Οι σημαντικότεροι μη συμβατικοί υδατικοί πόροι είναι το βρόχινο νερό, οι επεξεργασμένες εκροές αστικών υγρών αποβλήτων και το αφαλατωμένο νερό. H Κρήτη έχει μια λαμπρή ιστορία στη χρήση μη συμβατικών πόρων και είναι προνομιούχα ως προς τη διαθεσιμότητά τους.

Η συλλογή του βρόχινου νερού αποτελεί  υδροτεχνολογία χιλιετιών στην Κρήτη και σε άλλες χώρες της Μεσογείου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υδροδότηση της Μινωικής Φαιστού (Εικόνα 1). Το σύστημα ύδρευσης του ανακτόρου της Φαιστού αποτελείτο: (α) από μια ανοιχτή αυλή ειδικής κατασκευής για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων, από όπου μεταφερόταν σε δεξαμενές, στη δυτική πλευρά της. Και (β) από ειδικές δεξαμενές με φίλτρο χοντρής άμμου, για τον καθαρισμό του νερού πριν την αποθήκευσή του στη δεξαμενή (Angelakis et al., 2024).

Σήμερα εξακολουθεί να χρησιμοποιείται η συλλογή και χρήση βρόχινου νερού, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, για άρδευση. Είναι μια διαδικασία χρήσιμη ιδιαίτερα σε άνυδρες περιοχές, όπου δεν υπάρχει δίκτυο υδροδότησης ή κάποιο ιδιόκτητο έργο υδρομάστευσης (πηγάδι ή γεώτρηση), που να καλύπτει τις ανάγκες. Στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Κρήτη η συλλογή και χρήση βρόχινου νερού είναι περιορισμένη.

Οι κατάλληλα και αξιόπιστα επεξεργασμένες εκροές των υγρών αποβλήτων αποτελούν έναν άλλο μη συμβατικό υδατικό πόρο, παρέχοντας τη δυνατότητα ανακύκλωσής τους για πολλαπλές χρήσεις. Παγκοσμίως, η κύρια χρήση τους είναι η άρδευση και δευτερευόντως άλλες χρήσεις. Η Κρήτη πρωτοπορεί και στην ιστορία αυτής της υδροτεχνολογίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διάθεση των αστικών υγρών αποβλήτων της Φαιστού σε καλλιέργειες νότια του ανακτόρου, αντί στην βόρεια πλευρά του, δηλαδή στον Γεροπόταμο Μεσσαράς, με λεκάνη απορροής περίπου 600 km2, που εκβάλλει νότια του Τυμπακίου με σχεδόν συνεχή ροή. Έτσι, τα απόβλητα υφίσταντο  μερική επεξεργασία με φυσική διαδικασία κατά την ροή τους με βαρύτητα σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου πριν διατεθούν για άρδευση και λίπανση γεωργικών καλλιεργειών.

 

 ​Σύστημα ύδρευσης του ανακτόρου της Φαιστού: (α) ανοιχτή αυλή και (β) ειδική δεξαμενή με φίλτρο χοντρής άμμου για τον καθαρισμό του νερού πριν την αποθήκευσή του (Angelakis et al., 2024).

 

Σήμερα, η χρήση αξιόπιστα επεξεργασμένων εκροών υγρών αποβλήτων στην Ελλάδα είναι περιορισμένη. Εκτιμάται ότι χρησιμοποιείται λιγότερο του 10% των επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων.

Το αφαλατωμένο νερό παράγεται από θαλασσινό ή υφάλμυρο νερό, μεαπομάκρυνση των αλάτων με ειδικές τεχνολογίες, κυρίως με αντίστροφη ώσμωση. Η τεχνολογία αυτή φαίνεται ότι ήταν γνωστή από τη Μινωική εποχή,  και βοήθησε ώστε οι Μινωίτες να γίνουν παντοκράτορες και θαλασσοκράτεςκυρίως στην ανατολική Μεσόγειο. Στην αρχαία Ελληνική ιστορία, η τεχνολογία της αφαλάτωσης περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη (384-322 π. Χ.), όπου αναφέρει και τη διεξαγωγή σχετικού πειράματος. Επίσης, ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς (τέλη 2ου έως μέσα 3ου  αι. μ.Χ.) αναφέρεται στον Αριστοτέλη και σε ναυτικούς, που αφαλάτωνανθαλασσινό νερό σε αρχαίο ελληνικό πλοίο εν πλω.

Το κύριο πλεονέκτημα του αφαλατωμένου νερού είναι ότι προέρχεται από μια αέναη πηγή, όπως η θάλασσα και επιπλέον, δεν εξαρτάται από το κλίμα ή τον καιρό ενώ είναι υψηλής ποιότητας. Επίσης, συνδυασμός των τεχνολογιών αφαλάτωσης με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, επιτρέπει τη σημαντική μείωση του κόστους παραγωγής αφαλατωμένου νερού. Στην περίπτωση παραγωγής του από υφάλμυρο νερό, το κόστος μειώνεται ακόμη περισσότερο. Για την Κρήτη αυτό είναι ιδιαίτερης αξίας επειδή υπάρχουν πολλές αξιόλογες παράκτιες υφάλµυρες πηγές, όπως αυτές στη Γεωργιούπολη Χανίων, στο Μπαλί Ρεθύµνου, στον Αλµυρό Ηρακλείου, στον Αλµυρό Αγίου Νικολάου, στην Μαλαύρα Λασιθίου και άλλες μικρότερες.

Όπως έχει ξανααναφερθεί, ο Αλμυρός του Ηρακλείου εκφορτίζει γύρω στα 275 εκατομ. m3 νερού τον μέσο χρόνο, δηλαδή περίπου το 1/2 της συνολικής κατανάλωσης νερού στην Κρήτη. Η πηγή αυτή είναι η σπουδαιότερη πηγή και παρέχει τη μεγαλύτερη ποσότητα νερού από οποιαδήποτε άλλη πηγή της Κρήτης, που δυστυχώς εκφορτίζεται κατευθείαν στη θάλασσα μέσω του Αλμυρού ποταμού (Αγγελάκης, 2024). Επειδή κάπου στη διαδρομή το γλυκό νερό αναμειγνύεται με θαλασσινό, το νερό της πηγής είναι υφάλμυρο, με εξαίρεση κάποιες μέρες του χειμώνα, όταν μεγιστοποιείται η παροχή του και δεν αναμειγνύεται με το θαλασσινό νερό με αποτέλεσμα να παραμένει γλυκό νερό. Συμπερασματικά, η Κρήτη και κυρίως η ανατολική, δεν πρόκειται  να κινδυνεύσει από έλλειψη νερού, όπως πιθανότατα συνέβη  στο τέλος της Μινωικής εποχής (1450-1100 π.Χ.),  εξαιτίας της πηγής του Αλμυρού.

*Ο Ανδρέας Ν. Αγγελάκης είναι επίτιμο µέλος και distinguished fellow της IWA (Παγκόσμιας Εταιρείας Νερού)

Βιβλιογραφία

1. Αγγελάκης, Α. Ν. (2024). Ο Αλμυρός, η σημαντικότερη καρστική πηγή νερού περιμένει περισσότερα από 60 χρόνια την αξιοποίησή της. ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου 19/3/2024, https://patris.gr/2024/03/19/oalmyros-simantikoteri-karstiki-pigi-neroy-perimenei-perissotera-60chronia-tin-axiopoiisi-tis/

Angelakis, A. N., Tchobanoglous, G., Capodaglio, A. G., and Tzanakakis, V. A. (2024). The Importance of Nonconventional Water Resources Especially in the Regions under Water Scarcity. Water 16, https://doi.org/10.3390/w16071015

​​​