Μπήκε για τα καλά το φθινόπωρο, έβρεξε κιόλας πολύ, μύρισε το χώμα και καθάρισε ο τόπος. Κι αν σηκωθείς ξημέρωμα, γεμίζει κι η ψυχή με χρώμα που δεν το συναντάς καμιά άλλη εποχή του χρόνου, τόσο φωτεινό, τόσο ατόφιο, τόσο λαμπερό. Κι αφού μοιράσεις την πρώτη καλημέρα στον πέτρινο Άρχοντα της πόλης και πάρεις τις μυρωδιές της θάλασσας παρέα, ανεβαίνεις την οδό της Πλάνης, την πολύπαθη, συναντώντας δυο τρεις αγουροξυπνημένους πρωινούς, βιαστικούς ανθρώπους και εκείνους που σκουπίζουν το δρόμο η τα μαγαζιά. Και σαν φτάσεις στην πλατεία του Μεγάλου Σαντριβανιού μυρίζεις τ’ άρωμα του καφέ, της κανέλας και του ψημένου φύλλου κρούστας από το μοναδικό και ανεπανάληπτο έδεσμα της πόλης, την μπουγάτσα, που κυριολεκτικά σε συνεπαίρνει. Κι έρχονται στο μυαλό εικόνες, θύμισες, ιστορίες και σκέψεις για τούτο τον τόπο, τον αγνώριστο πια με τα χρόνια…
Κι όπως σταμάτησα να πάρω την πρωινή μου εφημερίδα, σαν να ‘κανε ένα πισωγύρισμα ο χρόνος και πήγε κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 50 κι ήταν σαν να ‘δα τον κυρ Νίκο τον Δερμιτζάκη** με την κάτασπρη ποδιά του να κουρεύει εκείνον τον Αρμένη Χριστιανό, μεγάλο σε ηλικία πια τον Γρηγόρη (δηλ. Κιρκόρ) Χοσεφπιάν, που ΄χε έναν καλό λόγο για τον καθένα.
Στο κουρείο του Καραχάλιου, στη μέση μέση της πλατείας, μπροστά σχεδόν από το δουκικό ανάκτορο, ο κυρ Νίκος κοίταζε επίμονα το ρολόι του. Ήθελε να τελειώσει στην ώρα του τον κυρ Γρηγόρη γιατί στις 13.00 ακριβώς θα ερχόταν ο Ανδρέας Καλοκαιρινός κι ήταν τόσο συνεπής και σταθερός που αν όλα δεν ήταν ζυγισμένα σωστά με το χρόνο, δεν του ‘ρχοτανε καλά, στεναχωριότανε κι έφευγε…
Κι όπως έφευγε ο κυρ Γρηγόρης, τον είδα με το ψαθάκι του να περπατά απέναντι, χάζεψα τα μαγαζιά πίσω από τ΄αγάλματα των λιονταριών τις κρήνες κι είδα όλους τους παραγιούς, τους δουλευταράδες να ΄χουν πάρει τα χέρια τους φωτιά να ετοιμάσου τούτο το γλύκισμα που ευφραίνει κοντά εκατό χρόνια πια όλους τους ντόπιους και τους τουρίστες της πλατείας…
Δυο μαγαζιά, δυο ιστορίες απίστευτες με συνταγές επτασφράγιστων μυστικών, με γεύσεις που δεν αντιγράφονται εύκολα και με ζωές ανθρώπων που τις έφεραν εδώ και που υπάρχουν ίσαμε τις μέρες μας…σα
Χαθήκαν ξαφνικά οι εικόνες οι παλιές μέσα σε μια στιγμή!
Πήρα το ποδήλατό μου και άφησα εκεί στο μικρό κομμάτι του δρόμου, μπροστά απ΄τη Βικελαία Βιβλιοθήκη, που το ‘λεγαν οι παλιοί, του Αποστόλου Παύλου, και έτρεξα απέναντι γιατί ψιχάλιζε τρυπώνοντας κυριολεκτικά μέσα στις Φυλλο…σοφίες. Η μυρωδιά της κανέλας διάχυτη πρωί πρωί και όπως κάθισα σε ένα από εκείνα τα τραπεζάκια που θυμίζουν το Ηράκλειο που χάθηκε, έστρεψα το βλέμμα μου στον μοναδικό τοίχο της… ιστορίας.
Μπήκα πάλι στην ίδια δεκαετία και ακόμα πιο παλιά κι είδα μαγαζιά και ανθρώπους και άλλα κτίρια που ΄χουν γράψει τη δική τους ιστορία στον τόπο και στα ίδια μέρη που ζω κι εγώ, κι εσείς και πατάμε σήμερα. Είδα τον Ανέστο και τον Κώστα Σαλκιντζή, τους γιους του Απόστολου, που έφτιαξε πρώτος τούτο το μαγαζί «Τα Λεοντάρια», να είναι χαμογελαστοί και ξέγνοιαστοι και να φτιάχνουν κι αυτοί κι οι άνθρωποι που δούλεψαν δίπλα τους ένα σωρό καλούδια με μικρασιάτικες συνταγές για κανταΐφι, μπακλαβά κι φύλλο μοναδικό… Αυτό το «Φύλλο»… που εξαιτίας του σήμερα ο εγγονός του Απόστολου, ο Γιάννης Σαλκιντζής, έβγαλε το μαγαζί Φυλλο… σοφίες!
Και χάθηκα στις ασπρόμαυρες εικόνες και σε εκπληκτικό μικρό μουσείο, που ΄χει το μαγαζί, μοναδικό στο χρόνο με πολύτιμα κουτάλια, πιατικά, επιστολές και έγγραφα. Σαν να ΄χουν φωνή όλα τους και λένε πως πάντα θα υπάρχουν κι ας είναι κλεισμένα σε δυο υπέροχες προθήκες. Ένας μικρός θησαυρός που γεμίζει όλους με νοσταλγία για μια εποχή, για την ίδια την ιστορία που δεν θα σβήσει ποτέ. Κι ήρθε μια κρυστάλλινη μπουκάλα με ένα ποτήρι γεμάτο πάγο, με ένα αφέψημα που ΄ταν σαν να γύρισα κι εγώ πίσω στο Χαμιντιέ…
Σιρούπ το λένε το ποτό κι είναι γλυκόπιοτο, γεμάτο βότανα σαν την αγαπημένη μου λουΐζα, σιρόπι αμυγδάλου κι ένα σωρό άλλα… Ας ήταν πρωί, η συνοδεία του με μια μερίδα ανάμεικτη μπουγάτσα με κρέμα και μυζήθρα έφτιαξε τη μέρα καλύτερα, γεμάτη πια συναισθήματα παράξενα, όμορφα και πραγματικά σιροπιαστά.
Σήμερα η βόλτα στην πλατεία είχε μια άλλη γλύκα, μιαν άλλη οσμή. Πού να το φανταστείς πως η Σμύρνη κι η Μικρα Ασία ολόκληρη είναι τόσο ζωντανή στο κέντρο της πόλης, κι αιτία είναι άνθρωποι που΄χουνε μεράκι, θύμησες και αισθητική!
Κι εκεί άκουσα τις πιο τρανές ιστορίες για τα Αχτάρικα, τα σερπετσίδικα και τα κασαπιά της περιοχής… Για τις επόμενες φόρες που θα κινήσει και πάλι το σεργιάνι στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου μας…
*Με το ποδήλατό μου, στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Μπετεινάκη Ελένη, 2017
**O Nίκος Δερμιτζάκης, κουρέας, 97 χρονών σήμερα, ζει στο Ηράκλειο.