Πού βρίσκονται άραγε τα όρια της ανθρώπινης βαρβαρότητας; Πόσο μπορεί το φυλετικό μίσος να εκβαρβαρώσει την ανθρώπινη ύπαρξη; Πόσο μπορεί η εξουσία να διαστρέψει και να αποκτηνώσει έναν άνθρωπο; Τέτοια και άλλα παρόμοια ερωτήματα κατακλύζουν καθένα που θέλει να λέγεται άνθρωπος, μπροστά στη φρικτή δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, ένα γεγονός που έχει βυθίσει στο χάος τις ΗΠΑ.

«Δεν μπορώ να αναπνεύσω!». Δεν μπορούσε να αναπνεύσει ο Τζορτζ Φλόιντ όχι επειδή είχε πρόβλημα αναπνευστικό, αλλά επειδή κάποιοι θέλησαν, εκμεταλλευόμενοι την εξουσία τους, να του στερήσουν αυτό που όλοι έχουμε δωρεάν:  τον αέρα. Γιατί, όμως, τόσο μένος; Τι τους έκανε να έχουν αυτή την απάνθρωπη συμπεριφορά;

Τι είναι εκείνο που διέστρεψε και αφαίρεσε από μέσα τους κάθε ίχνος ανθρωπιάς; Μα τι άλλο από το ρατσισμό, από την πανδημία του ρατσισμού, όπως τη χαρακτήρισε ο Τζορτζ Κλούνεϊ. Μια πανδημία χειρότερη από την πανδημία του κορωνοϊού που έστειλε στον τάφο χιλιάδες Αμερικανών και στην ανεργία πολλά εκατομμύρια. Γιατί μια πανδημία κάποια στιγμή περνά, ο ρατσισμός όμως μένει «εις τον αιώνα».

Όπως είπε επίσης ο Κλούνεϊ, για την πανδημία του ρατσισμού που σαρώνει τις ΗΠΑ εδώ και τέσσερις αιώνες, η χώρα δεν έχει βρει ακόμη εμβόλιο. Θα έλεγα πως τέτοιο «εμβόλιο» δεν πρόκειται να βρεθεί, όσο στη χώρα αυτή καλλιεργούνται αντιλήψεις περί ανωτερότητας των λευκών, όσο οι Αφροαμερικανοί θεωρούνται δεύτερης κατηγορίας πολίτες, μόνο και μόνο επειδή το χρώμα του δέρματός τους είναι διαφορετικό από αυτό των λευκών.

Πρόκειται για μια αντίληψη αντίθετη σε κάθε έννοια ανθρωπισμού, σε κάθε έννοια ανθρωπιάς:  ο φυλετικός ρατσισμός είναι η χειρότερη μορφή ρατσισμού, επειδή το χρώμα του δέρματος δεν είναι κάτι επίκτητο αλλά κάτι φυσικό και άρα δεν μπορεί να αλλάξει. Ο μεγάλος Ρώσος φιλόσοφος Νικόλαος Μπερδιαγεφ γράφει κάπου ότι, ενώ σε άλλες μορφές ρατσισμού ο άνθρωπος μπορεί να γλυτώσει τη ζωή του, στο φυλετικό ρατσισμό αυτό είναι αδύνατο.

Σε περίπτωση π.χ. θρησκευτικού φανατισμού ο άνθρωπος μπορεί να αλλαξοπιστήσει και να σωθεί. Επίσης, σε περίπτωση πολιτικών διώξεων μπορεί να κάμει μια «δήλωση μετανοίας» (που λέει ο λόγος) και να σώσει τη ζωή του. Στο φυλετικό ρατσισμό όμως αυτό είναι αδύνατο, όπως το έδειξε η περίπτωση του διωγμού των Εβραίων από τους ναζί.

Ποιος, όμως, καλλιεργεί τέτοιες αντιλήψεις και ποιος επιτρέπει τέτοιες πρακτικές; Η ίδια η κοινωνία της Αμερικής, το ίδιο το εκπαιδευτικό αλλά και το πολιτικό σύστημα.

Όταν έχεις ένα πρόεδρο που είναι υπέρ των όπλων, που δηλώνει ότι, αν δεν σταματήσουν οι διαδηλώσεις, το λόγο τον έχει ο στρατός και η επιβολή δια των όπλων, ένα πρόεδρο που δεν  μπόρεσε να βρει δυο λόγια, για να καταδικάσει τους αστυνομικούς που σκότωσαν τον Φλόιντ, ένα πρόεδρο που μόνο απειλεί, που θεωρεί πως οι μεγαλύτεροι εχθροί των ΗΠΑ είναι οι μετανάστες, που άφησε τους Αμερικανούς στο έλεος της πανδημίας του κορωνοϊού, με αποτέλεσμα να τιναχτεί σε μεγάλα ύψη η ανεργία (ένας τέτοιος άνεργος ήταν και ο Φλόιντ), τότε είναι αυτός που  εξωθεί στη βία.

Δυστυχώς, η αμερικάνικη κοινωνία είναι μια κοινωνία μανιχαϊστική: υπάρχουν οι «καλοί» και οι «κακοί», όπως το βλέπουμε στις αμερικάνικες ταινίες, με τις οποίες γαλουχούνται οι Αμερικανοί «εξ απαλών ονύχων». Μεσαία κατάσταση δεν υπάρχει: οι «κακοί» πρέπει να εξοντώνονται από τους «καλούς». Πρόκειται για μια τελείως απλουστευτική αντίληψη, που έχει ποτίσει τις ψυχές του αμερικανικού λαού κι έχει διαμορφώσει τις αντιλήψεις του.

Ο ρόλος των  «κακών» σε κοινωνικό επίπεδο έχει αποδοθεί στους Αφροαμερικάνους και στους Ινδιάνους (ας θυμηθούμε τις παλιότερες ταινίες με τους «γενναίους» καουμπόηδες και τους «άγριους» Ινδιάνους). Έτσι οι Αφροαμερικάνοι θεωρούνται σχεδόν εξ ορισμού «κακοί» έναντι των «καλών» λευκών, είναι το σκοτάδι, ενώ οι λευκοί είναι το φως. Είναι οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι», οι φορείς του «κακού» και γι’  αυτό πάντοτε οι ύποπτοι. Αυτά για μια μεγάλη μερίδα της αμερικάνικης κοινωνίας.

Μια τέτοια αντίληψη, που έχει μεταβληθεί σε ρατσιστική ιδεολογία, έχει ποτίσει και πολλούς αστυνομικούς, οπλίζοντας το χέρι τους, ώστε να πυροβολούν με μεγάλη ευκολία ή να καταδικάζουν σε θάνατο από ασφυξία ή να χτυπούν μέχρι θανάτου ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή τυχαίνει να έχουν γεννηθεί με διαφορετικό χρώμα δέρματος.

Η ιδεολογία του ρατσισμού τούς επιτρέπει να κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους, όταν γνωρίζουν ότι μάλλον «θα πέσουν στα μαλακά». Η αστυνομική εξουσία που κινείται από ρατσιστικά κίνητρα  δεν λογαριάζει τίποτε, δεν καταλαβαίνει από ανθρωπισμό, δεν έχει όρια. Η βία γίνεται όχι μόνο ένας τρόπος επιβολής αλλά προσφέρει και ηδονή:  ο ρατσιστής χαίρεται να βλέπει το θύμα του να υποφέρει. Κι όταν το βλέπει να χάνει τη ζωή του, πιστεύει ότι απάλλαξε την κοινωνία από ένα εκπρόσωπο του κακού.

«Δεν μπορώ να αναπνεύσω!». Τι ζήτησε ο Τζορτζ Φλόιντ; Λίγο αέρα, που θα του επέτρεπε να ζήσει. Λίγο αέρα. Τίποτε περισσότερο. Και οι αστυνομικοί του τον αρνήθηκαν. Και τον καταδίκασαν σε φρικτό θάνατο, γιατί εκεί τους κατεύθυνε το ρατσιστικό κίνητρο. Κι έφτανε η σπαρακτική κραυγή ενός ανθρώπου, για να ξεσηκωθεί ο λαός και να ζητήσει δικαιοσύνη.

Έφτανε η πνιγμένη φωνή ενός ανθρώπου που έχανε τη ζωή του κάτω από τη μπότα του αστυνομικού, για να βγουν στην επιφάνεια οι αιώνες καταπίεσης ενός λαού που ξεριζώθηκε με τη βία από τον τόπο του, που καταδικάστηκε σε πολύχρονη δουλεία και αντιμετωπίστηκε σαν res (πράγμα), που υποχρεώθηκε να εργάζεται σαν πάμφθηνο εργατικό δυναμικό στα αγροκτήματα και στα σπίτια των λευκών κυρίων του, που αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται ως λαός δεύτερης και τρίτης κατηγορίας στο πλαίσιο της αμερικάνικης κοινωνίας.

«Δεν μπορώ να αναπνεύσω!». Αυτή είναι και η κραυγή κάθε ανθρώπου που διασώζει μέσα του αυτό που ονομάζουμε με την ωραία ελληνική λέξη «ανθρωπιά», όταν βλέπει την άσκοπη βία, από όπου κι αν προέρχεται. «Δεν μπορώ να αναπνεύσω!», βλέποντας τη ρατσιστική βία. «Δεν μπορώ να αναπνεύσω!», όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, επειδή έτυχε να γεννηθεί με διαφορετικό χρώμα. «Δεν μπορώ να αναπνεύσω!», όταν ο φασισμός νιώθω να μου πιέζει  το στήθος και να προκαλεί τα ανθρώπινά μου αισθήματα.

Η πνιγμένη κραυγή του Τζορτζ Φλόιντ είναι η κραυγή κάθε ανθρώπου που υποφέρει. Είναι η κραυγή κάθε ανθρώπου που η εξουσία της βίας τον εξουθενώνει μέχρι θανάτου. Ο Τζορτζ Φλόιντ είναι δικός μας άνθρωπος. Είναι εμείς.