Ο φριχτός θάνατος και η κακοποίηση του σώματος της διαπρεπούς επιστήμονος Suzanne Eaton από τα χέρια του καθ’  ομολογίαν δολοφόνου της στην περιοχή του Μάλεμε υπήρξε μια πολύ οδυνηρή έκπληξη για κάθε κάτοικο του νησιού μας και όχι μόνο.

Προκαλούν ανατριχίλα οι λεπτομέρειες αυτού του πρωτοφανούς εγκλήματος, που διέπραξε ένας νέος άνθρωπος, παντρεμένος και με δυο μικρά παιδιά. Είναι τέτοια η αγριότητα των συνθηκών του θανάτου της γυναίκας αυτής, ώστε κάποιες στιγμές αδυνατεί κανείς να πιστέψει ότι όντως τα πράγματα έγιναν έτσι, αλλ’ ότι πρόκειται για ένα βραχνά, που όμως θα στοιχειώνει-δυστυχώς- για πολύ καιρό τα συλλογικά μας όνειρα ως Κρητικών. Γιατί το ειδεχθές αυτό έγκλημα δεν είχε κίνητρο την τιμή ή τα περιουσιακά στοιχεία, που συνήθως όπλιζαν παλιότερα τα χέρια των φονιάδων εδώ στο νησί μας.

Πρόκειται για μια εγκληματική πράξη που όμοιά της δεν συναντά κανείς εύκολα στα χρονικά των εγκλημάτων. Θα έλεγα ότι η πράξη αυτή συνιστά αυτό που θα αποκαλούσαμε με τη λέξη «παράλογο»:  είναι μια πράξη απόλυτου παραλογισμού, υπό την έννοια ότι κάποιος σκοτώνει (και μάλιστα με πολύ οδυνηρό τρόπο) έναν απολύτως αθώο και άγνωστον σ’  αυτόν  συνάνθρωπό του. Εδώ η λογική του ανθρώπου σταματά. Στην περίπτωση αυτή ο δράστης έχει περάσει στην «άλλη μεριά», έχει ξεφύγει από τα ανθρώπινα όρια κι έχει περάσει σε περιοχή μη ανθρώπινη.

Δεν θα πω με κανένα τρόπο πως ο δράστης ήταν ψυχικά άρρωστος. Όχι δεν ήταν. Τέτοιες ερμηνείες, ερμηνείες δηλαδή ψυχολογικής φύσεως, μπορεί να έχουν τη σημασία τους, δεν φωτίζουν όμως αρκετά το πρόβλημα. Εξάλλου, εκεί ποντάρουν όλοι ο δολοφόνοι, για να απαλλαγούν ή να «πέσουν στα μαλακά». Το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Ανατρέχει στη στάση ζωής, στον αξιολογικό αστερισμό, στην αντίληψη για τη ζωή και τον άνθρωπο (επομένως και για τον ίδιο τον εαυτό του)που έχει διαμορφώσει ο καθένας.

Πρόκειται, δηλαδή, για ένα πρόβλημα που θα το έλεγα «πνευματικό». Ο μεγαλοφυής ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής Φ. Ντοστογιέφσκι, στο έργο του «Το Υπόγειο», μας παρουσιάζει έναν ήρωα που, όπως λέγει ο ίδιος, ανακάλυπτε πάντοτε μέσα του «ένα σωρό αντίθετα στοιχεία». Και συνεχίζει: «Όσο περισσότερο θαύμαζα το Καλό, το Ωραίο και το Υψηλό, τόσο πιο βαθιά βυθιζόμουν στο βούρκο και τόσο επιθυμούσα περισσότερο ακόμα να βυθιστώ.

Και το χειρότερο ήταν πως αυτό δεν γινόταν καθόλου τυχαία, αλλά σαν να το είχα σκεφτεί πως χωρίς άλλο έτσι πρέπει να γίνει. Αυτό δεν ήταν πια ελάττωμα, αυτό δεν ήταν πια αρρώστια, ήταν η φυσιολογική μου κατάσταση, τόσο που δεν είχα πια την παραμικρή διάθεση να παλέψω με το ελάττωμα αυτό».

Ίσως αυτό το απόσπασμα μάς δίνει ένα εργαλείο, για να προσεγγίσουμε την ψυχή του δράστη. Κι ο ίδιος έδειχνε πως είχε ενδιαφέροντα (ενασχόληση με διαδίκτυο, εξερεύνηση σπηλαίων, αθλητισμός), πως ήθελε να γίνει κάτι παραπάνω από αυτό που ήταν, την ίδια στιγμή, όμως, βυθιζόταν στο «βούρκο» των άλλων, των σκοτεινών, δηλαδή, στοιχείων του εαυτού του.

Ωστόσο, αυτή η βύθιση  δεν γινόταν τυχαία. Ο δράστης φαίνεται ότι αφηνόταν, ηδονικά θα έλεγα, να βυθιστεί όλο και περισσότερο σ’  αυτόν το βούρκο, σ’  αυτό το σκοτεινό κομμάτι του εαυτού του. Ό,τι έπραττε το έπραττε, επειδή το ήθελε, επειδή είχε αποδεχτεί ότι αυτή ήταν η «φυσιολογική» του κατάσταση.

Έτσι, μόλις του δινόταν η ευκαιρία, άφηνε να εκδηλώνεται με βαναυσότητα και βία αυτή η «μαύρη» πλευρά του εαυτού του, μια πλευρά που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο και που, αν δεν παλέψει κανείς μαζί της, αν δεν προσπαθήσει με μέσα πνευματικά να την τιθασεύσει, αυτή θα τον ελέγχει, καθώς θα παρουσιάζεται ως κάτι το φυσιολογικό και γι’  αυτό ανίκητο.

Και ο απόστολος Παύλος, ο μεγάλος αυτός απόστολος των εθνών, ο άνθρωπος με την πιο βαθιά πνευματική ζωή, έχει γράψει το εξής: «Διαπιστώνω πως η πράξη μου ακολουθεί έναν άλλο νόμο, που αντιστρατεύεται το νόμο με τον οποίο συμφωνεί η συνείδησή μου:  είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και την κάνει αιχμάλωτό της» (Ρωμ. 7,23). Γι’  αυτό, όπως γράφει αλλού, «δεν κάνω το καλό που θά ‘θελα, αλλά υπηρετώ το κακό, που δεν θέλω» (Ρωμ. 7, 19).

Αυτός είναι ο άνθρωπος:  το ον που μετεωρίζεται μεταξύ Θεού και ζώου, που μπορεί να θεωθεί αλλά και να αποκτηνωθεί, που έχει τη δύναμη να αναζητήσει την αλήθεια, την ομορφιά και το ήθος, αλλά και που, αν το αμελήσει, θα βυθιστεί στη σκοτεινιά του «άλλου εαυτού» του, στο βούρκο των παθών του. Δεν υπάρχει σκεπτόμενος άνθρωπος που να μην έχει διαπιστώσει στον εαυτό του αυτόν τον εσωτερικό διχασμό, ο οποίος τον ωθεί πολύ συχνά να κάνει πράγματα που δεν θέλει.

Το πρόβλημα είναι η συνειδητοποίηση αυτής της ανθρώπινης συνθήκης και η ενσυνείδητη προσπάθεια όχι να απαλλαγούμε παντελώς από αυτήν (αυτό είναι αδύνατο, διότι τότε θα πάψουμε να είμαστε άνθρωποι), αλλά να στοχεύουμε προς ό, τι μας αποδεσμεύει από οτιδήποτε μας εκβαρβαρώνει, προς ό, τι μας κάνει αληθινούς ανθρώπους.

Αυτό προϋποθέτει την ελεύθερη προαίρεση, προϋποθέτει τις ορθές επιλογές. Όλα εντέλει είναι ζήτημα προαίρεσης, ζήτημα επιλογών. Ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει σωστά,  επειδή η αληθινή φύση του ανθρώπου είναι καλή. Η κακή, σκοτεινή  του πλευρά είναι κάτι σαν το παράσιτο, που είναι κολλημένο πάνω του και τρέφεται από αυτόν.

Ο δράστης του φόνου της Suzanne Eaton αφέθηκε να βυθιστεί στον βούρκο, για τον οποίο μίλησε ο Ντοστογιέφσκι. Άφησε το παράσιτο του κακού να ρουφήξει το καλό που είχε πάνω του, στράφηκε σε ατραπούς που δεν οδηγούσαν παρά μόνο στη βαρβαρότητα.

Δεν φαίνεται να έκαμε κάποια προσπάθεια να αλλάξει, δεν αναζήτησε δρόμους και τρόπους πνευματικούς, ώστε  να μην πέσει προς τη σκοτεινή πλευρά. Κι έγινε εναγής φονιάς μιας αθώας γυναίκας, που έκανε αμέριμνη τον περίπατό της. Η πράξη του είναι ένα άγος για την Κρήτη. Την Κρήτη, την πατρίδα του Επιμενίδη, του ανθρώπου που απάλλαξε την Αθήνα από το Κυλώνειον άγος. Σήμερα ποιος Επιμενίδης θα απαλλάξει το νησί μας από το άγος που το στοιχειώνει;