Καθ’ όλη τη διάρκεια της δύσκολης διαδικασίας κατασκευής κράτους, το κουρδικό κίνημα επέδειξε ευμετάβλητη διπλωματική προσαρμοστικότητα, κάνοντας διάφορες διευθετήσεις με τον Άσαντ, τις ισλαμικές και κοσμικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.
Με τα ρωσικά και ιρανικά στρατεύματα να σταθμεύουν στις δυτικές κουρδικές περιοχές και τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία στα ανατολικά, οι Κούρδοι της Συρίας μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τις εντάσεις μεταξύ των δύο μπλοκ και να γίνουν απαραίτητοι σε αμφότερα.
Οι κουρδικές δυνάμεις μεσολάβησαν ακόμη και όταν αμερικανικές και ρωσικές περιπολίες συγκρούστηκαν κατά τη δημιουργία των αντίστοιχων ζωνών επιρροής τους το 2019-2020, μια εντυπωσιακή απεικόνιση της ικανότητάς τους να επωφελούνται από το χάος της σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων.
Αυτό το ρεαλιστικό πνεύμα τούς επέτρεψε όχι μόνο να επιδιώξουν τη συμφιλίωση με τις ομοσπονδίες των αραβικών φυλών, οι οποίες είχαν προηγουμένως ρίξει το βάρος τους πίσω από τον Ισλαμικό Στρατό (ISIS), αλλά και να διατηρήσουν διπλωματική ύφεση και κατευνασμό με τον Άσαντ και τους Ρώσους υποστηρικτές του.
Ο συριακός στρατός, από την πλευρά του, περιορίστηκε γενικώς σε μικρά διοικητικά κέντρα και φρουρές στις πόλεις της Ροζάβα. Αυτή η ένταση έγινε αισθητή στην πολύπλοκη, αλληλένδετη γεωγραφία του Καμισλί (Qamishli) όπου το καθεστώς Άσαντ ήλεγχε ορισμένους δρόμους και το κουρδικό κίνημα άλλους.
Όμως τώρα, με τον Άσαντ να καταλήγει ατιμωτικά στη Μόσχα, οι βλέψεις των Κούρδων έχουν τροποποιηθεί. Αφού βοήθησαν τη Δύση να νικήσει τον Ισλαμικό Στρατό με απώλειες δέκα χιλιάδων μαχητών, οι εκπρόσωποί τους επιθυμούν διακαώς να διαδραματίσουν σημαίνοντα ρόλο στην ανοικοδόμηση της Συρίας.
Η συμμετοχή τους στην κυβέρνηση της ανατέλλουσας Συρίας θα ωφελήσει τα δυτικά στρατηγικά συμφέροντα, εξασφαλίζοντας έναν αντι-ιρανικό άξονα και δημιουργώντας παράλληλα ένα αντίβαρο κατά της ισλαμικής κυριαρχίας.
Στην πράξη, η κατάσταση φαίνεται ζοφερή λόγω της αδιαμφισβήτητης βούλησης Τουρκίας, αφού έως και εκατό χιλιάδες Κούρδοι έχουν ήδη εκτοπιστεί στον τελευταίο γύρο των μαχών.
Ωστόσο, γι’ αυτό δεν ευθύνεται η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), η εκστρατεία της οποίας χαρακτηρίζεται από σχετική αυτοσυγκράτηση απέναντι στις τοπικές μειονότητες, αλλά οι πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από την Άγκυρα και εκμεταλλεύονται το χάος για να επιτεθούν στους εσωτερικά εκτοπισμένους Κούρδους και τους Γιαζίντι.
Η κατάσταση γι’ όλους αυτούς αναμφίβολα παραμένει κρίσιμη. Πολλές χιλιάδες εκτοπισμένοι παραμένουν στους δρόμους, χωρίς σπίτια και τρόφιμα, ενώ πολλοί συνελήφθησαν από τις υποστηριζόμενες από την Τουρκία δυνάμεις και η τύχη τους είναι άγνωστη μέχρι τώρα.
Ακόμα χειρότερα, παρακλάδια της Τουρκίας ενωμένα υπό τη σημαία του Συριακού Εθνικού Στρατού (Syrian National Army, SNA), πραγματοποιούν τώρα νέες επιθέσεις στην καρδιά της Αυτόνομης Διοίκησης της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας. Αυτές, όμως, οι πολιτοφυλακές δεν είναι ούτε συριακές, ούτε εθνικές, ούτε στρατός.
Αντίθετα, χρηματοδοτούνται και οπλίζονται από την Τουρκία, είναι αφοσιωμένες στην εκτέλεση των τουρκικών στόχων εναντίον των Κούρδων και περιλαμβάνουν πολυποίκιλες τζιχαντιστικές ομάδες, μεταξύ των οποίων και κάποιες που έχουν τιμωρηθεί από τις ΗΠΑ για εγκλήματα πολέμου.
Εν τω μεταξύ, η τουρκική αεροπορία συνεχίζει να σφυροκοπά τους Κούρδους, εταίρους των ΗΠΑ, σε όλη τη βορειοανατολική χώρα. Η κατάσταση φαίνεται σοβαρή.
Δυνητικά, το ίδιο πνεύμα ρεαλιστικής συνεργασίας, το οποίο επέτρεψε στο κουρδικό κίνημα να επιβιώσει δεκατρία χρόνια σε μια από τις πιο θανατηφόρες συγκρούσεις του 21ου αιώνα, θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα.
Η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) και η Αυτόνομη Διοίκηση της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας (Daanes) φέρονται να έχουν εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις, με την πρώτη να δείχνει μέχρι στιγμής σχετικά συγκρατημένη.
Αλλά άλλες δυνάμεις πρόκειται να επωφεληθούν πιο άμεσα από την άνοδο της Ταχρίρ αλ-Σαμ στην εξουσία. Η Τουρκία πανηγυρίζει, αν και συγκρατημένα, με την προοπτική να χρησιμοποιήσει την Ταχρίρ αλ-Σαμ για να αποκτήσει επιρροή σε όλους, από τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, Τραμπ, μέχρι και το Ιράν.
Εύλογο το ερώτημα τί θα γίνει στο μέλλον. Θα πραγματοποιήσει η Τουρκία τις απειλές της για διασυνοριακή επιχείρηση ώστε να συντρίψει οριστικά τους Κούρδους της Συρίας, ή δεδομένης της απροσδόκητα συμφιλιωτικής ρητορικής της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ προς τις μειονότητες, να υπάρξει χώρος για μια πολυεθνική ομοσπονδία;
Αν η Τουρκία αναγκαστεί τελικά, να τερματίσει την αιματοχυσία στην περιοχή, θα μπορούσε με τις κατάλληλες διαπραγματεύσεις να προκύψει κάποια διευθέτηση που θα περιλαμβάνει όλους τους διαφορετικούς πληθυσμούς της Συρίας.
Αλλά παρά τις προσπάθειες αυτές, η περαιτέρω εμπλοκή φαίνεται αναπόφευκτη, με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο να είναι απίθανο να προσπαθήσει να ηρεμήσει την ταραγμένη κατάσταση.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, παρακλάδια της Τουρκίας προωθούνται προς το Κομπάνι, την κουρδική πόλη της Συρίας, όπου οι Κούρδοι ανέτρεψαν για πρώτη φορά την κατάσταση εναντίον του ISIS, το 2014, ξεκινώντας τη συνεργασία τους με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Αλλά δέκα χρόνια μετά, με συμμορίες τουρκικά οπλισμένων ισλαμιστών να εμφανίζονται και πάλι πίσω από τον ορίζοντα και να ορκίζονται εκδίκηση στους Κούρδους, οι υποτιθέμενοι σύμμαχοί τους στη Δύση απουσιάζουν προκλητικά!