– Τι κάνεις Ιορδάνη, πώς πάει η υγεία;
– Καλά πάει η υγεία, Κωσταντή, μα ίντα δα βγει;
– E, αφού έχεις την υγεία σου, όλα διορθώνονται…
– Ναι, έτσι το νόμιζα κι εγώ Κωσταντή, μα να τώρα που πράμα δε διορθώνεται!
– Μα αυτό σημαίνει πως κάτι σοβαρό σού συμβαίνει!
– Μια ζωή, μπρε Κωσταντή, επάλευγα να κάμω περιουσία, με άγχος και με στερήσεις, για μια καλύτερη ζωή αργότερα, εγώ και τα κοπέλια μου…
– Ε, γι’ αυτό, θα πρέπει Ιορδάνη, να είσαι αξιέπαινος που δεν εσπατάλησες τη ζωή σου σε ασωτίες και σε ακολασίες. Εστάθηκες στην οικογένειά σου και στη δουλειά σου κύριος και σόφρων. Ένας άριστος νοικοκύρης και μπράβο σου.
Όλοι οι επιχειρηματίες είναι αξιέπαινοι, διότι με τη δουλειά τους, με την εξυπνάδα τους, με το μεράκι τους καταφέρνουν, πρώτον να μην στερούνται τον επιούσιο στην οικογένειά τους, δεύτερο να συμβάλλουν στην εθνική οικονομία της χώρας και τρίτον να δίνουν εργασία στους ανέργους. Αυτό που χρειάζεται ο λαός και η χώρα για να ορθοποδήσει.
– Έτσι ακριβώς, όπως τα λες Κωσταντή, είναι, λες και ήσουνα στη ζωή μου. Ένας τέτοιος όπως λες ήμουνα κι εγώ.
Η δουλειά μου, η οικογένεια, όλα πηγαίνανε μια χαρά. Έδινα δουλειά και σε 2-3 ανθρώπους.
– Ε, και μετά τι έγινε, βρε Ιορδάνη, κουράστηκες, βαρέθηκες ή τα ‘δωσες στα κοπέλια σου και τα πουλήσανε;
– Aυτό Κωσταντή, ή δα πέσω απού τον πιο ψηλό όροφο για να ‘μαι σίγουρος, ή δα ‘ρρωστήσω να ποθάνω! Δε γλυτώνω!
– Έξυπνο είναι αυτό που λες, γιατί άμα πέσεις από πιο χαμηλά μπορεί να μείνεις… μισερός! Αλλά γιατί;
– Γιατί έπαθα κι εγώ ό,τι πάθανε και χιλιάδες άλλοι συνάδελφοί μου! Εκεί που πηγαίνανε όλα μια χαρά, εχρεοκοπήσανε τη χώρα και φέρανε την κρίση οι άχρηστοι πολιτικοί μας! Πε μου, μπρε Κωσταντή, φταίγαμε εμείς στον ιδιωτικό τομέα και πληρώσαμε τη νύφη;
Eμείς δεν επηγαίναμε κάθε 29 στα ταμεία να γεμίζομε τσι τσέπες λεφτά πατί-πατί!
Εμείς, με ρίσκο μεγάλο, επαίρναμε από την τράπεζα λεφτά, με ψηλά επιτόκια και παίζαμε κορόνα-γράμματα, για ν’ ανοίξομε μια επιχείρηση, να κουβαλούμε μόνο λεφτά, να γεμίζομε τα ταμεία, χωρίς εμείς να παίρνομε μία! Εμάς όμως παίρνουνε τώρα τα σπίτια!
– Έχεις δίκιο Ιορδάνη, μα που θα το βρεις καημένε μου. Άλλοι… φάγανε και γλεντούσανε και από άλλους παίρνουνε τα σπίτια!
– Για πε μου πώς δα τ’ αντέξω γω Κωσταντή και όλη μου η οικογένεια, εδά που μας σε κάμανε κατάσχεση το σπίτι και ό,τι άλλα είχαμε και δεν είχαμε και στο δρόμο μας αφήκανε;
Kαι να ‘χω πληρώσει όλο το κεφάλαιο και για λίγους τόκους που είχανε απομείνει; Και να ‘μαι και έντιμος!
Ο Θεός, Κωσταντή, να μη δίνει τέτοια στενοχώρια σε άνθρωπο! Δε φτάνει που έχασα την επιχείρησή μου, έχασα και το σπίτι μου! Και ύστερα μου λες εσύ, υγεία και όλα διορθώνονται.
Εγώ το μόνο που περιμένω εδά να μου ‘ρθει, είναι η συγκοπή ή το εγκεφαλικό! Και να ΄ναι μια κι όξω δε με νοιάζει, να μην μου προσθέσει ο Θεός κι άλλα βάσανα, κι άλλες στενοχώριες,κι άλλους πόνους και καημούς!
Ο χειρότερος θάνατος δε δίνει τέτοιο μεγάλο πόνο. Ο θάνατος σιγά-σιγά με τον καιρό απαλύνει, όταν όμως τα χάσεις όλα και το σπίτι σου, ο πόνος σου με τον καιρό μεγαλώνει και πληθαίνει!… Μέχρι που πεθαίνεις!
– Καημένε μου Ιορδάνη, ό,τι κι αν σου πω να σε παρηγορήσω, παρηγοριά δε σηκώνει!…