Η δουλειά πάει χέρι-χέρι με την πολιτική, όχι μονάχα σαν έννοια, παρά σαν μια πραγματικότητα: οφείλουμε μέσα από τη δουλειά και το πλαίσιό της να σμίγουμε με την πολιτική και να επανεφευρίσκουμε καθημερινά, σε καθημερινή βάση και νυχθημερόν την Δημοκρατία.

Αλλιώς, δημοκρατία δεν υπάρχει. Κι αυτό τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο χώρο. Είμαστε επιφορτισμένοι με το χρέος του πολίτη, του ανθρώπου που κατοικεί στην πόλη δηλαδή, κι αυτό από γεννησιμιού μας.

Για να επιτευχθεί όμως τούτο, για να επέλθει δηλαδή η δημοκρατία, οφείλει η πολιτεία αν όχι και η ενημερωμένη, επικοινωνιακή οικογένεια κυρίως, κι εμείς οι ίδιοι με κάθε ευκαιρία, να διαπαιδαγωγούμε τους νεαρούς γόνους, προσφέροντας κοινωνικές, πολιτικές και εργασιακές νουθεσίες ή αγωγές ώστε να διαμορφωθούν εκείνοι προς όφελος δικό τους και αλλότριο: δηλαδή κοινωνικά, πολιτικά και εργασιακά.

Τουτέστιν οικονομικά: χρειάζεται πρώτιστα λοιπόν μία οικονομική διαπαιδαγώγηση αναπόσπαστη από τις άλλες συνιστώσες που συναπαρτίζονται από το κοινωνικό, το εργασιακό, το πολιτικό και το νομικό στοιχείο. Εδώ, εν ολίγοις έχουμε να κάνουμε με μία προς σύσταση ηθική τελικά, που σαν κατεύθυνση μέλλει να εφοδιάσει τον ενήλικο βίο.

Γιατί δεν είναι εγγυημένη η δημοκρατία, δεν είναι αυτονόητη: ας την σκεφτόμαστε ως αυτό που πρόκειται να έρθει, ας την σκεφτόμαστε σαν ένα μέλλον καθ’ οδόν. Κι αυτό δεν είναι παρά μια λογική αναγκαιότητα, ένα νέφος συνειδησιακό που κινεί το σώμα μέσα στο πλαίσιο της πόλης.

Κι αυτό με σκοπό την συνάντηση με το ολοένα και επιγενόμενο δημοκρατικό συμβαίνειν. Ναι, η δημοκρατία είναι σαν τον αέρα που αναπνέουμε, όπως ακριβώς και η ηθική.

Αν αγνοήσουμε το πολιτικό στοιχείο του εργασιακού μας κόσμου ή του όποιου μας κόσμου γενικότερα, του οικιακού λ.χ., τότε, βάζοντας σε παρένθεση κάθε τι το δημοκρατικό, δεν μας μένει παρά η ανάγκη άμεσης επαφής και επικοινωνίας με τους άλλους.

Γινόμαστε δηλαδή κάπως σαν τους ήρωες του Χέμινγουεϊ, που όπως γράφει ο Αλέξης Ζήρας στη «Θεωρία Μορφών» (Πλέθρον, 1978): « […] οι ήρωες του Χέμινγουεϊ διατηρούν το αποκλειστικό κατ’ αυτούς προνόμιο να είναι έκθετοι στο τυχαίο, στην κατάσταση εκείνη που τους αποκαλύπτει καίρια την ανθρώπινη πραγματικότητα.

Κι όμως, αυτή η έκθεση, αυτή η μέχρι παραφοράς επιδίωξη να παραμείνουν ασυμβίβαστοι με την κοινωνία ή τους ιστορικούς νόμους, είναι αυτή ακριβώς που τους εισάγει στην αγωνία.

Χωρίς τα ερείσματα κάποιας πίστης ή μελλοντικής ελπίδας μπορούν να επικοινωνήσουν απόλυτα με την κατάσταση του άγχους, την οποία άλλωστε επιβάλλει, είτε το προτιμούν αυτό είτε όχι, η μοναξιά (που όλοι θέλουν να λησμονήσουν μέσω της δράσεως) και ο θάνατος (που όλοι επιζητούν ως οριακό σύμβολο της ζωής τους). […] Η υπέρβαση της μοναξιάς συντελείται εφόσον έχουν κατακτηθεί τα βιώματα που τη συνοδεύουν.

Μέσα από τη μόνωση υψώνεται η αξία της συντροφικότητας και μέσα από την ερημία της ύπαρξης γίνεται αισθητή η φιλία και η αλληλεγγύη. «Ο καθένας αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον», λέει η Πιλάρ στο μυθιστόρημα «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». «Πριν είχαμε τη θρησκεία και τις άλλες κουταμάρες.

Τώρα ο καθένας θέλει κάποιον για να του πει τον καημό του. Είμαστε πολύ μόνοι». Ο δε Ρόμπερτ Τζόρνταν της αποκρίνεται: «Δεν είμαστε μόνοι. Είμαστε όλοι μαζί».

Όμως, αυτό το «όλοι μαζί» δεν χαρίζεται, δεν γεννάται εκ του μη όντος: μια αδελφότητα οικουμενική απέχει όσο η ουτοπία. Και μονάχα το όραμα που εμπνέει στον καθένα από μας ένα δημοκρατικό ιδεώδες, υλοποιεί τούτο το πρόταγμα του συν-ανήκειν, του «είμαστε όλοι μαζί».

Ο Μπάμπης Λάσκαρις είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας