Τι λες βρε φουκαρά;  Ήθελες να είσαι παραγωγικός, να είσαι πρώτος και εργατικός; Τι λες βρε κόπανε και αρχικόπανε της γελοιότητας και της αναισχυντίας. Δεν έμαθες ποτέ σου ότι στο κράτος που ζεις δουλεύουν μόνον οι χαζοί και τα ρολόγια; Καλά, δεν πήγες ούτε μια φορά στο καφενείο στις 11 το πρωί και δεν έφαγες ποτέ μία ζεστή τυρόπιτα κατά τις δέκα και τώρα διαμαρτύρεσαι  που παίρνεις χαμηλη σύνταξη;

Εσύ, παιδάκι μου δεν ζείς  στα Γιάννενα, στο Άνκορέιτζ της Αλάσκα ζεις,  ντροπή σου, έχει και η βλακεία τα όριά της. Σωστα ο Αϊνστάιν λέει πως το σύμπαν μπορεί να έχει σύνορα, η βλακεία όχι. Εσύ είσαι βλαξ με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της βλακείας. Ούτε να σε ξαναδώ δεν θέλω, πανύβλακα!

Ξεκίνησες τη ζωή σου με όνειρα και ελπίδες, λάθος τόπο διάλεξες για να τα πραγματοποιήσεις. Ξύπναγες κάθε πρωί και αδημονούσες πότε θα φθάσει η ώρα να ανοίξεις το μαγαζί σου, να στρίψεις τον διακόπτη, να πάρουν μπροστά τα μηχανήματα της βιομηχανίας σου, να περάσει λίγο η ώρα για να τηλεφωνήσεις στον πρώτο πελάτη σου.

Δεν σε χώραγε ο τόπος να παραγγείλεις το ανταλλακτικό για την πρέσα, μην  τυχόν και πάει πίσω η παραγωγή. Από το μπαλκόνι  με την ζεστή ματιά σου χάιδευες  το πράσινο αμπέλι,  γιατί ο πατέρας σου  είχε πει πως ‘’η ματιά του αφεντικού κοπριά στ’ αμπέλι’’. Έψαχνες στο ημερολόγιο μη τυχόν και περάσει η ημερομηνία της μακρινής εμπορικής έκθεσης, να προλάβεις να φτάσεις και να την τρυγήσεις όπως τον κόρφο μιας όμορφης γυναίκας.

Είχες βρει τα παλιότερα παπούτσια σου κι εκεί, πάνω στις  σόλες, είχες γράψει με κεφαλαία γράμματα την λέξη κούραση. Όσο περπατούσες, τόσο και πιο πολύ έσβηνε η ανθρώπινη κόπωση, τόσο περισσότερο υποχωρούσε ο κάματος και η αντίσταση του σώματός σου. Τι να σου πώ; Υπερέβαλες στον τομέα της ηλιθιότητας.

Τώρα είσαι με δέκα σωληνάκια  στη μύτη και άλλα τόσα  στη φλέβα, βλέπεις ανθρώπους μόνον με άσπρες μπλούζες και κάπου-κάπου κοιτάζει μέσα από την χαραμάδα κανάς παπάς μην τυχόν και χρειαστείς μετάληψη. Μετάληψη, ανάληψη; Δεν ξέρω, θα τα βρει το πλησιέστερο ληξιαρχείο! Μου έλεγε πεπειραμένος αρκιτέκτονας πως δεν έχει χρήματα για να βάλει σόλες στα παπούτσια του, ήθελε κι αυτός μεγαλεία και αρχιτεκτονικές φιλοσοφίες. Δεν είχε μυαλό, αν είχε χωθεί σε μια υπηρεσιούλα του Δημοσίου, σήμερα θα ροχάλιζε μακαρίως και θα κάπνιζε αρειμανίως.

Τα μεγαλεία των επιχειρήσεων και των χρηματιστηρίων είναι υπόθεση των Γάλλων και των Γερμανών. Για μας είναι τα μεγαλεία των μισθών των βουλευτών, των υπουργών και όσο περισσέψει των δημοσίων λειτουργών.

Για τους εμποράκους και τους αγωνιστάκους της ελεύθερης οικονομίας είναι οι ατελείωτες ψυχρές κι ανέκφραστες τζαμαρίες με την κόκκινη επιγραφή ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ. Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν  οι δε εκζητούντες το Δημόσιον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού. Οι περί το Δημόσιον παρεπιδημούντες θα απολαύσουν τα αγαθά του Αβραάμ , του Ισάκ, πιθανόν και του Ιακώβ. Όποιος προσπάθησε τίμια σ αυτή τη χώρα θα τιμωρηθεί παραδειγματικά.

Θα χλευασθεί, θα αμαυρωθεί, θα σπιλωθεί και θα προπηλακισθεί. Αν έχει φάει στην καριέρα του πάνω από είκοσι χιλιάδες τυρόπιτες και έχει πιει κατά μέσον όρο εβδομαδιαίως περισσότερα από πενήντα τσίπουρα, εν ώρα πρωινής ραστώνης, θα τιμηθεί με τον μεγαλόσταυρο του εφάπαξ και θα προβληθεί σαν παράδειγμα για τις επόμενες γενιές όταν θα έχουμε επανενταχθεί στη ζεστή αγκαλιά των Οθωμανών. Όταν δουλεύουν σήμερα δύο μορφωμένοι νέοι εισπράττουν μηνιαία πολύ λιγότερα από έναν καθήμενο συνταξιούχο της Ολυμπιακής.

Εσείς τι λέτε, θα εξακολουθήσει να υφίσταται αυτό το μόρφωμα κράτους. Προσωπικά δεν το πιστεύω. Συγχωρέστε με.