Συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από την εκδημία του σπουδαίου μας ποιητή, μεταφραστή και πεζογράφου Χριστόφορου Λιοντάκη. Με την ευαισθησία, την ανθρωπιά  και την ποιητική χάρη του ο Λιοντάκης συνεχίζει, ωστόσο, αν και απών, να διαβάζει τον κόσμο μας, να μας στέλνει τα χαμηλόφωνα μηνύματά του με τη γλώσσα της τέχνης.

Και με σπάνια σεμνότητα να δηλώνει: Ό,τι αρνήθηκε να μπει στις λέξεις αυτές / για κάποιους άλλους είναι προορισμένο.Άλλοι σίγουρα θα διαβάσουν τον κόσμο / καλύτερα από μένα. Στο μεταθανάτιο Ένεκεν της ανωνυμίας σου διαβάζουμε τον κόσμο μας μέσα από τα γυμνασμένα μάτια ενός μεγάλου ποιητή.

Δύο χρόνια χωρίς τον Χριστόφορο Λιοντάκη
Ο Χριστόφορος Λιοντάκης διαβάζει το κείμενο του κόσμου μας*

Ένεκεν της ανωνυμίας σου, εκδόσεις «Κείμενα» 2021

Δε θα μας κρίνουν

παρά τα ασθενή,

τα πλέον ανυπεράσπιστα

του κόσμου

ΛΑΜΠΗΣ ΚΑΨΕΤΑΚΗΣ

Από Το τέλος του τοπίου (1973) έως και το Τέρμα της πλάνης (2010) ο Χριστόφορος Λιοντάκης διαβάζει ενδελεχώς τον κόσμο μας. Στην τελευταία αυτή συλλογή, όπου ο ποιητής παντρεύει, όπως το συνηθίζει, τους μύθους με τα σύγχρονα κοινωνικά άλγη, κυοφορείται, κατά την άποψή μου, το εκτενές ποίημα Ένεκεν της ανωνυμίας σου που εκδόθηκε πρόσφατα, σε μια μικρόσχημη έκδοση-κόσμημα από τις εκδόσεις «Κείμενα» του Φοίβου Βλάχου.

Στο ποίημα, που αναφέρεται στον ανώνυμο πλάνητα του σήμερα, ο Λιοντάκης συναισθάνεται ως αδελφό του τον μετανάστη, τον άστεγο, τον πρόσφυγα, τον κάθε μορφής κατατρεγμένο, τον αδύναμο, τον περιθωριακό και παραβατικό, τον δεδιωγμένο. Ο «Ανώνυμος» του ποιήματος υποδύεται πολλούς ρόλους και αφομοιώνει εν τέλει τον ίδιο τον ποιητή.

Μια «μνεία μικρή κι ασήμαντη»

Ένα υποφωτισμένο χωρίο στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο κινητοποιεί το μηχανισμό της μνήμης του ποιητή. Μετά το φίλημα του Ιούδα, όλοι εγκαταλείπουν τον Ιησού. Μόνο ένας νέος, τυλιγμένος κατάσαρκα με ένα σεντόνι, τον ακολουθεί. Τον τραβούν όμως οι άλλοι νεανίσκοι του όχλου κι εκείνος, αφήνοντας πίσω του το σεντόνι, γυμνός πλέον, ακολουθεί τον Ιησού.

Μισοειδωμένο είδωλο, «μνεία μικρή κι ασήμαντη», θα έλεγε ο Καβάφης. Ο ποιητής παρακολουθεί τώρα τον ανώνυμο ήρωά του σε μια κοινωνία σπαρασσόμενη. Περισκοπεί και ενδοσκοπεί. Το βλέμμα του, διακτινιζόμενο στο χρόνο και στο χώρο, αναζητά πίσω από τον γυμνό νέο, τον γυμνό ανθρώπινο πόνο. Και τον συναντά παντού: στο Νταχάου, στη Μόσχα, στην Πράγα, στο Πολυτεχνείο.

Η ποίησή του, συναιρώντας τόπους και χρόνους, θέτει υπό τη σκέπη της τον ανώνυμο κατατρεγμένο όλων των εποχών, καθώς η ανωνυμία του ευαγγελικού χωρίου πυροδοτεί την ευαισθησία του. Γιατί το ανώνυμο, που έχει και άλλοτε συγκινήσει τον ποιητή, παρέχει ελευθερία στην καλλιτεχνική μετάπλαση.

Με τον τρόπο του Ρεμπώ

Με τον τρόπο του Ρεμπώ, του «άγριου μυστικού», που «κάποτε είδε όσα ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε», ο ποιητής, παρακολουθεί τώρα τις πολλές ζωές της τυραννισμένης ανθρώπινης ύπαρξης.

Κάτω από τη φράση «Σε είδα», η οποία επαναλαμβάνεται ως leitmotive σε όλες τις σελίδες, ενεργοποιεί έναν αδρανή πλούτο εικόνων, ψηλαφεί τις χαίνουσες πληγές της κοινωνίας μας. «Βλέπει» τον Ανώνυμο στο δρόμο προς τη Δαμασκό να μεταστρέφεται από το μίσος στην αγάπη. στις όχθες του Νείλου να θρηνεί για έναν χαμένο έρωτα. στον Άθω να κυκλοφορεί «δια Χριστόν σαλός».

Τον παρακολουθεί στην Ιερά Εξέταση άφοβο, στην Κερκόπορτα αλλοπαρμένο, στη Σμύρνη μετέωρο. Τον ακολουθεί στα στενά, ανάμεσα στις σφαίρες του Πολυτεχνείου, στο Σούνιο, ανάμεσα στους κίονες το ηλιοβασίλεμα, στο Ζάππειο, με παγωμένα τα χέρια, στην Ομόνοια τζάνκι «με το παλτό του Ακάκι Ακακίεβιτς», στην Αρεοπαγίτου να ζητιανεύει, στον Κάβουρα να τραγουδά.

Ο ποιητής συνεχίζει, μέσω του ήρωά του, να διαβάζει τις πληγές της κοινωνίας μας στα ακατάληπτα γραφήματα των Εξαρχείων, στα «ιερογλυφικά της μνήμης», στα αραμαϊκά συνθήματα που γράφει ο Ανώνυμος.

Βλέπει τον τελευταίο «μες στου Αιγαίου τα νερά» όχι να σκορπά τριαντάφυλλα, μα «να μετρά πνιγμένους πρόσφυγες και μετανάστες». Να πλένει στο ποτάμι τις κάλτσες σε κίτρινο νερό, να δέεται «υπέρ αναρρήσεως των αιχμαλώτων». Τον ακολουθεί «στο λυπημένο καφενείο μ’ ένα ποτήρι ζεστό νερό», να σβήνει τη δίψα του θέρους με την παγωμένη καρδιά του καρπουζιού, λοιδορούμενο μέσα στον όχλο, ημίγυμνο στον αθηναϊκό καύσωνα, να παραστέκεται στις ωδίνες μιας ναρκομανούς, να θεραπεύει το τραύμα της Ύβρης του καιρού μας.

Τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου

Ο Λιοντάκης συγκλονίζεται στη θέαση του ανυπεράσπιστου, του «υποχείριου της καλοσύνης του» ήρωα, με «την ώχρα του γκρεμού» στο πρόσωπό του. Καταργώντας την έννοια του χρόνου και του χώρου, οδοιπορώντας στο δρόμο των ανθρώπινων παθών («σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό / τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου»), βρίσκει τον ανώνυμο ήρωά του να μοιράζει προκηρύξεις το ’67 «μέσα σε συλλήψεις και κυνηγητά», τον βλέπει μετανάστη («έντρομο ζώο μπροστά στον κρυμμένο κυνηγό»), να χαϊδεύει νήπια και να τους μιλά, τον θαυμάζει να χαϊδεύει λεπρούς κι ο Τσε Γκεβάρα να του χαμογελά.

Με την ποιητική του οξύνοια και ευαισθησία ο ποιητής τον εντοπίζει «στην άκρη μιας ξεχασμένης αγιογραφίας», «πίσω απ’ το βράχο σαν αίνιγμα», να έχει βάλει «ενέχυρο την τρυφερότητά του». Τον συναντά με τη μορφή του Αγίου των ταπεινών Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «φιλέορτον σε ναΰδρια ξεχασμένα», «βουτηγμένο στο πένθος αλλά και με ερωτικά σκιρτήματα», ή «σ’ ένα υπόγειο με ένα τόσο δα παραθυράκι», απ’ όπου «ανέτειλε» το πρόσωπό του μ’ ένα χαμόγελο  σαν να ’βλεπε τον Παράδεισο».

Ο ποιητής λοιπόν, με την ευρυχωρία που του παρέχει ο «Ανώνυμος», αγκαλιάζει όλα τα «πάθια» του καιρού μας. Εκκινώντας από το ελάχιστο αόρατο, ψηλαφεί τους «μώλωπες και τους καύσωνες της ανθρώπινης ψυχής», επιμένει να μεταμορφώνει «το ανόσιο σε όσιο», να καταργεί «την εξουσία του κάθε ανόητου», να σβήνει τις προσβολές που δέχονται οι αδύναμοι και ταπεινοί.

Ο «Ανώνυμος» είμαι εγώ

Το γυμνασμένο στην ευαισθησία βλέμμα του ποιητή, διακτινιζόμενο στο χρόνο, στο χώρο, στο πυκνόφυλλο δάσος του γυμνού ανθρώπινου πόνου, πολλαπλασιάζεται («όλα τα πρόσωπα να είναι εσύ») και ο Ανώνυμός του αφομοιώνει εν τέλει τον ίδιο. Όπως οι ζωγράφοι της Αναγέννησης, τοποθετεί διακριτική την αυτοπροσωπογραφία του μέσα στον κατοπτικό αυτό πίνακα της ανθρώπινης οδύνης.

Είναι κι αυτός ένας ανώνυμος της ζωής. Τον βλέπουμε μικρό παιδί, «Μεγάλη Πέμπτη, στα μισά των Δώδεκα», να κουβαλά από το σπίτι στην τσέπη του παλτού του «αναμμένα κάρβουνα, για το θυμιατήρι στην εκκλησία / που είχε σβήσει» (σ. 12). Μαθητή στο Ηράκλειο «να περιγράφει το μπούλιγκ «στο οικοτροφείο / της οδού Έβανς» (σ. 22 ). Αργότερα στην πρωτεύουσα φοιτητή «νύχτα με βροχή», να περπατά πάνω κάτω «στην ταράτσα της Θέωνος / με θέα την Ακρόπολη» (σ. 22 ).

Πίσω λοιπόν από την επαναλαμβανόμενη φράση «Σε είδα» βλέπουμε τον ποιητή απαθή «στα δρώμενα της αγοράς», «αιρετικό στα καθημερινά δόγματα», να «ανέχεται τους παραβάτες», να «ποντάρει στους αδύναμους», μαχητικό και αμφισβητία, «μαγεμένον μπροστά στην αναρχία του μικρόκοσμου».

Τον συναντάμε «βορινά των Αστερουσίων, στον Σκινιά» να πενθεί τον αυτόχειρα πρόγονο. στους Δελφούς να παίρνει «το λοξό μονοπάτι του χρησμού», αναζητώντας απαντήσεις στα αναπάντητα του βίου. «ανθονόμο» να διαλέγει λέξεις, να υποκρίνεται τον χαρούμενο ή να επιμένει «στους περιπάτους στο χέρσο». «να απολαμβάνει τη δροσιά από ένα δεντράκι «που όλη μέρα το έκαιγε ο ήλιος». Να τρομάζει μόνο «με τα εγκλήματα των -ισμών», να δεξιώνεται άφοβα «τον Άλλο Λόγο», «υποχείριο» πάντα της καλοσύνης του.

Ζωντανεύοντας τους αγαπημένους του ήρωες ‒π.χ. του Γκόγκολ (Ακάκι Ακακίεβιτς), του Φλομπέρ (Μπουβάρ και Πεκυσέ), τους στίχους του Παλαμά («Ρόδου μοσκοβόλημα»), του Σικελιανού («Ατζεσιβάνο»), του Φώκνερ (Κουέντιν)-, ο Λιοντάκης διαβάζει το κείμενο του κόσμου μας.

Άλλοτε  μεταπηδά προς την κρητική Αρκαδία των παιδικών χρόνων (αφηγήματα Ο Μεγάλος Δρόμος), δίπλα στην «παραπονεμένη σκιά της μητέρας», «στο μονοπάτι της γιαγιάς», προσηλωμένος «στη θλίψη που ανάβλυζε απ’ το χώμα», ή συνεχίζει να εξορκίζει το έρεβος του κόσμου μας «με πλησμονή φωτός».

Ποίηση πραγματική

Στο πρόσωπο λοιπόν του «Ανώνυμου» ο ποιητής αποκαλύπτει «τις αθέατες όψεις και τις άδηλες αναλογίες του κόσμου» μας και συνθέτει, όπως προσφυώς παρατηρεί η Ιωάννα Σπηλιοπούλου, «μια κρουστά υφασμένη, μια βιωμένη ποιητική». Πρόκειται για καθαρή ποιητική πράξη, για μια καλοσυγκερασμένη σύνθεση που επιτρέπει στον αναγνώστη να κυκλοφορεί σ’ αυτήν με άνεση και να ανακαλύπτει διαρκώς καινούριες αλήθειες του παρόντος.

Την υπεροψία και τη μέθη, κυρίως, της καταναλωτικής κοινωνίας μας. Είναι μια τρυφερή καταγγελία, διάχυτη από λεπτή ειρωνεία και δόσεις μαύρου χιούμορ. Μια παλίνδρομη κίνηση ανάμεσα στο οντολογικό και στο πολιτικό, το προσωπικό και το οικουμενικό, με απόλυτη αίσθηση του περιττού. Χωρίς ψιμύθια και εντυπωσιασμούς. Χωρίς αναλυτικές περιγραφές. Με νύξεις μόνο και υπαινιγμούς. Με ευδιάκριτα και καθαρά σύμβολα. Ένα ανοιχτό ποίημα όπου συνυπάρχουν σε θαυμαστή συναίρεση η αλληγορία και ο ρεαλισμός, το όνειρο και η πραγματικότητα.

Με τη μεταθανάτια αυτή έκδοση ο Χριστόφορος Λιοντάκης συνεχίζει να απλώνει μπροστά μας εικόνες που αντανακλά ο εσωτερικός καθρέφτης του. Καρτερώντας ο ποιητής την άνοιξη «κλεισμένος σε χειμωνιάτικα τοπία», σε μια κοινωνία όπου «έπεφτε φως / κι άστραφτε μίσος», με την «πολιτική γεωγραφία με ρωγμές» και τη διαλεκτική να «τρεκλίζει», ψηλαφώντας ξανά του μώλωπες «που ξεκίνησαν από την ανατολή / και λερώνουν τον ορίζοντα του τέλους», επιμένει να καταγγέλλει «την αμαρτία» της εξουσίας και την Ύβρη του κόσμου μας.

Νοσταλγώντας, ωστόσο, πάντα «το λίγο του φωτός», μέσα από την πικρότατη αυτή άρνηση, περνά, κατά τη γνώμη μου, στην κατάφαση και, μεγαλύνοντας για τελευταία φορά το ταπεινό, υπερασπιζόμενος όπως πάντα τους ανυπεράσπιστους, διαβάζοντας στη μοίρα τους το κείμενο του κόσμου μας, γίνεται ένας «μουσικός της σιωπής». κατακτά, εν τέλει, «τη μελωδία του φωτός».

*Ευχαριστώ θερμά τους Ιωάννα Σπηλιοπούλου, Δημήτρη Περοδασκαλάκη και Κωνσταντίνα Γεωργάτου για τις ωραίες παρατηρήσεις τους κατά τη συνανάγνωση του ποιήματος.