Αυτό θα είναι το τελευταίο καλοκαίρι στην Ελλάδα, το φθινόπωρο θα φύγω, μου είπε κάποιος φίλος. Εδώ δεν τον κρατούν πολλά, μια κακοπληρωμένη δουλειά, η αισιοδοξία να έχει φτάσει στα τάρταρα, ανήμπορος πια, δε πιστεύει ότι θα τα καταφέρει.
Έρχεται η ώρα της φυγής, σε μέρη που θέλει να ελπίζει πιο φιλόξενα, κι ας χρειαστεί να προσπαθήσει περισσότερο.
Σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, πας εκεί που συνήθως οι εύποροι Έλληνες έβγαζαν τα χρήματά τους ή πήγαιναν διακοπές. Πας να γίνεις δούλος μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας και απαρνιέσαι γλώσσα, ήθη και έθιμα, την ίδια σου την πατρίδα, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι αυτό που τώρα προέχει σε σένα είναι η επιβίωση. Θα βρεις όμως αυτό που ψάχνεις; Την χαμένη σου αξιοπρέπεια;
Χρόνια σπουδών και εξειδικεύσεων και αντί για λαμπρό μέλλον, όπως όλοι σου έτασσαν, ήρθες αντιμέτωπος με την παρακμή και τη μιζέρια, λίγο πριν τα τριάντα, η συνταξιούχος μητέρα, να σου δίνει χαρτζιλίκι, για την υπέρβαση μιας βραδινής εξόδου.
Το ξέρω ότι η απόφασή σου έχει παρθεί και είναι αμετάκλητη.
Είναι που προσπαθείς να βρεις ξανά την τσαλαπατημένη σου υπερηφάνεια και να διεκδικήσεις το αυτονόητο. Δικαίωμα στο όνειρο, δικαίωμα στο τίποτα.
Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, το πιο διαλεκτό κομμάτι της, τα νιάτα, μορφωμένα με θυσίες γονέων, φεύγουν, αφήνοντας πίσω δυσαναπλήρωτο κενό. Ποιος θα στηρίξει τούτο τον έρμο τόπο γερόντων;
Γίναμε η παραθεριστική κατοικία των Ευρωπαίων που συνεχώς έρχονται για τον ήλιο και τη θάλασσα, όμως εμείς οι γηγενείς θα απομείνουμε μια ανήμπορη, φτωχημένη χώρα. Ήταν προδιαγεγραμμένη αυτή η πορεία; Είναι μη αναστρέψιμη η κατάσταση;
Κι εγώ θλίβομαι βλέποντας φίλους νέους να μεταναστεύουν.
Όμως ποιος θα πει έστω ένα επιχείρημα, που θα τους μεταπείσει; Γιατί εγώ αδυνατώ να αρθρώσω έστω και μια λέξη.