Μέναμε στους παππούδες , στο χωριό της Μάνας μας τον Βαχό. Αυτοί είχαν επωμιστεί τη φροντίδα των εγγονιών τους, μιας και οι γονείς μας είχαν ανακατευτεί από την πρώτη στιγμή με την αντίσταση.
Μετά τα γεγονότα της Σύμης και τη μάχη που ακολούθησε (10 και12 Σεπτέμβρη), η εντολή που δόθηκε από το γερμανικό στρατηγείο, πολλοί ισχυρίζονται κατ’ ευθείαν από το Βερολίνο, ήταν για την απόλυτη καταστροφή της επαρχίας.

Μένουν χαραγμένες ανεξίτηλα στη θύμησή μου, πρωτόγεννα ή μέσα από την πολύ συχνή αναπαραγωγή των αφηγήσεων, οι εικόνες από την ομαδική οδήγηση των κατοίκων του χωριού στον τόπο που είχαν επιλέξει για την ομαδική εκτέλεση. Ήμουν ίσως ο μικρότερος σε ηλικία της θλιβερής πομπής. Είχα μόλις συμπληρώσει τρία χρόνια και έξι μήνες ζωής.

Στη μέση της διαδρομής ένας Γερμανός στρατιώτης έφερε τρέχοντας από τον τηλέγραφο της Άνω Βιάννου συμπληρωματική διαταγή στον επικεφαλής του συνεργείου των δολοφόνων, όπου διευκρινιζόταν ότι παιδιά κάτω των δώδεκα ετών και γυναίκες δεν θα εκτελεστούν, οι υπόλοιποι να συνεχίσουν τη διαδρομή προς το θάνατο.

Μια ανάσα ζωής μες στην μαυρίλα του θανάτου.
Πολλοί πιστεύουν μέχρι και σήμερα πως ο κομιστής της σωτήριας για τις ζωές μας διαταγής, δεν είχε καμιά σχέση με τα ναζιστικά ανθρωποειδή. Ήταν άλλης εθνικότητας! Γιατί; Μα, είναι εντελώς ασύμβατο με τα συναισθήματα μας ο μεταφορέας μιας τέτοιας αναπάντεχα ευχάριστης είδησης να προέρχεται από εκείνους τους αιμοσταγείς κακούργους!

Το απόσπασμα των SS, αφού ολοκλήρωσε την εκτέλεση των αθώων πατριωτών και εκτονώθηκε με την προσήκουσα συνήθεια (!) ακούγοντας επιλεγμένα εμβατήρια από το μουσικό έργο μεγάλων Γερμανών συνθετών (αλήθεια τι ειρωνεία, τι προσβολή, τι ύβρις για τις πανανθρώπινες μουσικές εμπνεύσεις των ιδιοφυιών γερμανόφωνων συνθετών του 18ου και του 19ου αιώνα!) συνέχισαν την ειδεχθή δραστηριότατα και στα υπόλοιπα χωριά της επαρχίας Βιάννου και της δυτικής Ιεράπετρας.

Το βράδυ της ίδιας μέρας είχαν μαζευτεί οι χαροκαμένες γυναίκες σε έναν μεγάλο χώρο στο σπίτι του γιατρού Ζερβουδάκη, όπου έπνιγαν τον πόνο και τον φόβο τους μέσα στο πηκτό σκοτάδι και την απόλυτη σιωπή. Εμείς τα παιδιά, τρομαγμένα από το μαύρο της νύχτας και τα μαρμαρωμένα από φόβο και πόνο πρόσωπα των δικών μας ανθρώπων, είχαμε περιοριστεί σε μια γωνιά του δωματίου φορτώνοντας τις ψυχές μας με τρόμο και παιδική αγανάκτηση.

Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η Μάνα μας. Είχε πάει στο βουνό, για να πληροφορήσει τους άνδρες για την μεγάλη τραγωδία και την ηρωική στάση των γυναικών που φρόντισαν, καθώς έπρεπε τους νεκρούς, γονείς, αδέλφια, συγχωριανούς.
Εμείς μόλις νιώσαμε την σιγουριά που προσέφερε η παρουσία της Μάνας, απελευθερώνοντας όλη την συσσωρευμένη ένταση, βάλαμε τις φωνές και τα κλάματα.

Σε αυτό το σημείο κορυφώνεται η τραγωδία.
Η γιαγιά που έχει χάσει τον άνδρα της, τον αδελφό του και πολλούς συγγενείς, συγχωριανούς και γείτονες, απευθύνεται σχεδόν υστερικά στην κόρη της, με την σκληρή γλώσσα του βαριά πληγωμένου ανθρώπου, και την προτρέπει να πάρει τα παιδιά της και να φύγουν. Και τότε, παρεμβαίνει από τον χορό των πενθουσών η Χρυσή Χρηστάκη και απευθυνόμενη στη Μάνα μας με ύφος και φωνή καπετάνισσας της λέει: “Μαρία δεν πας πουθενά. Τα παιδιά σου και εσύ θα έρθετε στο σπίτι μου και εκεί θα μείνετε όσο χρειαστεί“.

Αυτή η γυναίκα με πράξεις αυταπάρνησης και πραγματικού ηρωισμού όλο το διάστημα της κατοχής, ήταν ένα λαμπρό δείγμα ξεχωριστού, ανυπόταχτου ανθρώπου. Αυτή την περηφάνια την κράτησε σε όλη της την ζωή και τη μετέδωσε στον μονάκριβο γιο της τον Μανώλη, τον Μανώλη της Χρυσής!

Από τη γιαγιά μας, δεν ζητηθήκαν ούτε δόθηκαν ποτέ εξηγήσεις γι’ αυτό της το ξέσπασμα. Όμως, από ότι φαίνεται η οργισμένη αντίδραση μιας πολύ δυνατής προσωπικότητας, που αλύγιστη είχε αντέξει τους βάναυσους ξυλοδαρμούς-βασανισμούς των κατακτητών και των Ελλήνων συνεργατών τους, μόνο σε δύο λόγους μπορεί να οφείλεται: Ή φοβήθηκε μην επανέλθουν οι βάρβαροι και ξεκληρίσουν ολόκληρη την οικογένεια ή πίστεψε εκείνη την δύσκολη ώρα πως ο γαμπρός της συμμετείχε κατά έναν οποιοδήποτε τρόπο στα γεγονότα της Σύμης.

Σε αυτή την εγκληματική και στις δύο φάσεις της συνομωσία, δεν υπήρξε μέχρι σήμερα ούτε ένα πειστικό επιχείρημα που να δικαιολογεί τους εμπνευστές της. Υπήρξε όμως η αφορμή για να πραγματοποιηθεί η απερίγραπτη τραγωδία, ο σχεδιασμός της οποίας ξεκίνησε την επόμενη ημέρα της περιβόητης μάχης και ολοκληρώθηκε στις 14 του Σεπτέμβρη του 1943.

*Γιώργος Κατσαράκης είναι Η/Μ μηχανικός