Δεν είναι τυχαίο ότι το θέατρο ανθεί μαζί με τη δημοκρατία και, όταν εκείνη βρίσκει την καλή της ώρα, θεσπίζονται τα «θεωρικά», ώστε φτωχοί πολίτες να μπορούν να παρακολουθήσουν θεατρικές παραστάσεις, που συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε Παιδεία και έχουμε τόσο ανάγκη.
Γι’ αυτό αδυνατώ να κατανοήσω, γιατί σε μια μεγαλούπολη, όπως είναι το Ηράκλειο, δε διαθέτουμε δικό μας θέατρο, παρόλο που σήμερα υπάρχουν αρκετοί χώροι και το καλοκαίρι και τον χειμώνα για να στεγαστεί.
Όπως δεν κατανοώ, γιατί ένας θεσμός, όπως το ΔΗΠΕΘΕΚ που αποτελεί εμπνευσμένη ιδέα της Μελίνας δεν στηρίζεται αρκετά από τους Δήμους της Κρήτης, ιδιαίτερα σήμερα που η διευθύντριά του, η κυρία Έφη Θεοδώρου, έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα γραφής.
Όλες οι παραστάσεις της που έχω παρακολουθήσει ήταν άριστες και άψογες σκηνοθετικά. Φέτος είχα τη χαρά να παρακολουθήσω λίγες, αλλά πολύ καλές θεατρικές παραστάσεις. Θα αναφερθώ μόνο σε δύο, στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αίας» από τον Τηλέμαχο Μουδατσάκη και στην παράσταση «Το πράσινό μου φουστανάκι» από το ΔΗΠΕΘΕΚ. Ο Τηλέμαχος Μουδατσάκης είναι γνωστός δάσκαλος του θεάτρου με ευαισθησία και γνώση.
Επέλεξε να παρουσιάσει τον Αίαντα με χορηγό τον Δήμο Χερσονήσου και έδειξε για μια ακόμη φορά την υψηλή ποιότητα που τον διακρίνει. Είναι μια τραγωδία που αγαπώ ιδιαίτερα, γιατί γράφεται στην ώριμη εποχή του μεγάλου τραγικού. Ο Αίας αισθάνεται ότι έχει ταπεινωθεί από τους Ατρείδες και, αφού έχει χάσει την τιμή του, κρίνει ότι δεν αξίζει να ζει και αυτοκτονεί. Είναι ένας τραγικός ήρωας που υπερβαίνει το μέτρο, αλλά συμπάσχουμε μαζί του.
Επίσης αναδεικνύεται η υψηλή ανθρώπινη αρετή του Οδυσσέα που τον γνωρίζουμε ως «πολύτροπο» από τον Όμηρο, αλλά εδώ παρουσιάζεται και ως φιλέταιρος που αναγνωρίζει την αρετή και το μεγαλείο του συμπολεμιστή του στον οποίο αναγνωρίζει το δικαίωμα της ταφής. Και οι τέσσερις ηθοποιοί, τρεις άντρες και μια γυναίκα, λειτούργησαν όχι μόνο με τον λόγο, αλλά και με τα σώματά τους και αγωνίστηκαν και κατάφεραν να μας μεταδώσουν την τραγική ουσία του έργου.
Γιατί δεν ανέβηκε η παράσταση και στο Ηράκλειο δεν μπορώ να καταλάβω. Η παράσταση του ΔΗΠΘΕΚ ήταν στην ουσία ένας μονόλογος που μοιράστηκε σε τρεις γυναίκες ηθοποιούς. Η σκηνοθέτης ζωντανεύει το κείμενο και μεταδίδει στους θεατές την αγωνία και το άγχος μιας γυναίκας που απελπισμένα αναζητά την ευτυχία και τη γαλήνη, αλλά την τραυματίζει η καθημερινότητα που ζούμε όλοι στον αστικό χώρο.
Ο λόγος είναι τολμηρός και ειλικρινής. Κάποιες στιγμές αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στην μοναξιά του πλήθους και της σύγχρονης, υποτίθεται, οργανωμένης ζωής. Ο έρωτας παραμένει ένα χαμένο όνειρο εκεί όπου άλλες αξίες κυριαρχούν. Η ηρωίδα, όπως κι εμείς, έχει μπουχτίσει από ωραίες ιδέες και δεν θέλει άλλες, αλλά δεν μπορεί και να γεμίσει την ώρα της με το τίποτα. Προσπαθεί να είναι ένας κανονικός άνθρωπος, αλλά κάποτε επαναστατεί.
Το ρίχνει στις μαντινάδες ή υποκρίνεται ότι πυροβολεί τους ανθρώπους. Προσπαθεί να βρει ένα μέρος να γεμίσει το υπαρξιακό της κενό. Μέσα στο έργο αναγνωρίζουμε τον χαμένο άδικα εαυτό μας, που δεν μπορέσαμε να χαρούμε το θείο δώρο της ζωής και την τέχνη του βίου. Και οι φωτισμοί και η μουσική και τα υπόλοιπα σκηνοθετικά ευρήματα ζωντάνεψαν το έργο και διατήρησαν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού.
Τους ρόλους ερμήνευσαν εξαιρετικά οι ηθοποιοί, Ιώ Ασηθιανάκη, Σίσσυ Δαμουλάκη, Στελλίνα Ιωαννίδου. Η σκηνοθεσία ήταν της Έφης Θεοδώρου.
Νομίζω ότι άξια υπηρετεί ένα υψηλό λειτούργημα και παρέχει παιδευτικό έργο που τόσο έχουμε ανάγκη.