδήσεων όπως παρελαύνουν καθημερινά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες.
Πανδημία κορονοϊού, μεταναστευτικό ζήτημα, πόλεμοι με πολλά θύματα στη γειτονιά μας, οικονομική ανέχεια των περισσοτέρων οικογενειών, βρίσκονται στο υπόβαθρο όλων αυτών των δραματικών γεγονότων. Στο άμεσο κοινωνικό μας περιβάλλον, έχουμε την αίσθηση πως μας απειλούν κίνδυνοι ορατοί και αόρατοι.
Μας κατακλύζουν σχεδόν καθημερινά κακές ειδήσεις. Δολοφονίες, πολυποίκιλες βιαιότητες και κακοποιήσεις ειδικά μικρών παιδιών και ανηλίκων, ολοένα και αυξανόμενες γυναικοκτονίες σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας, φαίνεται δυστυχώς πως σημειώνουν αύξηση συγκριτικά με προηγούμενες εποχές, ενώ ανάλογες είναι και οι καταδίκες και φυλακίσεις των δραστών.
Στο πέμπτο και υποτίθεται μη πολιτικό μυθιστόρημά του, ‘Ο κόσμος έξω’ (‘Wer einmal aus dem Blechnapf frisst’, ή για την αγγλική γλώσσα ‘Once A Jailbird’, 1934) ο Χανς Φάλαντα δέχθηκε σφοδρή επίθεση για την συμπαθητική απεικόνιση των καταδίκων. Αυτό το ζοφερό μυθιστόρημα δεν αναφέρεται απλώς σε φυλακισμένους και πρώην κατάδικους, αλλά χρησιμοποιεί ένα κοινωνικό θέμα τυπικό του Φάλαντα, σατιρίζοντας με λεπτή κριτική τη Νέα Γερμανία του Χίτλερ.
Εκδόθηκε το 1934, μόλις ένα χρόνο μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί, και έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Φάλαντα εκείνη την περίοδο μπορεί να είχε υποτάξει τις όποιες παράτολμες και επιβαρυντικές πολιτικές του απόψεις.
Ο Βίλλυ Κούφαλτ, καταδικασμένος για υπεξαίρεση και πλαστογραφία, έχει εκτίσει την ποινή του στη φυλακή και αποφυλακίζεται για να εργαστεί κερδίζοντας τα προς το ζην σε ένα χαμόσπιτο που έχει δημιουργήσει το νέο καθεστώς. Έπειτα από πέντε ολόκληρα κοπιαστικά χρόνια, χαίρεται που είναι πλέον ελεύθερος και ορκίζεται ότι μόλις αφήσει πίσω του τους γκρίζους τοίχους της φυλακής, δεν θα τους ξαναδεί ποτέ.
Όμως, ο κόσμος έξω που ονειρευόταν ο Βίλλυ δεν είναι αυτός που συναντά και οι όποιες προσπάθειές του να αναμορφωθεί παρεμποδίζονται από το στίγμα του ποινικού του μητρώου και τον κάνουν να αισθάνεται απόβλητος, ανεπιθύμητος και ακατάλληλος να συναναστρέφεται τους συνανθρώπους γύρω του. Αποδεχόμενος αυτή την άθλια μοίρα, αρχίζει να πίνει πολύ και επιστρέφει στο μόνο πράγμα που γνωρίζει καλά, δηλαδή τη ζωή του εγκλήματος.
Συνειδητοποιεί ότι δεν καταλαβαίνει τον έξω κόσμο και σύντομα επιστρέφει στο περιβάλλον στο οποίο αισθάνεται απόλυτα οικεία. Ο συγγραφέας, να πούμε με την ευκαιρία, άντλησε υλικό από τις δικές του εμπειρίες, για να δημιουργήσει τον συμπαθή αντιήρωά του, και στην πραγματικότητα να αναφερθεί για άλλη μια φορά σε όσα ήξερε αρκετά καλά, και κυρίως στο ποτό, το οικονομικό έγκλημα, την φυλάκιση και την αποξένωση από την οικογένειά του.
Έτσι, για να επανέλθουμε, παρουσιάζεται ότι η φυλακή στους σύγχρονους καιρούς δεν αποτελεί εμπόδιο στην ελευθερία και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των όποιων δραστών. Και όσο κι’ αν ακούγεται υπερβολικό, αντιπροσωπεύει τη γνωστή θεωρία ότι η πραγματικότητα είναι τόσο, μα τόσο διαφορετική, για τον καθένα μας.
Σε αυτόν τον τρόπο αντίδρασης, όπως προείπαμε, συμβάλλει η ταχύτατη σήμερα μετάδοση της πληροφορίας μέσω της τηλεόρασης, του διαδικτύου και των γνωστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία είναι πλέον προσβάσιμα ανά πάσα στιγμή σε όλους. Όμως η επιστήμη της Ψυχιατρικής έχει την δική της απάντηση σε όλα αυτά.
Το κακό και το αρνητικό πάντα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και συγκλονίζει περισσότερο από το καλό και ίσως γι’ αυτό εστιάζουμε εκεί περισσότερο χρόνο, με απώτερο αποτέλεσμα άγχος, φόβο και απελπισία, ειδικά σε όσους έχουν να διαχειριστούν κάποια προσωπικά ή οικογενειακά προβλήματα
. Ο φόβος του θανάτου δείχνει περισσότερο οικείος από ποτέ, έχοντας όλοι βιώσει, έστω εκ του μακρόθεν, τις δραματικές εικόνες από τα νοσοκομεία με τους αναρίθμητους ασθενείς και τους ανάλογους θανάτους ως αποτέλεσμα των επιπλοκών του κορονοϊού.
Όμως δίπλα στο κακό, βρίσκεται πάντοτε και το καλό! Μπορεί με όλα τα παραπάνω να αναστατωνόμαστε αρχικά, αλλά με την ταχύτατη μεταφορά της πληροφορίας μαθαίνουμε παράλληλα πράγματα που μας αφορούν, γρηγορότερα. Συζητούμε πλέον περισσότερο για τη βία των ανδρών εναντίον των γυναικών και των ανίκανων συμπολιτών μας, κάτι στο οποίο δεν προβαίναμε εύκολα στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν.
Ενημερωνόμαστε καλύτερα, επικοινωνούμε μεταξύ μας, αναδεικνύουμε καταστάσεις, τις διαχειριζόμαστε ικανότερα και τις κοινοποιούμε, και φυσικά ουδόλως οφείλουμε να απογοητευόμαστε, γνωστού όντος ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι σημεία αποκλειστικά των καιρών αλλά έχουν τις ρίζες τους πολύ πίσω.
Απλώς σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε λίγο περισσότερο τον εαυτό μας και έτσι οφείλουμε να τον προστατεύουμε με όσα μέσα μάς παρέχει η σύγχρονη επιστήμη!
* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι χειρουργός και διευθυντής του χειρουργικού τομέα στο ΠΑΓΝΗ