Η δημοτική μας ποίηση διαθέτει υψηλή αισθητική ομορφιά. Προηγήθηκαν οι ξένοι μελετητές και ακολούθησαν αρκετοί δικοί μας. Σήμερα διαθέτουμε πολλές συλλογές και καταγραφές. Ανάμεσα τους μιαν  ιδιαίτερη ποιότητα έχουν τα ριζίτικα που ακόμα δημιουργούνται και τραγουδιούνται σε πολλές περιοχές,  ιδιαίτερα στην Δυτική Κρήτη.

Μια μικρή γεύση από τα τραγούδια αυτά θα σας δώσω σήμερα επιλέγοντας δύο σύντομα ερωτικά ποιήματα που δεν είναι ευρύτερα γνωστά.

Το πρώτο.

«Κόρη και νιος επαίζανε σ’ ώριο περιβολάκι

κι απού το παίξε γέλασε, που το πολύ  κανάκι,

αποκοιμήθ’ ο νιος γλυκά στσή λυγερής τς’ αγκάλες.

Σιγά-σιγά τονε ξυπνά κι αγαλιανά του λέει

Ξύπνα, το τρυγονάκι μου, ξύπνα γλυκιά μου αγάπη».

Ο ποιητής με χάρη, οικονομία και διακριτικότητα, μας περιγράφει μία σκηνή ευτοπίας. Μία ερωτική συνεύρεση σε έναν Παράδεισο, «σ’ ώριο περιβολάκι». Είναι ένας χώρος κρυφής συνάντησης. Με τα δύο ρήματα «παίξε-γέλασε» που γίνονται ουσιαστικό με το άρθρο ‘το’, δίδονται χωρίς λεπτομέρειες και περιγραφές η τρυφερότητα και το κανάκι που, επειδή είναι πολύ, ο νέος αποκοιμιέται γλυκά στην αγκαλιά της λυγερής. Είναι το μόνο που γνωρίζουμε για την ομορφιά της κόρης. Εκείνη τον δέχεται με αγάπη και, όταν η ώρα της παράνομης, προφανώς, συνάντησης περνά, προσπαθεί σιγά-σιγά να τον ξυπνήσει και τον αποκαλεί “τριγωνάκι” μου και “γλυκιά μου αγάπη”. Δεν υπάρχει ούτε μία περιττή λέξη.

Ο λόγος, η πράξη, η συγκίνηση ισορροπούν απολύτως. Ο αφηγητής και ο αναγνώστης ζουν μία τρυφερή ώρα που πιθανόν έχει εγγραφεί και στα προσωπικά τους βιώματα και λαχταρούν να τα ξαναζήσουν.

Το δεύτερο ποίημα είναι διαφορετικό, αλλά εξίσου υψηλής ποιητικής τέχνης.

«Μουδέ και μάνα μ’ έκαμε μουδέ κι αντρούς σπορά ’μαι

χρυσή τριγόνα μ’ έκαμε στου ξάγκαθου τη ρίζα,

μα ‘τον τ’ αγκάθι δροσερό κι εγοργανάθρεψέ με.

Κι επήρε μ’ ένας βασιλιάς, ένας μεγάλος ρήγας,

να μεγερεύγω να δειπνά,

να στρώνω, να κοιμάται, να στέκω να τονε κερνώ,

να με φιλεί στο στόμα».

Εδώ, αφηγητής είναι μια κόρη που αυτοσυστήνεται. Δεν είναι φυσιολογική η γέννησή της. Μας παραπέμπει σε κάποια νεράιδα, μάγισσα, Νύμφη που εμπιστεύεται μια χρυσή τρυγόνα σε μια αγκαθιά. Εκείνη είναι δροσερή και την ανατρέφει με τρυφερότητα. Χαίρεται που την διάλεξε για σύντροφο ένας μεγάλος Ρήγας.

Προσδιορίζει το ρόλο της. Μαγειρεύει, στρώνει και κερνά όρθια τον Ρήγα. Η ανταμοιβή της είναι ένα γλυκό φιλί στο στόμα.

Δεν παραπονιέται. Αποδέχεται την θέση της που είναι υπηρετική, όμως, ο αμοιβαίος έρωτας είναι ικανοποιητική αμοιβή. Ίσως να διαφωνήσουν ορισμένες σημερινές κοπέλες. Είμαι, όμως, βέβαιος ότι θα συμφωνήσουν για την ποιητική αξία του τραγουδιού. Σήμερα η ποίηση είναι προσωπική.

Όλοι οι ποιητές δηλώνουν ότι απαιτεί πολύ κόπο και λιγότερη έμπνευση. Σ’ έναν, όμως, κόσμο πιο απλό και πιο ήρεμο, αλλά με αίσθηση του μέτρου, πιθανόν η έμπνευση αρκούσε για να γραφεί μεγάλη ποίηση.

*Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος