Με το που άρχισα να γράφω στην εφημερίδα, ποικίλα σχόλια έγιναν, ανάλογα με την πρόθεση και τη διάθεση, που είχε ο καθένας. Μόνο ένας συνάδελφος που έπεσε μέσα: Ωραία κουβεδιάζεις πότε-πότε στην εφημερίδα.

Όντως μας λείπει η κουβέντα, η φιλική συνομιλία, που δεν είναι σημαδεμένη από απωθημένα, ίντριγκες και κομματικές ταυτότητες. Μη ξεχνάς ότι όλοι βράζομε στο ίδιο καζάνι. Όλους θα μας ψοφίσουνε με συνοπτικές διαδικασίες.

Σε έχουν πακετάρει: Σου λένε, τι θα λες τι θα κάνεις, ποιες προτεραιότητες θα βάνεις (δήθεν δικές σου) και λανσάρεις το τελευταίας τεχνολογίας κινητό με ύφος πολλών καρδιναλίων και νομίζεις ότι όλος ο κόσμος είναι δικός σου, ενώ είσαι μοναχός και γυρεύεις για παρέα τις καταθλίψεις και τους κουζουλογιατρούς. Ο Αινστάιν είχε πει ότι όταν αντικατασταθεί η ανθρώπινη επικοινωνία με την τεχνολογία, μεγαλώνει μια  γενιά ηλιθίων.

Το ίδιο θα πάθεις άμα η σφυρίχτρα σου έχει σταματήσει να σφυρίζει ή υπολειτουργεί, όπως ο πισινός σου, τότε, που ο διάολος γίνεται καλόγερος, τότε που αρχίζεις να φιλοσοφείς (άμα είσαι κακοπαντρεμένος), να συχνάζεις στη φύση, να γίνεσαι δάσκαλος θεωρητικός και προσπαθείς να θυμάσαι αυτά που δεν έχασες. Τσάμπα κόπος. Το μονοπάτι είναι το ίδιο, που περνούν όλοι, το κατηφορικό, το κακοτράχαλο και πιάνεσαι από εδώ και από κεί, για να μη γλιστρίσεις και το συντομεύσεις.

Ό,τι έχει απομείνει από τις αισθήσεις και τις αντιδράσεις, τα έχεις βάλει σε συναγερμό: Ξιπάσαι με το παραμικρό, γρουλώνεις τα μάθια και τεντώνεις τα αυθιά: Συμβαίνει τίποτα; Ποιος; Ο Θεός; Ο τάδε; Εγώ; Μακριά από μένα. Μ’ αυτήν την ανασφάλεια προσπαθείς να λες και να πιστεύεις, ότι ζεις.. Εν τω μεταξύ έχουν γίνει κολλητάρια σου οι γιατροί, οι φαρμακοτρίφτες, οι δικηγόροι, οι λογιστές και το ουράνιο στερέωμα.

Πώς είσαι; (κουνά το κεφάλι) μ, μ, μ, ας πούμε καλά. Όλα αμφίβολα και δύσπιστα. Πώς πας με τα φάρμακα; Πίνεις; Ναι, πρωϊ, μεσημέρι, βράδυ. Και πώς νοιώθεις; Σουφρώνει τη μούρη του “σκατά”. Δεν σου αφήνει περιθώριο για διευκρινήσεις.

Έλα που θα σαπίσεις στον καναμπέ, με το χαζοκούτι όλη μέρα και όλη νύχτα, σε μια καλοστημένη επιχείρηση, με τους περσόνους και τις περσόνες, με τους δήθεν αρμόδιους, να λέει ο ένας το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του, βάζοντας τυράκι στην παγίδα, να κουβεδιάζουν για σένα (για το καλό σου), πώς θα σου ρουφήξουν ακόμα και το μεδούλι και θα σε κάνουν να σιχαθείς ακόμη και τον εαυτό σου. Από ενημέρωση πας να σκάσεις, δεν αφήνουν κούντουρο (κουτσοράδη) σκύλο να μην του βάλουν ουρά, όλα έχουν ουρές.

Στείλε  τους στο διάολο και φωναχτά (για να ακούς και ο ίδιος) και αν νοιώθεις ένοχος, πες την αμαρτία σου στον παπά, μπας και μεσολαβήσει στο Θεό.

Για να μη φτάσεις σ’ αυτές τις καταστάσεις, είναι απαραίτητη η κουβέντα, η καθημερινή κουβέντα, στα ψυχοθεραπευτήρια (καφενεία) και στις κάθε είδους συνευρέσεις, του σαρικιού σου και βγάλε όσα σε καταπλακώνουν και όχι μόνο στα παντρολοΐματα, στις κηδείες και στα μνημόσυνα.

Πολυτραγουδισμένη και πολυειπωμένη η κουβέντα: …και κουβέντα στην κουβέντα ο καϋμός μεγάλωνε… μάθαμε να κουβεδιάζομε (αμ δεν…) δε λες κουβέντες… κ.λπ. Καθαρές κουβέντες, δεν του παίρνεις κουβέντα, σοβαρή κουβέντα, αστεία, χαλαρή, με ένταση, ανόητη κλπ.

Πολύ ωραίες κουβέντες γίνονται με τα μάθια, τα χείλη, τη γλώσσα, τα χέρια, τα πόδια, τα εργαλεία και γενικά τη γλώσσα του σώματος και της ψυχής. Να γίνεται κουβέντα, ανάλογα με τον τόπο, το χρόνο, τη διάθεση και το σκοπό. Πουλά η κουβέντα, το μπλα-μπλα, το έλα πα. Μεγάλη ρεκλάμα.

Ουφ… δεν λες την κακή κουβέντα, πες και την καλή.

 

* Ο Μανόλης Σπανάκης  είναι συν/χος καθηγητής