Αρχές Οκτωβρίου. Ο Κορνήλιος, είκοσι τριών ετών, έψαχνε για δουλειά. Έχει  πτυχίο ΤΕΙ, Διοίκηση Επιχειρήσεων. Είναι ψηλός, εύσωμος, άγαρμπος  και δειλός. Τα δύο τελευταία βέβαια αποτελούν μεγάλο μειονέκτημα στην ζωή. Φοράει και χοντρά γυαλιά μυωπίας. Κάποιος  κύριος Πέτρος, επιχειρηματίας, έχει γραφεία στην Αθήνα και στον Πειραιά. Για ένα γραφείο στον Πειραιά, δευτερεύουσας  σημασίας,  ζητούσε διευθυντή. Ένας συγγενής  του  Κορνήλιου, που έχει γνωριμίες με τον κύριο Πέτρο, του σύστησε τον Κορνήλιο.

– Είναι, του είπε, ένας νέος φιλότιμος, με πολλές γνώσεις, πολύ εργατικός, τίμιος, αλλά κάπως δειλός. Χαζός  όμως δεν είναι. Να τον προσέξεις, να του δώσεις θάρρος.

Παρασκευή απόγευμα, ώρα πέντε, ο Κορνήλιος  χτύπησε το κουδούνι της  οικίας του κυρίου Πέτρου στην Αθήνα. Πρώτος όροφος. Ανέβηκε από τις σκάλες. Απέφευγε το ασανσέρ λόγω κορονοϊού. Του άνοιξε η σύζυγος.

– Είμαι ο κύριος Κορνήλιος.

– Περάστε.

Σκοτεινά στο χολ, μύωπας αυτός, μετά από το φως έξω, δεν καλοέβλεπε, σκόνταψε στον καλόγερο, όπου ήταν κρεμασμένη  μια σκούρα ζακέτα και είχε και μια ομπρέλα ηλίου στην ομπρελοθήκη. Έγειρε ο καλόγερος και παραλίγο να πέσει. Πάντως  η ζακέτα έπεσε κάτω. Κακή αρχή.

– Ο, συγγνώμη!

– Καλέ, δεν πειράζει. Περάστε μέσα.

Ο Κορνήλιος κάθισε στον καναπέ.

– Τι θα πάρετε; ρώτησε η σύζυγος. Μπίρα, αναψυκτικό… Κάνει πολλή ζέστη…

– Κόκα κόλα, παρακαλώ.

Επέστρεψε η σύζυγος με ένα ποτήρι μπίρα για τον κύριο Πέτρο – που στο μεταξύ ήρθε και, μετά από τις συστάσεις, κάθισε σε μια καρέκλα απέναντι από τον Κορνήλιο – και ένα ποτήρι κόκα κόλα για τον Κορνήλιο, επάνω σε δίσκο.

– Ορίστε!

Ο Κορνήλιος  μπερδεμένος πήγε να πάρει το ποτήρι με την μπίρα.

– Αυτό είναι το δικό μου! είπε ο κύριος Πέτρος.

– Α! Συγγνώμη…

Και, ταραγμένος καθώς ήταν ο καημένος ο Κορνήλιος, χωρίς να το θέλει, στρίβοντας  το χέρι για να πάρει την κόκα κόλα, έσπρωξε το ποτήρι με την μπίρα. Κύλησε το ποτήρι, πλημμύρισε ο δίσκος, χύθηκαν τα υγρά στο παντελόνι του,  στον καναπέ και στο πάτωμα..

-Ο, με συγχωρείτε! απολογήθηκε στην σύζυγο. Και έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα χαρτομάντιλο και προσπαθούσε να σκουπίσει τα υγρά.

– Καλέ, δεν πειράζει. Μη στενοχωριέστε… Και πήγε να φέρει άλλο ποτό για τον σύζυγο.

– Με τι ασχολείστε, κύριε Κορνήλιε; τον ρώτησε ο κύριος Πέτρος.

– Προς το παρόν είμαι άνεργος. Παραδίδω όμως μαθήματα ιδιωτικώς  σε μερικά παιδιά, στα σπίτια τους. Τους διδάσκω μαθηματικά.

Συζήτησαν και για άλλα θέματα. Όμως εξαιτίας της κακής αρχής, ο Κορνήλιος  τά  ‘χε κάπως χαμένα. Και ντρεπόταν. Τέλος, σηκώθηκε να φύγει. Και χωρίς να ταιριάζει και τόσο άρχισε να λέει.

– Πέρασα θαυμάσια… Να σας  χαιρετήσω… Και σήκωσε αδέξια το χέρι, αλλά οι άλλοι απέφυγαν την χειραψία. Ίσως σιχάθηκαν με τα υγρά που σκούπισε. Βγαίνοντας σαστισμένος και αφηρημένος σκούπισε τα παπούτσια του στο χαλάκι της εξώπορτας. Κατάλαβε το λάθος του και ντράπηκε. Κατευθύνθηκε προς τις σκάλες.

– Καλέ, πάρτε το ασανσέρ…

– Προτιμώ τις σκάλες. Ευχαριστώ.

Ξέχασε όμως να ανάψει το φως  του κλιμακοστασίου, και συγχυσμένος όπως ήταν παραπάτησε και κουτρουβάλησε στα σκαλοπάτια. Του έφυγαν και τα γυαλιά και έψαχνε στα σκοτεινά να τα βρει. Και εκεί θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει να πάρει το τσαντάκι του. Και ανέβηκε ξανά επάνω  ψηλαφώντας στα σκοτεινά. Και χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε η σύζυγος.

– Καλέ, τι πάθατε;  ρώτησε τρομαγμένη. Εκείνος ,με ένα χαζό χαμόγελο, χωρίς να απαντήσει, έδειξε προς τον καναπέ, πήγε και πήρε το τσαντάκι του από εκεί και έφυγε   γρήγορα, ντροπιασμένος. Και η σύζυγος επάνω έλεγε στον κύριο Πέτρο.

– Μάλλον δεν μας κάνει. Και τι όνομα είναι αυτό… Κορνήλιος. Σαν να είναι κανένας αρχιεπίσκοπος. Πρέπει να κοιτάξεις να βρεις κανέναν άλλο. Αυτός μάλλον δεν μας κάνει για διευθυντής.

Ο καημένος ο  Κορνήλιος είναι  δειλός και αδέξιος.