Σ’ ένα μυθιστόρημα του Ανατόλ Φράνς, γραμμένο έναν αιώνα πριν, «Το νησί των πιγκουίνων», ένας Όσιος καλόγερος ο Μαήλ έφερνε στο δρόμο του Θεού και βάπτιζε ανθρώπους που δε γνώριζαν τη Χάρη Του, έφτιαχνε εκκλησίες και διέδιδε την ορθή πίστη. Κάποτε σε βαθιά γεράματα, έχοντας απολέσει τη μισή όραση και ακοή, βρέθηκε μετά από περιπέτεια στο μανιασμένο ωκεανό, σ’ ένα νησί με παγετώνες και απόκριμα βράχια.
Δε φαινόταν ψυχή ζώσα να το κατοικεί, παρότι υπήρχε νερό και κάποια βλάστηση. Μετά από περιήγηση, ξεχώρισε φιγούρες ζωντανές να κινούνται σε απανωτές σειρές. Σκέφτηκε πως βρισκόταν μπροστά του άνθρωποι πρωτόγονοι σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, πως ο Κύριος τον έστειλε να διδάξει τον αιώνιο νόμο και άρχισε το κήρυγμα.
Οι πιγκουίνοι γύρισαν σ’ αυτόν με φιλική περιέργεια τα μικρά στρογγυλά τους μάτια που είχαν μια έκφραση κάπως παράξενη και ανθρώπινη. Ο Μαήλ τους δίδαξε για το βάπτισμα. Ύστερα, αφού ευλόγησε πρώτα το νερό στους μικρούς καταρράκτες, βάπτισε όσους είχε διδάξει ραντίζοντας το κεφάλι του καθενός με καθαρό νερό και λέγοντας τα καθιερωμένα λόγια.
Ο Θεός έχοντάς τα χαμένα με την πράξη του Οσίου Μαήλ έστειλε τον Αρχάγγελό του στον Όσιο για να τον ειδοποιήσει για το λάθος του και να του πει πως μπορεί εφοδιασμένος με το Όνομα Του, να μεταμορφώσει εκείνους τους πιγκουίνους σε ανθρώπους.
«Είστε άνθρωποι» είπε ο Όσιος Μαήλ και τα πουλιά μεταμορφώθηκαν. Και ως άνθρωποι έφτιαξαν χωριά, πόλεις, απόκτησαν εκκλησίες και μοναστήρια, πλούσιους και φτωχούς.
Μια ημέρα κάλεσε ο Όσιος Μαήλ τους ανθρώπους για να εισπράξει φόρους, ώστε να αντιμετωπιστούν τα δημόσια έξοδα και να συντηρηθούν οι κληρικοί. Τους είπε:
Έχω τη γνώμη πως οι εισφορές πρέπει να είναι ανάλογες με τον πλούτο του καθενός. Έτσι, όποιος έχει εκατό βόδια, θα δώσει τα δέκα. Όποιος έχει δέκα, θα δώσει το ένα.
Όταν ο Όσιος τελείωσε, σηκώθηκε ένας καλλιεργητής πλούσιος από τους πλουσιότερους Πιγκουίνους, και είπε:
Ω Μαήλ, ω πάτερ μου, κρίνω δίκαιο να συμβάλει καθένας στα κρατικά έξοδα και στα έξοδα της Εκκλησίας. Εγώ, μια φορά, είμαι έτοιμος να στερηθώ όλα όσα έχω για το συμφέρον των αδερφών μου Πιγκουίνων και αν χρειαστεί θα δώσω με όλη μου την καρδιά ακόμη και το πουκάμισό μου. Όλοι οι προύχοντες του λαού είναι σαν και μένα πρόθυμοι να θυσιάσουν το βιος τους. Κανείς δε μπορεί να αμφιβάλλει για την απόλυτη αφοσίωσή τους στη χώρα μας και στη θρησκεία.
Πρέπει λοιπόν να μη σκεφτούμε τίποτε άλλο, παρά μόνο το δημόσιο συμφέρον και να κάνουμε ό,τι αυτό προστάζει. Και το δημόσιο συμφέρον προστάζει, απαιτεί, πάτερ μου, να μη ζητά κανείς πολλά από εκείνους που έχουν πολλά. Γιατί τότε οι πλούσιοι θα γίνουν λιγότερο πλούσιοι και οι φτωχοί περισσότερο φτωχοί.
Οι φτωχοί ζουν από τα αγαθά των πλουσίων, που γι’ αυτό το λόγο είναι ιερά. Μην τα αγγίζετε. Αλλιώς θα δείξετε μια ανώφελη κακία. Παίρνοντας από τους πλούσιους, δε θα κερδίσετε πολλά πράγματα γιατί είναι τόσο λίγοι. Ίσα ίσα, θα στερηθείτε από τον κάθε πόρο και θα βυθίσετε τη χώρα στην αθλιότητα.
Ενώ, αν ζητήσετε λίγη βοήθεια από τον καθένα, χωρίς να λογαριάσετε την περιουσία του, θα μαζέψετε αρκετά για τις κρατικές ανάγκες και θα αναγκαστείτε να εξετάσετε πόσα έχουν οι πολίτες που θα θεωρούσαν αφόρητη ενόχληση κάθε παρόμοια έρευνα. Αν φορολογήσετε όλους μας με ένα μικρό ποσό, το ίδιο θα ανακουφίσετε τους φτωχούς, γιατί θα τους αφήσετε το βιος των πλουσίων.
Και σαν να μη πέρασε μια μέρα από τότε που γράφτηκαν αυτά τα λόγια στο μυθιστόρημα, τα ίδια επιχειρήματα ακούγονται, οι ίδιοι νόμοι ψηφίζονται, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, οι φτωχοί φτωχότεροι και συντηρούν τα κράτη του κόσμου.
Δίκιο δεν είναι ο νόμος του εργάτη, αλλά του εκάστοτε προύχοντα.