Τη λέξη «Δεκαπενταυγουστίζω» άκουσα πρώτη φορά μικρό παιδί από την αείμνηστη ευσεβή μητέρα μου. Στο μυαλό  μου, παρά την παιδική του στενότητα, εντυπώθηκε από την πρώτη στιγμή ως περίοδος νηστείας και προσευχής,   δεκαπέντε ημέρες πριν από τη  μεγάλη γιορτή του καλοκαιριού της «Κοίμησης της Παναγίας» στις 15 Αυγούστου. Ήταν τότε που από τη μόνιμη εξάρτηση από «τη χέρα ή το γυροπόδι της μάννας μου», έγινα ακόλουθος του αείμνηστου παπά-Αντώνη.

Στις νυχτωδίες του Δεκαπενταύγουστου, στο χωριό μου, με το θυμιατό και τη λαμπάδα μα και τη «γενναιόδωρη πλερωμή μου» στο τέλος κάθε Λειτουργίας με το εναπομένον αντίδωρο στον δίσκο, μετά τη διανομή του στο εκκλησίασμα… Ενίοτε βέβαια εναπέμεναν μόνο ψίχουλα, που όσα δεν ήταν δυνατόν να μαζευτούν με τα δάκτυλα για τη μεταφορά τους στο στόμα, τα έριχνα με το δίσκο στο κεφάλι μου γιατί ήταν «αμαρτία» να πέσουν κάτω και να τα πατάμε… Τι εποχές Θεέ μου…

Τις ίδιες εποχές και τις ίδιες  μέρες άκουγα και αποτύπωσα στο μυαλό μου, τις συζητήσεις της μητέρας μου για την ΙΜ Κουδουμά, όπου διαβιούσαν  Ασκητές και Άγιοι, αλλά και την εκφρασμένη  ιερή επιθυμία της να την αξιώσει ο Θεός να «δεκαπενταυγουστίσει» κάποια φορά σε εκείνο τον ιερό τόπο…

-Τις δεκαετίες  που πέρασαν έκτοτε, μπορεί να απομυθοποίησα τις παιδικές μου φαντασιώσεις, να  αξιώθηκα να μεταφέρω τη μητέρα μου για προσκύνημα στην ΙΜ Κουδουμά, να πληροφορήθηκα  για το «Άγιο Όρος» της Κρήτης, αλλά δεν ξανάκουσα τη λέξη «δεκαπενταυγουστίζω»! Μέχρι χθες… παραμονή εορτής της Αγίας Άννας…

    Ο Γιάννης κι εγώ με τα «αποκούμπια μας» που συνεχίζουν να ανέχονται  μια ζωή τις παραξενιές και την καπετανιά μας, (ισοφαρίζοντας τη δική μας υπομονή στις καταπιέσεις τους), αποφασίσαμε επίσκεψη Σαββατοκύριακου  στο «θέρετρο» των ΦΙΛΩΝ  Μιχάλη και Σοφίας στις «Τρεις Εκκλησιές»!

Ένας νοικοκυρεμένος οικισμός-  στις εκβολές του φαραγγιού Αμπά των Αστερουσίων που έγινε από μοναστηριακή περιοχή, παραθεριστικό μετόχι  των κατοίκων του Πύργου και του Χάρακα.

Η ονομασία του οικισμού φαίνεται να προέρχεται από τις τρεις παλιές εκκλησίες που σώζονται στην περιοχή (Η Παναγία, η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και ο Άγιος Γεώργιος) ιδιαίτερα επιμελημένες  όπως και όλος ο οικισμός με πρωτοβουλίες κυρίως του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου «Οι τρεις εκκλησιές» και το μερακλίκι των οικιστών. (Σημαντικές πληροφορίες για την περιοχή και την ιστορία της, δημοσιεύονται στην επιμελημένη συγγραφική εργασία του εκπαιδευτικού Ζαχ. Δ. Καλοχριστιανάκη, που έχει εκδώσει και διαθέτει  ο Πολιτιστικός Σύλλογος της περιοχής).

-Υπέροχες ερημικές αμμουδιές ζερβόδεξα του οικισμού προκαλούν και προσκαλούν  με αξεπέραστα θέλγητρα τους φυσιολάτρες να τις απολαύσουν και να τις υμνήσουν. Τη δική μας σίτινη παρέα, χώριζαν από την κεντρική αμμουδιά και την ανεμοδαρμένη θάλασσα λίγα μέτρα υπερυψωμένου μπαλκονιού που αν ξαναγύριζαν τα χρόνια της προηγούμενης επίσκεψής μου στην περιοχή με τον σύντεκνό μου Μιχάλη Πολυχρονάκη, για τη βάφτιση του Μάριου στον Κουδουμά, θάπαιζα ένα καμπανό από το μπαλκόνι που καθόμασταν και θα βουτούσα στη θάλασσα μπροστά μου και ας φοβούμαι το νερό ωσάν το γάτη…

Μα δεν ξαναγυρίζουν τα έρμα χρόνια… Ξαναγυρίζουν όμως οι αναμνήσεις αλλοτινών καιρών και στην περιγραφή τους είχαμε όλοι μας ιδιαίτερη δεινότητα, με μικρή υποβοήθηση της  Αρχανιώτικης παραγωγής του Μιχάλη που έπρεπε να δειγματίσουμε ως διαπρεπείς γευσιγνώστες…

-Την ύστερη βραδυά της φιλοξενίας, η γηγενής Σοφία, απολαμβάνοντας τις παρέες των μικρών παιδιών που έπαιζαν όλη σχεδόν τη νύχτα στην άμμο κάτω από το μπαλκόνι μας, ξεδίπλωσε τις παιδικές της αναμνήσεις και μίλησε για τα «δεκαπενταγουστίσματα» που έκαναν οικογενειακώς όλοι οι Πυργιώτες και οι Χαρακιανοί, αμέσως μετά το θέρος της Μεσσαρίτικης πεδιάδας και λίγο πριν το τρύγο των σταφυλιών.

Τότε που «αποδιαφώτιστα» (πριν φωτίσει το πρωί), ανηφόριζαν προς τους Παρανύμφους και κατηφόριζαν προς τον γιαλό στις «τρεις εκκλησές», κοντά εξ (6)  ώρες ποδαρόδρομο με το υπομονετικό γαϊδουράκι φορτωμένο από τη μια μεριά με τις προμήθειες για την οικογένεια και από την άλλη με τη τροφή του συμπαθούς τετράποδου. Ελάχιστα τότε τα κτίσματα στην περιοχή, πολλοί οι επισκέπτες που κατέφθαναν με πρόσχημα να περάσουν με νηστεία και προσευχή τις 14 μέρες πριν την εορτή της Παναγίας, άπλωναν τις στρωματιές τους πάνω στην άμμο και περνούσαν τη μέρα και τη νύχτα τους δίπλα και μέσα στη θάλασσα . Την ίδια ώρα τα «αχυροκίνητα» μεταφορικά τους απολάμβαναν τον ασκιανό στα δένδρα του κοντινού χαρουπόδασους (του πιο μεγάλου της Ευρώπης σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση των υπηρεσιών).

-Εκεί στην αμμοκατασκήνωση έγινε ένα βράδυ και το περιστατικό που παραλίγο να μετατρέψει το «δεκαπενταυγούστισμα» της προσευχής σε σύρραξη…

-Φαίνεται πως ο Παντελής, εβαροφόρτωσε ένα βράδυ το στομάχι ντου και δεν έβρισκε ηρεμία στο αμμουδερό ντου στρώμα. Σηκώθηκε και μεταξέσυρε προς τον κοντινό υποτυπώδη καφενέ που φώτιζε μια λάμπα πετρελαίου και  διέθετε μόνο γκαζόζες και ρακή. Ήπιε τη γκαζόζα και όταν ανακουφίστηκε γύρισε πίσω, υπολογίζοντας ψηλαφητά που είχε αφήσει τη γυναίκα του, τη Κατίγκω και ξάπλωσε δίπλα της με το πανωσκέπασμα των άστρων.  Άπλωσε κατά  συνήθεια  το χέρι τρυφερά πάνω στο κεφάλι της Κατίγκως να της χαϊδέψει τις πλεξούδες  και να τον πάρει ο ύπνος. Και έγινε το μπέρδεμα….

-Φαίνεται πως είχε πιάσει και  την Κατίγκω βαρυστομαχιά αλλά εκείνη δεν είχε την ευχέρεια να πάει για γκαζόζα στο καφενέ νυχτιάτικα. Μεταξέσυρε όμως το στρώμα παραπέρα από το σημείο που την άφησε ο Παντελής, που κατάλαβε αμέσως πως τα μαλιά που χάϊδεψε δεν ήταν της γυναίκας του… Πετάχτηκε πάνω, βρήκε την Κατίγκω πιο πέρα, ξάπλωσε μα δεν είπε κουβέντα για να μην ταράξει τον ύπνο των άλλων και αποκαλυφθεί η οικογενειακή βεβήλωση. Με το ξημέρωμα όμως, άστραψε και βρόντηξε προς τη Κατίγκω για τη παραξήγηση που κυοφορήθηκε με το άπλωμα της χέρας του σε ξένη κεφαλή, ευτυχώς φιλόξενης ή βαροκοιμισμένης…

-Επήρε τα πέρα η Κατίγκω και κρύφτηκε πίσω από το πέρασμα του  Κωλοβρέχτη μέχρι που πέρασε ο τίμιος θυμός του Παντελή…