Δεν χρειάζονταν τα πολλά λόγια, λίγες λέξεις ήταν αρκετές να οδηγήσουν και να εξαναγκάσουν τους ανθρώπους για να “εργασθούν”. Μια εργασία όχι σαν όλες τις άλλες, αλλά μια εργασία καταναγκασμoύ, ανελεύθερη και εξουθενωτική.

Οι εργάτες εργάζονταν υπό απάνθρωπες συνθήκες ως τη δύση του ήλιου, ενώ για τη σίτισή τους λάμβαναν από τις ναζιστικές αρχές χυλό από αλεύρι ή λίγα φασόλια. Επομένως κάποιοι έπρεπε να κρατούν μαζί τους φαγητό, εφόσον ήθελαν να αντεπεξέλθουν στην βαριά χειρονακτική εργασία.

Η επιτήρηση των εργατών γινόταν είτε από στρατιώτες των ναζιστικών αρχών κατοχής οι οποίοι τους χτυπούσαν και τους έβριζαν όταν το έκριναν απαραίτητο είτε από βαρυποινίτες που τους είχαν οι ναζιστικές αρχές κάτω από τις διαταγές τους. Κάποιοι βέβαια διέφευγαν στα βουνά προκειμένου να γλιτώσουν τα καταναγκαστικά έργα και στην περίπτωση αυτή οδηγούνταν στην εργασία οι γυναίκες τους.

Αρκετοί απ’ αυτούς που επιτάσσονταν για την αγγαρεία δεν άντεξαν την υπερβολική κόπωση και έχασαν τη ζωή τους. Αιτία θανάτου επίσης για αρκετούς υπήρξαν οι συχνοί βομβαρδισμοί. Ένα τέτοιο έργο για την περιοχή μας είναι και το αεροδρόμιο Τυμπακίου όπου οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής υποχρέωσαν τους κατοίκους της περιοχής να καταστρέψουν οι ίδιοι τα σπίτια τους προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τα οικοδομικά υλικά για τις ανάγκες κατασκευής του αεροδρομίου.

Οι γύρω καλλιεργήσιμες εκτάσεις καταστράφηκαν με εντολή των κατακτητών προκειμένου να επεκταθεί αφενώς το αεροδρόμιο, αφετέρου να χρησιμοποιηθεί η ξυλεία από τα δέντρα. Τα έργα κατασκευής του αεροδρομίου ξεκίνησαν στις αρχές Σεπτεμβρίου 1941 ενώ τον Φεβρουάριο 1942 οι ναζιστικές αρχές κατοχής διέταξαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν το Τυμπάκι. Το έγγραφο που ακολουθεί μας δίνει πλήρη εικόνα για την υποχρεωτική εργασία.

Μία ειδοποίηση που περιέρχεται από τον Δήμο Ηρακλείου φέρει ημερομηνία 24 Ιουνίου 1941 υπογεγραμμένη από τον εντεταλμένο του στρατιωτικού διοικητή Γερμανό ταγματάρχη Κρίγερ καθώς και από τον δήμαρχο Χρήστο Ζουράρη όπως και από τον νομάρχη Ηρακλείου Ι. Τσατσαρωνάκη.

Στην ειδοποίηση αυτή αναφέρονται τα εξής:

“Εντολή του εντεταλμένου του στρατιωτικού Διοικητού Ηρακλείου ταγματάρχα κ. Κρίγερ διατάσσομεν τα κάτωθι και αξιούμεν την ακριβή εκτέλεσιν τούτων.

  1. Άπαντες οι πολίτες ηλικίας 14-55 ετών υποχρεούται εις ετησίαν χειρονακτικήν εργασίαν διαρκείας οκτώ εβδομάδων αρχής γινομένης από σήμερον.
  2. Η χειρονακτική εργασία είναι υποχρεωτική δι’ όλας τας τάξεις και τα επαγγέλματα και ουδείς δύναται να την αποφύγει.
  3. Απαλλάσσονται της ως άνω υποχρεωτικής εργασίας: α) οι ασθενείς βεβαιουμένης της ασθενείας δι’ ιατρικής γνωματεύσεως του ιατρού κ. Κασάπη δια τους εν τη πόλει και υπό των κοινοτικών ιατρών δια τους εκτός της πόλεως υπό ατομικήν ευθύνην των ιαυτρών. β) οι εργαζόμενοι εις τους διαφόρους χειρονακτικάς εργασίας ή άλλας απαιτούσας ειδικάς τεχνικάς γνώσεως της ιδιότητας των ταύτης βεβαιουμένης υπό του δημάρχου Ηρακλείου και του προέδρου της κοινότητας. γ) οι έχοντες ηλικίαν κάτω των 14 ετών και άνω των 55 της ιδιότητας βεβαιουμένης δια πιστοποιητικού αρμοδίως επιδιδομένου δ) οι γυναίκες και οι μαθητές ανεξαρτήτως ηλικίας

4) Οι εργαζόμενοι θα λαμβάνωσι ως αποζημίωσιν της χειρονακτικής εργασίας των δραχμάς 56 την ημέραν και το δικαίωμα εκπτώσεως 5% επί όλων των υπ’ αυτού αγοραζομένων ειδών κατά τον χρόνον της υποχρεωτικής εργασίας.

5) Εάν τις των υποχρέων προς εργασίαν δηλώσας ασθενεία και είτε εξετασθείς αποδειχθεί υγιής, στερείται της ημερησίας αποζημιώσεως μιας εβδομάδος.

6) Ως ώραι εργασίας καθορίζονται τα χρονικά όρια 7-12π.μ. και 2-4μ.μ.

7) Δια τους εργαζομένους θα εντάσσεται κατάστασις δι ης θα είναι δυνατός ο έλεγχος της γενομένης εργασίας επιπλέον κάθε πολίτης θα εφοδιασθεί δια ειδικού πιστοποιητικού παρά του αρμοδίου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας εμφαίνοντος ότι εξετελέσθη υπ’ αυτού η υποχρεωτική εργασάι των οκτώ (8) εβδομάδων.

8) Έκαστος των εργαζομένων υποχρεούται να φέρει μεθ’ εαυτού τα εργαλεία της εργασίας ην υποχρεούται να εκτελέσει.

9) Η εκτελεσθησομένη εργασία θα καθορίζεται εκάστοτε υπό του νομάρχου και δημάρχου της πόλεως Ηρακλείου δια την πόλιν, δια δε τας κοινότητας υπό το κοινοτικού συμβουλίου της κοινότητος πάντως προέχουν οι κονοτικοί οδοί, πλατείαι, υδραγωγεία και στην προκειμένη περίπτωση όπως είδαμε το μεγάλο έργο του αεροδρομίου Τυμπακίου. Οι εργαζόμενοι κοιμούνταν συνήθως στην ύπαιθρο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες ή σε υπόγεια και στάβλους το χειμώνα.

Απελπισμένοι οι ίδιοι φρόντιζαν να τακτοποιήσουν σε κάποιοι γνωστό, φιλικό ή συγγενικό τους σπίτι τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους αλλά και τα ζωντανά τους. Εκτός από το πρόβλημα της στέγης αντιμετώπιζαν και έλλειψη τροφής. Τα αγριόχορτα της περιοχής αποτελούσαν σχεδόν την καθημερινή τους διατροφή και όσοι είχαν λίγο λάδι και ψωμί ήταν ιδιαίτερα ευτυχείς.

Τέτοιες μέρες… λόγω των εξαιρετικών συνθηκών και περιστάσεων, οι δυσχέρειες ως προς τον επισιτισμό των κατοίκων του νομού Ηρακλείου ήταν μεγάλες και εξαιτίας αυτής της κατάστασης είχε συσταθεί επιτροπή η οποία αποτελούνταν από τους: Χρήστο Ζουράρη, δήμαρχο Ηρακλείου, Σ. Παπαπολυχρονίου διευθυντού Αγροτικής Τράπεζας, Ι. Πωλιουδάκη διευθυντού Δημοτικής Αστυνομίας και Α. Καστρινάκη βιομηχάνου. Στην επιτροπή παρεκλήθη να προεδρεύσει ο νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Τσατσαρωνάκης.

Η επιτροπή αυτή ομόφωνα απεφάσισε η ποσότητα σίγου ή κριθαριού να μην είναι λιγότερη από 100 δράμια για κάθε άτομο, η συγέντρωση δε να γίνεται μέσω της χωροφυλακής με εποπτεία γεωπόνων, προέδρων κοινοτήτων ή δασκάλων και η πληρωμή της συγκεντρωμένης ποσότητας θα γίνεται με διπλότυπες αποδείξεις μέσω της Αγροτικής Τράπεζας.

Επίσης ορίσθηκαν κάποια κέντρα προκειμένου να συγκεντρωθούν οι ποσότητες κριθαριού και σιταριού. Αυτά ήταν: το Ηράκλειο, οι Μοίρες, το Τυμπάκι, η Γέργερη, ο Χάρακας, ο Πύργος, το Τεφέλι, η Βιάννος, η Έμπαρος, το Αρκαλοχώρι, τα Πεζά, η Βιάννος, το Καστέλλι Πεδιάδος, οι Γούβες, οι Ποταμιές, η Χερσόνησος, η Επισκοπή, οι Δαφνές, οι Αρχάνες, η Αγία Βαρβάρα, η Τύλισσος.

Τέλος η προαναφερόμενη επιτροπή είχε κανονίσει για τους εργαζόμενους χειρονακτικά 100 δράμια άρτον και για τους μη χειρόνακτες 75 δράμια καθώς επίσης είχε αποφασίσει υποχρεωτικά την πρόσμιξη σουλτανίνας σε ποσοστό καθορισθησομένο αναλόγως των αναγκών του άρτου και των γεωμήλων.

Όλα έπρεπε να γίνουν σύμφωνα με τις διαταγές των Γερμανών κατακτητών. Χωρίς να υπολογίζονται ανθρώπινες ζωές, χωρίς να υπάρχει σεβασμός στην ανθρώπινη προσωπικότητα, χωρίς να υπάρχει κανένας ενδοιασμός για οτιδήποτε.

Όλα γίνονταν τόσο απλά… κατά το “διατάσσομεν και αξιούμεν”.