Γιάννης Μοσχονάς
του Γιάννη Μοσχονά

Η πιο σημαντική πολιτική εξέλιξη του 2022, υπήρξε αναμφίβολα το μεγάλο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Ένα σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε σταδιακά και μέσω του οποίου, το επιτελικό κράτος του κ. Μητσοτάκη θεωρούσε ότι μπορεί να ελέγξει, όχι μόνο τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά ακόμα και τα στελέχη του δικού του μηχανισμού.

Ωστόσο, το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν είναι και το μοναδικό που ξέσπασε στα πλαίσια αυτής της διακυβέρνησης.  Η τελευταία κυβερνητική θητεία πλαισιώνεται από μια αλληλουχία σκανδάλων που προκαλούν, όχι μόνο το κοινό αίσθημα, αλλά και την ίδια την δημοκρατία μας. Το μέγεθος όμως αυτού του σκανδάλου επισκίασε όλα τα υπόλοιπα – που θεωρήθηκαν υποδεέστερα – και στη συνέχεια «ξεχάστηκαν» από τα περισσότερα εγχώρια ΜΜΕ, αφού – για τους δικούς τους λόγους – εξαντλούσαν το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον τους, σε μια συντονισμένη εκστρατεία προβολής και διαφήμισης του κυβερνητικού έργου.

Ευτυχώς όμως, προς τιμήν της ελεύθερης ενημέρωσης, δεν ξεχάστηκαν από όλα τα ΜΜΕ. Στην έγκριτη Βρετανική εφημερίδα «The Guardian», διαβάζαμε στα μέσα του 2020: «Ακόμα οι Έλληνες δεν έχουν καταλάβει το μεγάλο πάρτι με τις δημόσιες αναθέσεις».

Να θυμίσουμε εδώ ότι, για την διεθνή κοινή γνώμη, η Ελλάδα είχε μια σχετικά επιτυχημένη διαχείριση της πανδημίας του Covid-19, γιατί επέβαλε από νωρίς ένα σκληρό  lockdown, που έσωσε ζωές. Η έξωθεν καλή εικόνα όμως, εργαλειοποιήθηκε «δεόντως» από την κυβέρνηση. Έτσι, η έλλειψη διαφάνειας της Ελλάδας σχετικά με τα δημόσια οικονομικά της, είχε περάσει απαρατήρητη εκτός των συνόρων της.

Όμως δεν άργησε να γίνει αντιληπτή από τον «Guardian», στον οποίο διαβάζαμε τον Ιούνιο του 2020: «Η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρησιμοποιεί την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως πρόσχημα, για να σπεύσει αδιαφανείς και αμφισβητήσιμες συμφωνίες δημοσίων συμβάσεων. Η αναστολή των μεγάλων έργων, τα οποία “έσπασαν” σε μικρότερα για την αποφυγή ανοικτών διαδικασιών προμηθειών και η μεταφορά της διαχείρισης των μέτρων οικονομικής στήριξης σε ιδιωτικές εταιρείες, έθεσε σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις προθέσεις της κυβέρνησης».

Ακολούθησε η «επέλαση» πακέτων εκατομμυρίων ευρώ, με προορισμό εταιρείες που διαχειρίστηκαν τα «προγράμματα τηλεκατάρτισης» για τους αυτοαπασχολούμενους, αλλά και τα γνωστά «voucher της εκπαίδευσης», για τα οποία επτά εταιρείες θα λάμβαναν 36 εκατομμύρια ευρώ. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, είχε προηγηθεί μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης του κοινού στον Covid-19, ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ, και δόθηκε απευθείας σε μια ιδιωτική εταιρεία.

Αδιαφανής ήταν επίσης και η διαδικασία επιλογής κριτηρίων, για τον καθορισμό των μέσων μαζικής ενημέρωσης που επιλέχθηκαν με σκοπό να επικοινωνήσουν το υλικό της καμπάνιας, όπως αδιαφανείς ήταν και οι αμοιβές τους. Παρά τα αλλεπάλληλα κοινοβουλευτικά αιτήματα, η κυβέρνηση αρνήθηκε τότε να αποκαλύψει τις οικονομικές λεπτομέρειες του προγράμματος.

Αλλά και το Υπουργείο Μετανάστευσης επικρίθηκε τότε ισχυρά από την αντιπολίτευση, για παραβίαση των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων. Το υπουργείο αποφάσισε την άμεση ανάθεση συμβάσεων αξίας αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, ενώ ισχυρίστηκε ότι αυτές οι συμφωνίες είναι «εμπιστευτικές», επικαλούμενο, τόσο την εθνική ασφάλεια όσο και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης του Covid-19.

Ο «Guardian» καταλήγει στην αναφορά του για τη χώρα μας: «Η κυβέρνηση χρειάζεται ηθική εξουσία για την επιβολή δαπανηρών αποφάσεων. Και παρόλο που αυτά τα σκάνδαλα δεν έχουν συγκλονίσει ακόμη το κοινό, καθώς η ύφεση θα βαθαίνει, θα αποκτήσουν νέα σημασία».

Και ενώ η ύφεση συνεχίζει να βαθαίνει στη χώρα μας, το «γαϊτανάκι των σκανδάλων» καλά κρατεί μέχρι και σήμερα. Οι ταλαίπωροι δανειολήπτες, οι εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες που κινδυνεύουν να χάσουν την πρώτη τους κατοικία, «είδαν» τον κ. Πάτση, βουλευτή της ΝΔ, να αγοράζει το δάνειό τους στο 1/15 της αξίας του.

Εκείνοι όμως θα πρέπει να το αποπληρώσουν κανονικά. Ακολούθησε η περίπτωση της ευρωβουλευτού της ΝΔ, κ. Μαρίας Σπυράκη, η οποία ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και ήδη έχει ζητηθεί η άρση της ασυλίας της από το Ευρωκοινοβούλιο.

Αλλά, ακόμα και το περιοδικό «Economist», στην έκθεσή του για το 2022, κάνει αναφορά στις προσπάθειες συγκάλυψης του «ελληνικού Watergate». Προσθέτει, ακόμη, ότι «το μεγάλο σκάνδαλο των υποκλοπών,  κλονίζει την κυβέρνηση και, σε συνδυασμό με την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση, χαλάει την εικόνα ενός φιλοευρωπαίου εκσυγχρονιστή που προσπαθούσε να καλλιεργήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης». Σπεύδει μάλιστα να χαρακτηρίσει την Δημοκρατία στην Ελλάδα «Ελαττωματική».

Το γεγονός όμως ότι οι μεγάλες αυτές αποκαλύψεις, με προεξέχουσες εκείνες του τελευταίου εξαμήνου, δεν πλήττουν ιδιαίτερα – δημοσκοπικά τουλάχιστον – το κυβερνών κόμμα, ούτε και διοχετεύουν την όποια κοινωνική δυσαρέσκεια προς τα αριστερά του, αποτελεί για κάποιους δυσεξήγητο φαινόμενο.

Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι και τόσο δυσεξήγητο. Είναι γνωστό πλέον σε όλους ότι η κοινωνική βάση της ελληνικής παραδοσιακής Δεξιάς ουδέποτε διακρίθηκε για τις δημοκρατικές της ευαισθησίες, όπως πιστοποιούν εύγλωττα οι αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις των τελευταίων δεκαετιών.

Ηπλειοψηφία της εκλογικής της δύναμης επιθυμεί και επιλέγει αυταρχικούς ηγέτες, ενώ και ένα κομμάτι της νοσταλγεί ακόμα και τα βασιλοχουντικά καθεστώτα.

Τα ιστορικά ίχνη πάντως μένουν ανεξίτηλα και είναι πάντα χρήσιμα στις αναγνώσεις μας. Από το «Κωνσταντίνος Καραμανλής Αρχείο», ανασύρουμε την καταγεγραμμένη άποψη του εθνάρχη για την πολιτική: «Η πολιτική δεν είναι παρά πόλεμος ψυχολογικός, που δεν τον κερδίζει, παρά εκείνος ο οποίος εμπνέει πεποίθησιν και αν θέλεις και φόβον». Αλλά και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Λογοδοσία μιας ζωής», μνημονεύει τον εθνάρχη: «Ο Καραμανλής ποθούσε, ο επί του Τύπου υπουργός να κατευθύνει τις εφημερίδες, και ο επί της Δικαιοσύνης τους δικαστές στα θέματα του Τύπου…».

Η περιορισμένη ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης συνολικά, απέναντι σε αυτήν την αντιδημοκρατική κρατική εκτροπή που συντελείται σήμερα και απέναντι σε μια χοντροκομμένη παραβίαση κάθε ιδιωτικότητας, συνδέεται καταφανώς με την γενικότερη απαξίωση της πολιτικής και του πολιτικού κόσμου, όπου διαπερνά όλο και περισσότερο την ελληνική κοινωνία.

Όλη αυτή η απαξίωση είναι και απόρροια των μεγάλων διαψεύσεων της προηγούμενης δεκαετίας και της σκληρής συνειδητοποίησης ότι, δεν αποφασίζουν για τις ζωές μας οι κάλπες, αλλά κάποια απρόσωπα υπερκρατικά επιτελεία, πλήρως ελεγχόμενα από τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς και δίχως κάποια δημοκρατική νομιμοποίηση.

Η αντιπολιτική αυτή διάθεση που είναι διάχυτη στην ελληνική κοινωνία – και περισσότερο στις νεότερες γενιές – απομακρύνει και τους επαγγελματίες της πολιτικής από την καθημερινότητα και τα προβλήματα των πολιτών, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες αισθάνονται πως η πολιτική δεν τους αφορά πλέον.

Σημαντική ευθύνη γι αυτήν την αντιπολιτική διάθεση που έχει κυριεύσει την κοινωνία, με αποτέλεσμα η διαφθορά που είναι διάχυτη παντού, να μην προκαλεί εν τέλει φθορά στην κυβέρνηση, φέρουν φυσικά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης που δεν αντιπολιτεύονται στην πράξη, όπως οφείλουν να το κάνουν, αλλά με κραυγές και με ανακοινώσεις. Η Αριστερά φαίνεται να έχει στερέψει από νέες ιδέες και κοινωνικές προτάσεις, που μπορούν να ανακουφίσουν τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες μας.

Σκέφτομαι πόσο δίκιο είχε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, όταν διαπίστωνε πως άπαντες πλέον έχουμε εμποτιστεί σήμερα από το καπιταλιστικό φαντασιακό. Κι αν ακούγονται πού και πού εξ αριστερών κάποια αντικαπιταλιστικά συνθήματα, δεν ενοχλούν πλέον κανέναν.

https://moschonas.wordpress.com