Δεν υπάρχει μια πανανθρώπινη θεωρία για όλο τον κόσμο. Όλα εξαρτώνται από τον τόπο, τον χρόνο, τις κοινωνικές συνθήκες, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις φιλοσοφικές και επιστημονικές απόψεις κλπ. Δεν το χωρεί το μυαλό μου πώς γίνεται να έχει τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων η Γη και να μην μοιάζει ο ένας με τον άλλο και να είναι καθένας φθιαγμένος από διαφορετικά υλικά. Πάντα η φύση δημιουργούσε προϋποθέσεις για τη διαφορετικότητα. Οι μεγάλες διαφορές δημιούργησαν την ιστορία του πολιτισμού. Η δύναμη βρίσκεται στη διαφορά. Ατομική εξέλιξη, ομαδική εξέλιξη.
Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πόσο σοφά ο Θεός, η θεά φύση δεν τα ‘κανε όλα τα ίδια, αλλά με τη διαφορετικότητα σαν σπορικό έδωσε νόημα στην επιβίωση και στον ανταγωνισμό.
Στον μικρόκοσμο που ζούμε, καθένας προσπαθεί να κάνει το “κάτιτι” παραπάνω, όχι συνηθισμένο, παράξενο, έξυπνο, πονηρό, ηλίθιο και έτσι ψάχνει το μαγικό κοκτέϊλ για να γεφυρώσει οτιδήποτε, για κάποιο σκοπό. Κάπου στην Ασία, δεν θυμάμαι πού, γίνεται μια “λαϊκή αγορά”, δεν ψωνίζουν, αλλά περιφέρνται πάνω – κάτω και ανάλογα με τον σωματότυπό τους και τα γούστα τους, γδύνονται επί τόπου και ανταλλάσουν τα ρούχα που φορούνε.
Καθένας πουλεί προσπαθώντας να κάνει τη διαφορά, ό,τι μπορεί, ό,τι του αρέσει, ό,τι έχει αντίκρυσμα, ή το μυαλό του, ή το σώμα του, ή την ιδιορρυθμία του, μιμούμενος τη φύση. Όλα θυσιάζονται στον βωμό της ρεκλάμας, εκτός από τους τυχερούς που έχουν από γεννησιμιού τους το τραβηχτικό, το “έλα πά”.
Ο συρμός, η μόδα, απ’ όλα τα φύλα, όλα στο σφυρί με οποιοδήποτε νόμισμα και ό,τι προκύψει. Η επένδυση γίνεται στο φαίνεσθαι, όλα τα λεφτά, πώς θα προκαλέσεις, πώς θα εντυπωσιάσεις, πώς θα κάνεις τη διαφορά, αφού το μυαλό έχει χρεωκοπήσει την κατάσταση. Ποιος θα σε ταϊζει όμως να μην ψοφήσεις; Αυτό είναι αλλουνού…
Στην Ιταλία κάποτε χρηματοδοτούσε ένας υποψήφιος βουλευτής κάποιους τεμπέληδες να φωνάζουν “θέλουμε δουλειά”. Το κάνει ο διάολος και βγαίνει στο guverno και τους βάνει στη γραμμή για δουλειά. Φωνάζει τον πρώτο. “Πού θέλεις να δουλέψεις;” και εκείνος απαντά: “ από μένα, κύριε βουλευτά, βρήκες ν’ αρχίσεις;”.Άλλος είναι ο Θοδωρής και άλλος είναι οπου θωρείς. Αυτός χθες ήταν μαλλιαρός, σήμερο γουλί ή τ’ ανάποδο, αυτός φορεί εμπριμέ, αυτός αρβύλες κατακαλόκαιρο λυτές, ξεσκισμένος, μπαλωμένος, με λειρί, λοφίο κλπ. Εκείνη προς το παρόν έχει φύλλο συκής, η άλλη χθες ήταν κοντή, ξανθιά, μελαχροινή, παρδαλή κλπ. Σου λέει: Κάπου θα δέσει το γλυκό. Κάπου μ’ αυτά και μ’ αυτά … δεν ξέρω, αν θα δέσει.
Ουφ… βούλωσέ το μπλιό και μπες μέσα. Από τσικάλι που δεν τρως, άστο κι ας τσικνώσει.
* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής