Σάββατο ξημερώματα κατέβηκα, στο κέντρο της πόλης, τούτη τη φορά. Λίγο το κρύο του Χειμώνα που ήτανε ασυνήθιστο για μας, λίγο η ασταμάτητη βροχή δεν με αφήναν να πάρω το ποδήλατο μέρες τώρα. Μού ΄χε λείψει εκείνη η ελευθερία του μικρού παιδιού που του χαρίζουν…τον κόσμο ολάκερο!

Σε καινούργιους δρόμους και πλατείες ήθελα να διαβώ, την οδό Ίδης να χορτάσω. Εκεί πια απλώνεται το μάτι και γιομίζει εικόνες ολοκαίνουργιες, καταστήματα που ξεπήδησαν πρόσφατα, μόλις πλακοστρώθηκε τούτη η νέα Πλαθιά Στράτα. Γέμισε ο τόπoς Μπεμπλετζίδικα** και μυρωδιές. Όλα κλειστά ακόμα, μόνο  τα καφεδοπωλεία ανήγανε σιγά σιγά κι ο φούρνος του Χαρωνίτη μοσχομύριζε σουσάμι καβουρντισμένο από τα πρωινά κουλούρια…

Μια κοσάρα το κουλούρι, φώναζε ο Αργύρης, ένα αγόρι ίσαμε 10 χρονών, θάταν δεν θα ΄ταν, που ΄χε φορτωθεί τον τεράστιο για την ηλικία του ξύλινο δίσκο με τους ιμάντες και τους ξεροψημένους καβουρμάδες. Ξυπόλυτο σχεδόν στο πλατύ σοκάκι.

Δυο δώσε μου, παλληκάρι μου του ‘ πα κι εκείνος πανέξυπνος έμπορας που τα μάτια του βγάζαν σπίθες, ετοιμόλογα απάντησε.

Ένα πενηνταράκι θα μου δώσεις θειά κι εγώ θα σου κάνω σκόντο και θα πάρεις …τρία κουλούρια.

Έγινε, του απάντησα, και μείναμε κι οι δυο ικανοποιημένοι με τη συναλλαγή.

Λιοντάρια παλιά

Μεμιάς είχαν αλλάξει όλα κι έστρεψα το βλέμμα μου στα Αχτάρικα. Μέσα από ένα πυκνό σύννεφο κουρνιαχτού ξεχώρισα φιγούρες γνώριμες, μοναδικές κι αξεπέραστες του Μεγάλου Κάστρου. Τα μικρομάγαζα στολισμένα όπως όπως άπλωναν την πραμάτεια τους κι ανακατεύονταν οι μυρωδιές των μπαχαρικών με εκείνες από τα μαχλέπια, τα σερπέτια και τος βρούβες του Μεγάλου Σαντριβανιού. Στον Πάγκο του Αλή σταμάτησα. Ήξερε εκείνος, πως ήθελα να παρατηρήσω ώρα πολλή πριν αγοράσω οτιδήποτε. Κοίταζα με θαυμασμό και απορία πώς τα ‘ χε στημένα όλα τα μπαχάρια. Πιπέρι, κανέλα, κανναβούρι, κεχρί, μαστίχα, ψειροκούκι….

Δυο δακτυλήθρες κινά, βάλε μου Αλή, από εκείνο που παίρνουν οι χανούμισες για να βάψω κι εγώ τα νύχια μου…

Χαμογέλασε πλατιά κι είδα πως έβαλε λιγουλάκι παραπάνω από όσο ζήτησα.

-Να σε φτάσει κυρά για όλα τα δάκτυλα.Τόσο παίρνουνε κι οι δικές μας. Δυο δεκάρες αφηκέ μου κι έχε καλή στραθιά όλη τη  μέρα.

Λιοντάρια παλιά

Στην τσάντα μου έβαλα την πολύτιμη βαφή και έκανα ένα βήμα πιο πέρα  να πάρω δυο σβηγάκια και σούστες για το φόρεμα της καινούργιας κούκλας που ετοίμαζε η Εύη  και έπεσε το μάτι μου στα πολύχρωμα κοκάλινα κουμπιά, στις παραμάνες και στις καρτσοβελόνες που ‘χα χρόνια να δω. Γύρεψα ένα μπλε βελονάκι σαν εκείνο που ‘χε η γιαγιά μου και μου μάθαινε να πλέκω σαν καθόμασταν τ΄ απογέματα στην αυλή με τις ορτανσίες της…

Στον διπλανό πάγκο του κυρ Γιάννη ήταν  απλωμένα όλα τα βότανα της Κρήτης από τα πιο μακρινά μέρη φερμένα. Κακουλέδες, μελισάνθη, λουίζα, φασκόμηλο, μέντα και ένα σωρό μικρά γυάλινα μπουκαλάκια για τα αιθέρια έλαια. Κανελλόλαδο, δαφνόλαδο, αμυγδαλέλαιο.

Ακριβώς δίπλα ήταν το μικρομάγαζο του Βαρδή του Αρμένη που ΄χε  ροδόσταμο φερμένο από την Βουλγαρία και εκείνο το πολύτιμο αιθέριο έλαιο*** που το βγαζαν από τους κέδρους μόνο και το φέρνανε από τα Κουφονησια που΄ταν απέναντι από την πόλη της  Ιεράπετρας και του πρόσθεταν λεβάντα.

Δυο μουζούρια καραμπάχι*** ζήτησα κι ο ψιλόλιγνος άνδρας, σκίστηκε να με εξυπηρετήσει.

Έχω κι ανθόνερο σήμερα, για τους λουκουμάδες. Φρέσκο- φρέσκο κυρά!

Του έγνεψα καταφατικά με το κεφάλι κι έβαλε ίσαμε 20 μουζούρια σε ένα μπουκάλι

Τελευταίος μου σταθμός ήτανε το μαγαζάκι του κυρ Ανδρέα που σε σακιά όμορφα ανοιγμένα έβλεπες εκείνη τη σκόνη την πολύτιμη για βαφή ρούχων, μάλλινων  και βαμβακερών νημάτων και χόρταινε το μάτι ομορφιά. Γαλάζιο, κόκκινο, κίτρινο στην απόχρωση του κρόκου, κόκκινο της φωτιάς, πράσινο και λουλακί…

Όλος ο τόπος γιομάτος με τέτοια μικρομάγαζα, τα αυθεντικά Αχτάρικα. Τουρκική λέξη ο αχτάρης που θα πει ψιλικατζής. Κι είχε πολλούς το παλιό Κάστρο με μαγαζάκια και πλανόδιους που δίνανε έναν αέρα κι ένα χρώμα στις πλατείες ετούτες και  δεν ήθελες με τίποτα να τους αποχωριστείς. Και πιάνανε πολλά τετραγωνικά όλοι μαζί, ίσαμε πιο κάτω από την είσοδο του Αραστά κι όλο σχεδόν το Μεϊντάνι και γύρω γύρω.

Δεν χόρταινα  να θωρώ τους μικροπωλητάδες  να  ανακατεύονταν με τους  ντόπιους Κρητικούς, Τούρκους, Αρμένηδες κι Εβραίους. Όλοι με ρούχα αλλιώτικα, ξεχώριζαν από μακριά απ΄τα καπέλα, τα σαρίκια, τους μπερέδες, ένας μεγάλος πληθυσμιακός αχταρμάς….

Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ζεϊνέμπ Χανούμ με τους μπόγους και τα καλάθια της εμφανίστηκε στο σοκάκι προσπαθώντας να πάει στην ανατολική πλευρά δίπλα στην μεγάλη πέτρινη  γούρνα να απλώσει κι εκείνη στο δικό της το πόστο τα καλούδια της. Μουρούχια στραγάλια και φρέσκα φρούτα  ήταν τα πιο πολλά από τα είδη που πουλούσε. Δίπλα της με πιο δυνατή φωνή ο πασίγνωστος τελάλης ο Χασάν Αγάς προσπαθούσε να διαλαλήσει  τις χρυσές του καδένες, τα ρολόγια  και τα δακτυλίδια που ΄χε κρεμάσει σε μια βέργα και περιφερόταν σαν στολισμένος επιτάφιος κι ας μην ήταν της θρησκείας του τούτη η λέξη και το έθιμο.

ίδης

Έβγαλα την φωτογραφική μου μηχανή κι άρχισα να τραβάω ούτε κι εγώ ξέρω με πόσα κλικ, να μαγνητίσω τις στιγμές, το χρώμα και τα πρόσωπα των ανθρώπων, να μην τους ξεχάσω…ποτέ. Όμως μέσα απ΄το φακό μου δεν είδα απολύτως τίποτα  απ΄όλα αυτά. Λες κι έγιναν ξαφνικά  αόρατα όλα…

Σήκωσα τα μάτια μου κι είδα έναν έρημο, ακόμα, δρόμο. Ελάχιστοι οι διαβάτες εκείνης της ώρας και όλη αυτή η βουή, η πολυχρωμία, οι άνθρωποι, ανύπαρχτα.

Πάλι ξεχάστηκα κι έκανα βόλτα στην Ιστορία …μόνη μου. Καφές φρεσκοκομμένος μύριζε και μπήκα στο φούρνο. Κοίταζα την πωλήτρια καλά καλά, να σιγουρευτώ πως ήταν αληθινή και ζήτησα ένα καφέ σε πλαστικό ποτήρι και θήκη για το ποδήλατο.

Κλεφτές ματιές έριχνα στο δρόμο… μάταια! Όλα στη φαντασία μου, μόνο δικά μου δημιουργήματα…

Ίσαμε την επόμενη φορά πάλι…

ΠΗΓΕΣ:

*Με το ποδήλατό μου στα γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη, 2018-19!

Απ΄όσα θυμούμαι το Παλιό Κάστρο, Μανώλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκης

 

Σημειώσεις:

** Μπεμπλετζίδικα: καταστήματα παραγωγής και πώλησης ξηρών καρπών.

Όλα τα ονόματα είναι φανταστικά. Υπήρχαν κάπου αυτοί οι άνθρωποι αλλά δεν γνωρίζει κανείς μας τα αληθινά τους ονόματα!