Δεν ξέρει κανείς πως να συμπεριφερθεί την ημέρα των ερωτευμένων που έχει ορισθεί η 14η Φεβρουαρίου, ειδικότερα όταν αρκετοί γιορτάζουμε αυτή τη μέρα όλο το χρόνο και όχι μόνο στην προαναφερόμενη ημερομηνία.
Είμαι όμως υποχρεωμένος να σταθώ σ’ αυτή τη γιορτή, που αφενός ενισχύει το ερωτικό συναίσθημα και αφετέρου εξαιτίας αυτού του κοσμικού γεγονότος αναπτερώνεται η κίνηση της αγοράς, τόσο στα ανθοπωλεία, όσο και στα ζαχαροπλαστεία αφού οι σοκολατένιες καρδούλες κάνουν θραύση. Καρδιά να είναι και ό,τι θέλει ας είναι, λουλουδένια, σοκολατένια δεν έχει σημασία.
Η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου λοιπόν. Ένας Άγιος ξενόφερτος λες και οι δικοί μας Άγιοι χάθηκαν! Γι’ αυτόν λένε, ότι τελούσε γάμους στερεώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη χριστιανική πίστη και ότι βοηθούσε τα ζευγάρια, τα κανονικά… να τα βρουν και να ομονοήσουν. Επίσης λέγεται ότι προσπαθούσε να βοηθήσει τους χριστιανούς που ήταν θύματα των διώξεων. Όλα τα παραπάνω βέβαια είχα κόστος για τον ίδιο και τον αποκεφάλισαν!
Από την εκκλησία μας προβλήθηκε ο Άγιος Υάκινθος που γιορτάζεται στις 3 Ιουλίου. Γύρω στο 2.000 υπήρξε πρόταση του τότε αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου προς τους νέους, όπως να εορτάζεται η ημέρα των ερωτευμένων.
Την 13η Φεβρουαρίου, ημέρα κατά την οποία η Ορθοδοξία μας τιμά τη μνήμη των Αποστόλων Ακύλα και Πρίσκιλλας, ενός ανάρετου ζευγαριού Ιουδαίων σκηνοποιών που ζούσε στην Κύρινθο και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Έτσι λοιπόν οι ερωτευμένοι μη δεσμευόμενοι χρονικά μπορούν αφενός μεν να γιορτάζουν όλο το χρόνο που είναι και το καλύτερο και αφετέρου αν θέλουν να επιλέξουν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις.
Γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Ο έρωτας δεν άφησε αμέτοχους δύο από τους μεγαλύτερους των ελληνικών γραμμάτων. Τον μεγάλο μας ποιητή Κωστή Παλαμά και τον επίσης μεγάλο μας διηγηματογράφο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Χαρακτηριστικός ο έρωτας του πρώτου με την αγαπημένη του Ραχήλ. Σ’ ένα γράμμα του φαίνεται η αγάπη και ο έρωτας του ποιητή:
«Όπου στέκομαι, όπου πάω,
θα στο πω
Με το νου μου λέω δε σ’ αγαπώ
σ’ αγαπάω».
Επίσης και με τους παρακάτω στίχου δείχνει ο ποιητής τα συναισθήματά του προς τη Ραχήλ.
«Κι αυτό το τραγούδι το στέλνω
ψυχή μυστική μου σ’ Εσένα!
του στίχου μου τ’ άνθια είναι τώρα,
για εσέ όλα από σε, φυτρωμένα».
Ελένη Κορτζά είναι το όνομα της Ραχήλ. Ο ποιητής με τους παρακάτω στίχους αναφέρει το όνομά της:
«Παλιό τραγούδι των καιρών, των παιδικών, τη θύμησή μου γαληνεύεις την τρικυμισμένη,
με το παθητικό σου τούτο γύρισμα:
Σ’ ενθυμούμ’ Ελένη».
Φυσικά ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά την ημέρα συνήθως… Εκείνος ήταν 62 χρονών και εκείνη ήταν μόλις 20 ετών, είχε βέβαια καταπληκτική μόρφωση και ήταν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία για την ηλικία της.
Όμως ο φτερωτός Θεός του έρωτα δεν άφησε ανέγγιχτο ούτε τον μεγαλύτερο νεοέλληνα διηγηματογράφο μας, τον Σκιαθότη Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Κάποια γυναίκα τον ενέπνευσε και ο ίδιος ζητούσε παρηγοριά για τους πρώιμους καημούς της καρδιάς του με τα διάφορα ποιήματά του. Εξάλλου πολλοί λίγοι γνωρίζουν τον Παπαδιαμάντη σαν ποιητή, αφού ο ίδιος ποτέ δεν δημοσίευσε τους στίχους του. Ήταν παπαδοπαίδι και οι πρώτες του γνώσεις ήταν συνάρτηση του Θεού, των Αγίων και των εικόνων. Διαπλάστηκε μ’ αυτά και ανατράφηκε με τον φόβο.
Παρ’ όλα αυτά ο κυρ Αλέξανδρος είχε τον έρωτά του, έκανε την αμαρτία του. Μαγεύονταν να βλέπει τη μική Λαλιώ, να θαυμάζει τα ξανθά μαλλιά της, τα ολογάλανα μάτια της και ν’ ακούσει το τραγούδι της! Ένα μυστικό αίσθημα που ούτε καν περνούσε από το μυαλό του να το εξομολογηθεί σε κάποιο. Η υπέρμετρη χριστιανική αγωγή του, το έκανε ακόμα πιο δειλό στη Λαλιώ του. Ποτέ δεν έπαψε να “συνομιλεί” μαζί της, ακόμα και όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων είναι μαθητής στο Γυμνάσιο της Χαλκίδας. Κάτω από το φως της λάμπας γράφει:
«Ομοίως σε περίμενα να έρθεις χθες ομοίως,
μακράν σου είναι έρημος και αφεγγής ο βίος».
Όμως η τύχη πολλές φορές τα φέρνει αλλιώς. Η Λαλιώ παντρεύτηκε ένα γέρο τελωνειακό υπάλληλο τον Μοναχάκη.
Παρ’ όλα αυτά ένα φεγγαρόφωτο βράδυ ξεγλιστρούν στα Αιγαιοπελαγίτικα νερά, βόλτα βαρκάδα. Μια μεγάλη πανσέληνος τους τυλίγει σε μελιχρούς ίσκιους. Ζουν και οι δυό τους τη σιωπή και το δισταγμό. Κάθεται ο ίδιος τόσο κοντά της, που η ανάσα της τον καίει. Όμως ο φόβος της αμαρτίας εισορμά μέσα του και δεν γίνεται τίποτα… Φεύγει για το Άγιο Όρος, κάθεται μόνο οκτώ μήνες και εγκαταλείποντας και αυτή τη ζωή, κατεβαίνει στην Αθήνα το 1873. Το 1891 ξαναεπισκέφθηκε το νησί του και βρίσκει τη Λαλιώ χήρα πλέον. Αποφασίζει ένα βράδυ να την επισκεφθεί στο σπίτι της και να της ζητήσει να γίνει η γυναίκα του.
Όμως τον πιάνουν πάλι οι δισταγμοί και σκέφτεται μήπως γίνει ευτυχισμένος αυτός σε αντίθεση με τις τρεις αδελφές του που είναι ηλικιωμένες, ανύπαντρες και απροστάτευτες, εκπληρώνοντας και ένα χρέος προς τους γονείς του που πεθαίνοντας του έγραψαν να μην τις αφήσει μόνες… Αυτός άραγε ήταν ο λόγος; Μήπως ήταν μια δικαιολογία; Ποιος ξέρει…
Όμως ξανά επιστροφή στην Αθήνα, βρίσκοντας παρηγοριά στα ξωκλήσια της τα ερημικά, σε κάποιο καφενείο της δεξαμενής ή στην παραδοσιακή μπακαλοταβέρνα «μεταλαμβάνοντας» την κεχριμπαρένια ρετσίνα, την αγαπημένη του, γράφοντας και δημιουργώντας τα ανεπανάληπτα δημιουργήματα του, τα τόσο μοναδικά για τον κάθε αναγνώστη!