Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τούτες τις μέρες των μεγάλων επετείων των κοινωνικών και εθνικών αγώνων του ελληνικού λαού και των παθών του, τόσο προπολεμικά (κινητοποιήσεις του 1935 και του 1936 κ.λπ.), όσο και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (το Πρωτόκολλο της 3ης Αυγούστου 1941 της Οργάνωσης Κρητική Επαναστατική Επιτροπή, οι μαζικές εκτελέσεις και καταστροφές του Αυγούστου του 1944 κ.λπ.) αποτελεί ιερό καθήκον και ελάχιστο χρέος τιμής η υπενθύμιση – απόδειξη της ζωντανής ιστορικής μνήμης – της στάσης μεγάλου μέρους των Ελλήνων, που, αν και εξαθλιωμένοι από τη βαρύτατη κατοχή, ακολούθησαν τις προγονικές παραδόσεις και σήκωσαν πρώτοι κεφάλι απέναντι στον παντοδύναμο τότε φασισμό και μπροστά στην τρομαγμένη Ευρώπη και στον έκπληκτο κόσμο, δαχτυλοδείχο-ντας το δρόμο της αντίστασης.
Ανάμεσα στους μαχητές αλλά και στα θύματα της γερμανικής θηριωδίας, όπως και της κάθε θηριωδίας διαχρονικά, ήταν βέβαια και τα παιδιά, τα ανοχύρωτα πλάσματα του κόσμου που υφίστανται την αλαζονεία και την αδικία των ενηλίκων, οι οποίοι αποτελούν τις αχόρταγες και αστόχαστες εξουσίες αλλά και τις συνυπεύθυνες πλειοψηφίες, που τις ανεβάζουν και τις ανέχονται.
Τα παιδιά που και σήμερα πνίγονται στο Αιγαίο ή στον Έβρο, σκοτώνονται στους πολεμικούς βομβαρδισμούς ή περιφέρονται στον κόσμο πεντάρφανα και παντέρημα, υποψήφιοι σκλάβοι στα άνομα συμφέροντα των ισχυρών κάθε εποχής, κυρίως σήμερα στον κόσμο των τεχνολογικών θαυμάτων και των τραγικών αντιφάσεων. Χρόνια τώρα προσπαθώ καταγράφοντας τις φοβερές εμπειρίες 25 παιδιών του πολέμου να γίνουν ένα βιβλίο, με σκοπό την ευαισθητοποίηση των ανθρώπων στο ζήτημα των δικαιωμάτων των παιδιών κάθε εποχής.
Συνειδητοποιώντας τη διαχρονικότητα του θέματος σε πόλεμο και σε ειρήνη (ποια ειρήνη;) και την όξυνσή του στις μέρες μας, σκέφτομαι πως η έκδοση αυτή αποτελεί σήμερα μεγαλύτερο καθήκον παρά ποτέ.
Το κείμενο που θα ακολουθήσει ας υπενθυμίσει αφ’ ενός τη μεγάλη συμβολή της περιοχής Αρκαλοχωρίου στην Εθνική Αντίσταση και την ευθύνη που δημιουργεί και αφ΄ ετέρου το χρέος της κοινωνίας απέναντι στο παιδί. Στο κάθε παιδί που, ανυπεράσπιστο θύμα της εγκληματικής βίας των ενηλίκων, όταν μεγαλώσει επιβάλλει στους άλλους την αδικία που υπέστη.
Το 2004 στο Αρκαλοχώρι, μέσα στο καφενείο του Γιάννη Πλευράκη, μαγνητοφώνησα τον Αρκαλοχωρίτη Δημήτρη Καστίγο, ένα ατίθασο και ριψοκίνδυνο δεκατριάχρονο παιδί της Κατοχής, γιο της προσφυγοπούλας Δημητρίας Τσακμοπούλου και του ντόπιου χασάπη Μανώλη Καστίγου, που πέθανε το 1938, τραγικό θύμα των λαθρανασκαφών στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία.
Στη σχολική του ηλικἰα ο Δημήτρης έπαιζε κρυφτό σε κάθε γωνιά και σοκάκι… την ώρα της αφήγησης μού ‘φερνε στον νου ένα από τα παιδιά της αξέχαστης ταινίας «Το ξυπόλυτο τάγμα».
Β. ΚΕΙΜΕΝΟ
Καστίγος Δημήτρης, 23/05/2007.
-Τι κάνατε με την κήρυξη του πολέμου;
-Μ’ έβαλε ο χωροφύλακας που ήτανε παδέ, ο Μακρυδάκης από τα Χανιά (ήτανε στην Εθνική Αντίσταση), να κλέψω έναν γάιδαρο από τους Γερμανούς. Ήτανε ενούς απ’ τα Καστελλιανά. Δεν ήμουν σε οργάνωση, ήμουν μόλις δέκα (10) χρόνων. Ήμουνα ζωηρός. Ήκλεφτα τω Γερμανώ. Έγινε μέσα στην Κατοχή το γεγονός που θα πω.
Επήγε, λοιπόν, ο Μακρυδάκης και μου τον ήδειξε τον γάιδαρο, στου Καρυώτη το εργοστάσιο. Τονε πήρα και τονε πήγα στου συντέκνου μας του συγχωρεμένου στα Καλύβια, του Μπριτζόλη του Στάθη.
Το γάιδαρο τον είχανε πιάσει με τον ασύρματο φορτωμένο. Ερχόταν από τη Μαθιά ο γάιδαρος και αυτοί που τονε λαλούσανε εξαφανιστήκανε, δεν επιαστήκανε. Εκαβαλίκεψα εγώ το γάιδαρο και πήγα στα Καλύβια. Ο Μπριτζολοστάθης τον είχενε εκειά. Κι ύστερα, πήγα και τονε πήρα και κουβαλούσαμε του μπάρμπα μας τα κεραμίδια, μετά από έναν (1) μήνα.
-Και δε φοβηθήκατε μήπως τον δουν οι Γερμανοί;
-Ντα πού τονε γνωρίζανε αυτοί; Το γάιδαρο τον είχε πιάσει εκειοσές που ‘κανε τον διερμηνέα τω Γερμανώ από το Μουχτάρο, ο Κουτσόδρακος τονε λέγανε. Αυτός τον είχε παρμένο από τσι Γερμανούς. Πηγαινοερχόντανε από το Μουχτάρο με το γάιδαρο. Οι Γερμανοί τού τονε δώκανε.
-Δεν τον αναζήτησε ο διερμηνέας;
-Και να τον αναζήτησε, πού ‘θελα τονε βρει εκειά που τον είχα ξωγερμένο; Τονε πήρα και τονε πήγα στου μπάρμπα μου το σπίτι, εκειά στσι Πετράδες, και κουβαλούσαμε πέτρες απού του Κακέ τη μάντρα για τον μπάρμπα μου, τον Τσακμόπουλο.
-Ούτε δεν τον βάψατε, να τον μεταμορφώσετε;
-Μπα…
-Πώς πήγατε και τον πήρατε;
-Πού πήγα; Επήγε ο Μακρυδάκης και τονε πήρε. Ήτανε των ανταρτώ και τονε πήρανε φορτωμένο με τον ασύρματό τους. Εγώ δεν ήξερα πού ήτανε ο γάιδαρος και ποιος ήτανε.
-Ο Μακρυδάκης, βέβαια, ήταν υπεράνω πάσης υποψίας.
-Βέβαια.
-Και μετά, πόσο κάθισε εδώ ο Μακρυδάκης;
-Έκατσε πολύ, θαρρώ και μετά που φύγανε οι Γερμανοί.
Με βάνανε, ακόμη, και ήκλεφτα τσι σφαίρες τω Γερμανώ και τσ’ ήδινα στα ανταρτικά. Τσ’ είχανε κρεμάσει πέρα-πώδε και τσ’ ήκλεφτα εγώ. Τσ’ ήκρυβα και τσ’ ήδινα των ανταρτώ. Τσ’ ήδινα στον Μιχάλη τον Νταναλάκη. Το έκανα πολλές φορές. Εγώ μόλις μου λέγανε, επήγαινα.
-Και άλλα παιδιά το έκαναν αυτό;
-Ε, δεν ξέρω εγώ. Δεν εμαρτυρούσαμε.
-Ήκλεψα και τω Γερμανώ, όντεν εφεύγανε πάνω από το αυτοκίνητο πράματα ωραία κι ήρθανε από το σπίτι και τα πήρανε.
-Και πού τα βάλατε, στα τσουβάλια;
-Στον ώμο μου τα έβαλα, όπως τα είχανε μέσα στα τσουβάλια και τα κουβάλησα στο σπίτι. Εκεί ήρθανε και οι χωροφυλάκοι και πήρανε την πάρτε ντος. Και μας αφήκανε κι εμάς μερικά ρούχα.
Ήμουνα του διαόλου. Μικιό και δαίμονας. Ήμουνα δέκα-δώδεκα (10-12) χρονώ ετοτεσάς, μα δεν το έβανα κάτω.