Αύγουστος του 1938. Υπήρχε πραγματικά τότε παραθεριστική πενία για πολλούς. Πολύ περισσότερο για τους καθηγητές του Λυκείου ο “Κοραής” αλλά και για άλλους εργαζόμενους. Τότε οι καθηγητές του ιστορικού Λυκείο της πόλης μας ασκούσαν το λειτούργημά τους, το τόσο επίπονο έργο τους και τους δώδεκα μήνες του χρόνου, αφού και το καλοκαίρι εδίδασκαν τους υποψηφίους του Πανεπιστημίου και του Διδασκαλείου.

Τότε δεν υπήρχαν τα φροντιστήρια και ο ”Κοραής” ένα σχολείο προσφοράς από την ίδρυσή του, προσπαθούσε να καλύψει και αυτές τις ανάγκες. Μια ομάδα καθηγητών μαζί με κάποιους άλλους που είχαν σίγουρα σχέση με τον “Κοραή” αποφάσισαν τέτοιες μέρες να “πιάσουν τα βουνά” εκεί στις νότιες κλιτύες του Ψηλορείτη, θέλοντας “εν προσευχής και νηστείας” μνα εορτάσουν τον Δεκαπενταύγουστο στην Ιερά μονή του Βροντησίου.

Ο “Κοραής” είχε πρόσβαση προς τα εκεί, αφού τις ημερήσιες εκδρομές που συνήθως συχνά τις διοργάνωε ο αείμνηστος διευθυντής  του και Θεολόγος Εμμ. Πετράκης, έχοντας λόγο εις τα της Εκκλησίας, μαζί δε και ο καθηγητής Ξηρουδάκης, πρωτοανεψιός του αοιδίμου Μητροπολίτου Ευμενίου, που είχε αρκετές γνωριμίες.

Θεωρώ απαράιτητη προϋπόθεση να αναφερθώ σ’ αυτή την παρέα, την οποία αποτελούσαν, οι καθηγητές του Λυκείου: Γεώργιος Ξηρουδάκης, Μενέλαος Παρλαμάς, Στυλιανός Βασιλάκης, ο συμβολαιογράφος Εμμ. Ζαχαριάδης (από τους ιδρυτικούς μαθητές του “Κοραή”), ο δικηγόρος Γεώργιος Σμυρνάκης (παιδί του σχολείου), ο μαθηματικός Κων/νος Φασουλάκης (διευθυντής του Πρακτικού Λυκείου Ηρακλείου), μόνιμος συνεργάτης του “Κοραή”. Όλοι τους επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν για λίγο τις δουλειές και να αποσυρθούν σ’ ένα ήρεμο, μακράν της πόλης, περιβάλλον, για να ξεκουραστούν!

Είχαν ανάγκη αυτής της αλλαγής. Εφοδιασμένοι με τα αναγκαία και νηστίσιμα τρόφιμα ξεκίνησαν με τα αυτοκίνητά της γραμμής για το Ζαρό, φτάνοντας στο τέρμα του αυτοκινητόδρομου. Ενας άνθρωπος του μοναστηριού τους περίμενε με το ζώο του για να φορτώσουν τα τρόφιμα και τις αποσκευές και όλοι μαζί πεζοπορούντες έφθασαν στο μοναστήρι.

Με μεγάλη χαρά και εγκαρδιότητα τους υποδέχτηκαν ο ηγούμενος Βενέδικτος Φραγκούλης, ένας καλός και άξιος ιερωμένος, ο προηγούμενος Νικόδημος Πετρουλάκης, ένας φιλάνθρωπος που βοηθούσε πάσχοντες και δυστυχισμένους και είχε τους μοναχούς σαν παιδιά του, ο αλησμόνητος και καλόχαρος σε όλους Γελάσιος Καλαϊτζάκης, ακραιφνής πατριώτης και φυσικά όλη η μοναστική κοινότητα.

Οι φιλοξενούμενοι, αφού εναπόθεσαν τα πράγματά τους και τους προφέρθηκε το παραδοσιακό τρατάρισμα κάτω από τη δροσιά του βαθύσκιου πλατάνου με λουκούμι, ρακή και κρύο χωνευτικό νερό, παρευρέθηκαν προς την εκκλησία για τον εσπερινό που τον είχαν αναβάλλει για να τους περιμένουν να φθάσουν. Όλα ήταν διαφορετικά, ακόμα και ο ήχος της καμπάνας διέφερε από αυτόν της πόλης, ο οποίος πνίγεται συνήθως μέσα στους ποικιλώνυμους θορύβους.

Εδώ ο ήχος και η ατμόσφαιρα είναι διαφορετική, η καμπάνα του Εσπερινού αντηχεί και αντιλαλεί στο βουνίσιο περιβάλλον την ώρα του Θεού!, γεμίζοντας με κατάνυξη την ψυχή του πιστού. Οι Ξηρουδάκης και Παρλαμάς είχαν και ψαλτικές ικανότητες, οι υπόλοιποι άμοιροι ψαλτικής παιδείας, απλά κρατούσαν το υποτιθέμενο ίσο.

Όλοι τους διαβίωναν στην μεγάλη αίθουσα, όπως σε θάλαμο στρατωνισμού, συνέτρωγαν όλοι μαζί με το Ηγουμενοσυμβούλιο κυρίως το βράδυ, αφού την ημέρα αυτό ασχολούνταν με την επίβλεψη των γεωργικών εργασιών στα πολλά και προσοδοφόρα κτήματα της Ιεράς Μονής και των κτηνοτροφικών επίσης εργασιών, αφού τα κοπάδια (κουράδια) ήταν αρκετά.

Το μοναστήρι είναι κτισμένο στη νότια πλαγιά του Ψηλορείτη, λίγο πιο πάνω από το χωριό Ζαρός και πριν από αυτό δημιουργήθηκε μια πλατεία με επιχωμάτωση, ένα μεγάλο έργο για την εποχή εκείνη, το οποίο προστατεύεται από μια ξερολιθιά (τοίχος από πέτρες χωρίς λάσπη).

Αυτά μαζί με τα πανύψηλά πλατάνια που η ζωή τους ασφαλώς αρχίζει μ’ εκείνη του μοναστηριού και στο βάθος η Κρήνη, “αενάως ρέουσα” στολίζουν τον χώρο, ξεκουράζοντας τον κάθε επισκέπτη. Οι πρωινές πεζοπορίες στο Βαλσαμόνερο ήταν συνήθεις, όπως και οι επισκέψεις με τον πατέρα Νικόδημο στο μελισσόκηπό του, παρακολουθώντας την περιποίηση των κυψελών, με τον πατέρα Γελάσιο στο λιβάδι, τόπος ένυδρος για περισυλλογή καβρών.

Ήταν πεντανόστιμοι στο μαγείρεμα. Βέβαια στα μεσημεριανά γεύματα, όταν έλειπαν ο ηγούμενος και ο προηγούμενος, τα πράγματα χαλάρωναν, αφού ήταν επιτρεπή η χρήση και η κατάλυση “οίνου και ελαίου”. Προφανώς οι επισκέπτες ως οδοιπόροι κατά την εκκλησιαστική ρήση “νόμον ουκ είχον’.

Οι φιλοξενούμενοι είδαν και άκουσαν πολλά στο μοναστήρι. Το πότισμα των κήπων, την φροντίδα των οικοσίτων ζώων της Μονής, παρακολουθούσαν το άρμεγμά τους, την τυροποίηση, το άλεσμα του σιταριού στον νερόμυλο του Ζαρου και το ζύμωμα του Σαββάτου με τους σεβεντούκους (στρογγυλά μικρά ψωμάκα μιας μερίδας) του φτάζυμου και με την ξεφουρνιά (το ψωμί που μόλις εξεφουρνίζετο) το οποίο προσέφερε στους επισκέπτες με ιδιαίτερη χαρά ο πατέρας Γελάσιος.

Όμως όλα τα ωραία και όλα τα όμορφα δεν κρατούν πολύ καιρό, η διάρκειά τους είναι μικρή! Έτσι και εκείνη η ωραία παρέα, σ’ εκείνη την παραθεριστική περίοδο του δεκαπενταρίσματος που λέει και ο λαός μας (που σημαίνει ότι τηρώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα με νηστεία και προσευχή τις πρώτες δεκαπέντε ημέρες του Αυγούστου και μάλιστα φροντίζω να τις περάσω, φιλοξενούμενος σε μοναστήρι, έφθασε στο τέλος της.

Μία παραμονή αξέχαστη που σίγουρα είχε δημιουργήσει δεσμό διαπνεόμενο από ειλικρίνεια και αλληλοεκτίμηση. Σίγουρα η παρουσία του ενός χαροποιούσε τον άλλο και όλοι τους, οικοδεσπότες και παραθεριστές κατά τον αποχαιρετισμό διακατέχονταν από μια μελαγχολία, όπως συνήθως γίνεται στο τέλος κάθε ευχάριστου.

Βέβαια του λαού μας ουδέποτε μπορούμε να αλλάξουμε τη γνώμη, ότι και να πούμε, ότι και να κάνουμε για το: ποιος δρόμος είναι πιο εύκολος, πιο ρόδινος αφού ο ίδιος λέει :”Βαριά  η καλογερική και ασήκωτος ο γάμος”. Μία γνώμη που σίγουρα κατά το πρώτο σκέλος δεν συμμερίστηκαν ούτε καν αποδέχτηκαν οι προαναφερόμενοι “δεκαπεντηστές”!