Απότομος και τόσο ψυχρός εκείνος ο χειμώνας, δείχνοντας το πιο άγριο πρόσωπό του. Βρισκόμαστε στα 1922 και οι πρόσφυγες άρχισαν να καταφθάνουν ομαδικά στη χώρα μας και κατ’ επέκταση στο νησί μας και στην πόλη μας. Καραβιές, καραβιές, με μπόγους στους ώμους τους, άλλοι κρατούσαν μικρά παιδιά, μαζί και την εικόνα της Παναγίας ή κάποιου Αγίου.

Με πόνο και λύπη άφηναν  τις προγονικές τους εστίες και αναζητούσαν νέες πατρίδες και καινούργιους τόπους. Δεν είναι και τόσο εύκολο να θυμάται κανείς εκείνες τις ώρες του ξεριζωμού, της βίας και της εγκατάλειψης του ολέθρου και του θανάτου.

Έντονα αποτυπωμένες εκείνες οι στιγμές που έζησαν αυτοί, οι τόσο κατατρεγμένοι συνάνθρωποί μας. Ίσως κάποιοι “φωτισμένοι” ιστορικοί να μιλούν για συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης, αλλά σίγουρα η εικόνα και η πραγματικότητα υπήρξε διαφορετική. “Θρήνος!” είναι ο τίτλος του κειμένου που ακολουθεί.

Μ’ ένα ιδιαίτερα σκληρό περιεχόμενο, που αναφέρεται σε ευαίσθητες και τρυφερές ψυχές. Αυτοί οι συνάνθρωποί μας, που τόσο δοκιμάσθηκαν από τη μοίρα της ζωής, αναζητώντας την, προσπαθούσαν να απαλύνουν τον πόνο τους και τη συμφορά τους. Όλα αυτά, όπως μας τα περιγράφει ο Γιάννης Πύργος, με το δικό του μοναδικό τρόπο, γίνονται τον Δεκέμβριο του 1922. Πρόκειται για τον ιδιοκτήτη της καθημερινής ηρακλειώτικης εφημερίδας “Νέα Εφημερίδα”, Γιάννη Μουρέλλο, ο οποίος τακτικά χρησιμοποιούσε το προαναφερόμενο ψευδώνυμο.

Ο βαρύς χειμώνας, το πολύ τσουχτερό κρύο, η σκληρή και αδιάκοπη βροχή πάγωνε ολοένα και περισσότερο, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, εκείνες τις αθώες και δυστυχισμένες ψυχές!

“Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει. Μια φορά οι ποιηταί για να παρουσιάσουν το κρύο του βοριά με την παγερότητά του θυμούντανε τ’ αρνάκια που πάγωναν, γιατί μόνο αυτά κρύωναν τότε. Κι έκλαιγαν για τα φτωχά αρνάκια τα κουρνιασμένα κάτω από τους βράχους ή μέσα στα σπηλιάρια στις βαρειές χονιές.

Μα τώρα;

Ποιος θυμάται τ’ αρνάκια τώρα στη φρίκη και στον πόνο που σκόρπισε μια ανείκουστη ατιμία; Ποιός μπορεί να μη φράξη τα μάτια του και να μην κλείση τ’ αυτιά του στο τραγικό θέαμα που στάζει αίμα, που στάζει δάκρυα;

Όλη νύχτα ο βοριάς τραντάσει τα φτωχόσπιτα. Το βουιτό του μεγαλέωνει το κρύο κι η ανατριχήλα πληθαίνει στ’ άκουσμά του. Σκληρή βροχή αδιάκοπτη πέφτει στα παράθυρα κι ένα πάλεμα τρομερό συνταράσσει όλη την πλάσι.

Όλος ο κόσμος κουκουλωμένος κοιμάται. Δεν ακούεται φωνή ανθρώπου.

Ως κι οι κοκόροι είναι αμίλητοι. Άλλοι με σόμπες, άλλοι με τζάκια, άλλοι με φωτιά ζέσταναν τα σπίτια τους, κλείστηκαν σ’ αυτά, αμπάρωσαν τις πόρτες τους, έκρυψαν τις χαραμάδες, έβαλαν χαλιά, σκεπάστηκαν παπλώματα και κοιμούνται. Είναι η ώρα του γλυκού ύπνου, του ύπνου που δίνει το καινούργιασμα της ζωής.

Μα οι δυστυχισμένοι;

Τι να γίνουνται οι δυστυχισμένοι, πού εξεφώλιασεν η ατιμία και η προδοσία;

Ποιοι άλλοι δυστυχισμένοι στον κόσμο είναι σαν αυτούς; Δεν είναι τέσσερις μήνες ακόμα που ζουσαν κι αυτοί στα σπίτια τους, καθένας μες στα καλά του, καθένας στο νοικοκυριό του, καθένας στην ασφάλεια του καλοαρματωμένου σπιτιού του.

Μα τώρα;

Ω τώρα! Τι φρίκη, τι πόνος, τι οδύνη! Μια προδοσία τους πέταξε στους πέντε δρόμους, μια προδοσία τους συνέτριψε, τους αφάνισε, τους εξασθένησε.

Τώρα ράκη, ανθρώπινα, σκιάχτρα που θυμίζουν πόνο κι οδύνη, είναι μαζεμένοι σε μια γωνιά ο ένας κοντά στον άλλον και σφίγγουνται για να ζεσταθούν για να αμυνθούν στον κίνδυνο της ζωής που τους αγκαλιάζει.

Περνούν στο δρόμο με μπλαβισμένα νύχια και κίτρινα πρόσωπα. Σφίγγουνται στο ίδιο κορμί τους και καμπουριάζουν για να ζεσταθούν κι όλοι τρέχουν σκισμένοι και πανάθλιοι.

Αναθεματισμένοι κείνοι που σας έριξαν στη συμφορά και καταραμένοι κείνοι που δεν αισθάνθηκαν οίκτο στη φρικτή κατάντια σας. Ποια γλώσσα, ποια μούσα, ποια δύναμις θα θρηνήση τον πόνο σας, θα κλάψη την οδύνη σας;

Ποιο μυρολόι θα φτάξη στο ύψος της συμφοράς σας; Ποιος ποιητής θ’ αρχίση το θρήνο του με το: “Τρέμουν οι πρόσφυγες μπλάβοι απ’ το κρύο σκελεθρωμένοι απ’ τη συμφορά”.

Ποιος; Ποιος θα βρη τη δύναμη του θρήνου;”.

Ο Μικρασιατικός Σύλλογος της πόλης μας απευθύνει έκκληση προς την κοινωνία του Ηρακλείου, όπως κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων θυμηθεί τα μικρά ορφανά, αλλά και δυστυχισμένα θύματα της κεμαλικής θηριωδίας και αποστείλει  διά των συλλόγων της οποιαδήποτε συνδρομή που θα τα ανακούφιζε, κάνοντάς τα πιο ευτυχισμένα. Επίσης ο προαναφερόμενος σύλλογος ζητάει να γίνει κάποιος έρανος και να μαζευτούν χρήματα αλλά και διάφορα αντικείμενα, καθώς και οι νοικοκυρές μαζί με τα γλυκίσματα της οικογένειάς τους ας ξεχωρίσουν και έναν μικρό δίσκο γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά και οι πατέρες που θ’ αγοράσουν παιχνίδια για τα δικά τους παιδιά ας πάρουν και ένα παραπάνω για εκείνα!

Η πόλη μας τους αγκάλιασε αρκετά, τους συμπαραστάθηκε και τόσο ο Εμπορικός Σύλλογος Ηρακλείου  αλλά και άλλα μεμονωμένα μέλη της καστρινής κοινωνίας με εράνους εκείνη την περίοδο  συγκέντρωσαν κάποια ποσά, προκειμένου να τους ενισχύσουν και φυσικά να τους βοηθήσουν. Σας αναφέρουμε  τα ποσά και ποιοι συνεισέφεραν:

“Γ. Μπαμιεδάκης δραχ. 1000, Αδελφοί Χριστοδουλάκη 500, Γ. Μηλιάδης 350, Ι. Χαλκιαδάκης 1000, Εμμ. Περίδης 250, Π. Κόρπης 1000, Γεώργιος Βασιλάκης 300, Εμμ. Μπαμιεδάκης 500, Γ. Μπαριτάκης 100, Καπνοβ. εταιρεία Κόσμος 1500, Εμμ. Κρακατσάκης 200, Ηρ. Σαπουντζάκης 500, Δημ. Στερεός 1000, Ιω. Μουντράκης 200, Αδελ. Βαγιάκη 1000, Θεόδωρος Χατζιδάκης 400, Ανδρ. Ζαχαριουδάκης 1000, Γ. Κουτετάκης 1000, Εμμ. Ρεγκινάκης 150, Εμμαν. Χαλκιαδάκης και Σιρινιάν 300, Π. Κριαράς 1000. Εκ προηγουμένων εισφορών δρ. 102.750. Ήτοι εν όλων 116.000.

Γ. Δελτίον  εισφορών υπέρ των προσφύγων της Μικράς Ασίας (δια της λαϊκής επιτροπής). Χρυσή Γ. Κατεχάκη δραχ. 3000, Νικ. Αρμακόλλας ιατρός 500, Ιωσήφ Χατζηδάκης ιατρός 500, Χαιρέτης και Παπαδάκης 500. Το όλον δραχ. 4.500”.

Ο τόπος μας δέχτηκε και αγκάλιασε αυτούς τους πολύπαθους και ταλαιπωρημένους ανθρώπους που ζούσαν στριμωγμένοι σε παράγκες και διάφορους τενεκεδομαχαλάδες. Μέσα σε χώρους υγρούς, στενόχωρους και ανήλιαγους κατά τον ποιητή, έχοντας πάντα ψηλά το κεφάλι με ελπίδα και πάντα αισιόδοξοι, χωρίς να το βάζουν κάτω.

Σιγά-σιγά έγιναν ένα με τους ντόπιους και αυτό ήταν επόμενο, αφού είχαν πολλά θετικά στοιχεία, τα οποία κουβαλούσαν από τις προγονικές τους εστίες. Ιδιαίτερα η ξεχωριστή κουλτούρα τους, αλλά και η αρχοντιά τους. Με το χρόνο άρχισαν να ξεπερνούν τα διάφορα εμπόδια της φτώχειας και της ανέχειας και να ξεχνούν τα τόσα βάσανά τους. Μικρασιατική Καταστροφή… Ένα πλήγμα για την Ελλάδα, για όλο τον Ελληνισμό, η μεγαλύτερη συμφορά, όχι του αιώνα, αλλά των αιώνων!