Τον Αντώνη δεν τον γνώρισα «εκ νεότητος», αλλά σε ηλικία ωριμότητας, γι’ αυτό και η σχέση μας κατέστη εύχυμη και πολύκαρπη. Θέλημα και ευλογία Θεού ο γάμος του γιου του Μανόλη και της κόρης μου Εμμανουέλας, μας έδεσε όχι μόνο με τη σχέση που το μυστήριο του γάμου στους οικείους δημιουργεί, αλλά και φιλικά, γκαρδιακά.

Ο προηγούμενος χρόνος, έτσι, σαν να μην είχε διαβεί, σαν να μην είχε μείνει σε πεδίο άγνωστο, ήταν απλώς σαν να ’ταν σε υπομονετικό καρτέρεμα πίσω από τ’ ουρανού τα σύννεφα, που ήλιος θερμουργός και φωτοφόρος αναμέριασε και έριξε τις άσβεστες και λαμπερές του ακτίνες πάνω του, καταλύοντας τη χρονική του φύση κι εξισώνοντας τις χρονικές βαθμίδες, κάνοντας το παρελθόν παρόν και, υπ’ αυτήν την ενοποίηση, τις σκέψεις και τα συναισθήματα βιώματα ζωντανά σαν από καιρό ριζωμένα σε στέρεο έδαφος.

Σμίξαμε έτσι σαν παλιοί γνώριμοι. Χαιρόμαστε με τη χαρά των παιδιών μας, ήρθαν εγγόνια, πλήθυναν τη χαρά, πλούτισαν το μέσα κόσμο, ενώ παράλληλα οι εκπαιδευτικές αναμνήσεις έδιδαν αφορμή και για πνευματικές αναζητήσεις, ενασχολήσεις με βιβλία, λογοτεχνία, ιστορία, τομέας που έτερπε και ικανοποιούσε  τον Αντώνη, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο.

Και φαίνεται τούτο απόλυτα εύλογο, όχι μόνο γιατί ως γνήσιος Κρητικός υπεραγαπούσε τον τόπο του, μα και γιατί κουβαλούσε μαζί του βαριά κληρονομιά: Ο  πατέρας του, Μανόλης, δάσκαλος κι αυτός στο χωριό του, στους Βώρους, για να φωτίζει και να διαπλάθει ανθρώπινες ψυχές, μα και της πίστης και της πατρίδας μαχητής, κατατάσσεται ως εθελοντής στις νεανικές κρητικές δυνάμεις που αυτόβουλα συμμετέχουν στους υπέρ πατρίδος αγώνες εναντίον των Τούρκων στο Μπιζάνι κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Πιο τυχερός αυτός από άλλα Κρητικόπουλα που θυσίασαν τη ζωή τους στα Ηπειρώτικα βουνά για την αγάπη της πατρίδας, επέστρεψε στο χωριό, περήφανος και νικητής, όχι όμως και αρτιμελής. Έμεινε διά βίου ανάπηρος, για να δηλώνεται μαζί με τη φλογερή αγάπη της παιδείας ανάλογη κι εκείνη της πατρίδας.

Κι είναι της Αλήθειας οι διδάχοι,
της ακέριας Ομορφάδας οι πιστοί,
γεροί, απείραχτοι, όλο νέοι,
και ήλιοι που σου δίνονται να τους χαρείς
πάντα μες στο δρόσος κάποιου Απρίλη·
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι
(Κ. Παλαμάς)

Αλλά και ο παππούς του, Αντώνιος Τζωρτζακάκης (γνωστός ως Κανάκης), το όνομα του οποίου έφερε με περηφάνια παρότι είχαν προηγηθεί όλα τα αγόρια, είχε οριστεί εκατόνταρχος της επαρχίας Πυργιωτίσσης από τον γενικό αρχηγό Μιχαήλ Κόρακα στα 1878. Αργότερα, στις 24 Οκτωβρίου 1905, η επαναστατική συνέλευση που είχε συγκληθεί στο Θέρισο, του απένειμε τίτλο ευχαριστίας για την συνδρομή του στον υπέρ της Ένωσης ιερό αγώνα (τα αποδεικτικά έγγραφα βρίσκονται στο Ιστορικό Μουσείο Ηρακλείου).

Αδελφός του ήταν ο γνωστός και καταξιωμένος φιλόλογος και διανοούμενος Ευριπίδης Τζωρτζακάκης, στη μεσολάβηση του οποίου οφείλεται εν πολλοίς και η φοίτηση του Αντώνη στο Γυμνάσιο, καθώς άσκησε αποφασιστική πειθώ στον πατέρα. Όχι επειδή ο πατέρας ήταν αντίθετος στη μόρφωση και στην παιδεία, καθώς ο ίδιος ήταν πιστός και άξιος λειτουργός της, αλλά «ανάγκαις πειθόμενος», καθώς της ζωής η μέριμνα μεταβάλλει συχνά του ανθρώπου τη βούληση και τις προθέσεις. Με τη σύζυγο και μητέρα των παιδιών του, Αικατερίνη Παπαδάκη, αγωνίζονταν για να θρέψουν και να διαπαιδαγωγήσουν σωστά τα έξι παιδιά τους, τέσσερα αγόρια και δυο κορίτσια. Πολλές ήταν της ζωής οι απαιτήσεις.

Ο Αντώνης ήταν το τελευταίο από τα έξι. Είχε κατά νου, λοιπόν, ο πατέρας να τον κάνει ράφτη και να τον κρατήσει στο χωριό κοντά του για να φροντίζει τα χωράφια, τα προϊόντα των οποίων αποτελούσαν τότε σταθερή πηγή ενίσχυσης του οικογενειακού εισοδήματος. Σωτήρια για τον μικρό του αδελφό παρενέβη τότε ο Ευριπίδης, δευτερότοκος αυτός γιος, έχοντας ήδη γευθεί τα αγαθά των γραμμάτων, και κατάφερε να μεταπείσει τον πατέρα, αλλαγή που μέσα του κατά βάθος επιθυμούσε. Και, παρόλο που ο Αντώνης είχε χάσει την πρώτη χρονιά, φοίτησε στο Γυμνάσιο, αρχικά της Πόμπιας και στη συνέχεια στο Καπετανάκειο Ηρακλείου.

Η παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου σημάδεψε στη συνέχεια την επαγγελματική του ζωή. Ο πρώτος διορισμός του ως δασκάλου ήταν στο Πάτημα Αποκορώνου. Έκτοτε, υπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα στο Ζαρό και την Κοινότητα Απομαρμά και στην Γέργερη για πάνω από δέκα χρόνια, έως το 1975. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν κάτοικος της Γέργερης και έγινε αναπόσπαστο μέλος της τοπικής κοινωνίας, σχέση που έμεινε ως το τέλος ζωντανή. Υπηρέτησε μικρό χρονικό διάστημα στο Σκαλάνι και κατόπιν σε σχολεία του Ηρακλείου (3ο, 9ο και 10ο)  Έκλεισε την εκπαιδευτική του διαδρομή ως διευθυντής και συνταξιοδοτήθηκε από το 10ο το 1992. Ως δάσκαλος βρισκόταν πάντα δίπλα στα παιδιά, μοιράζοντας σ’ όλα απεριόριστα την αγάπη του, «διδάχος της Αλήθειας και της ακέραιας Ομορφιάς πιστός» κατά τον ποιητή, πασχίζοντας κάτω από δύσκολες πολλές φορές συνθήκες, φυσικές και ανθρώπινες, να φανεί πιστός στον όρκο του, όχι μόνο να μάθει γράμματα μα και να σμιλέψει αγνές παιδικές ψυχές, να διαπλάσει ανθρώπους, για να μπορέσει να κρατηθεί ο άνθρωπος στο σκαλί που κινδυνεύει εδώ και πολύ καιρό  να χάσει, αλλά και ν’ ανεβεί ψηλότερα. Σε κλίμα εμπιστοσύνης και δημοκρατίας, είχε με τους συναδέλφους του εξαιρετική συνεργασία, αφουγκραζόταν τα προβλήματά τους με κατανόηση και καλή διάθεση, διασφαλίζοντας έτσι ενσυνείδητα την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου, απαραίτητη προϋπόθεση για αποδοτικό εκπαιδευτικό έργο .

Δεν έβαλε, όμως, ο Αντώνης στα εκπαιδευτικά μόνο πράγματα ανεξίτηλη τη σφραγίδα του. Ορόσημο καθοριστικό και βαρυσήμαντο για την προσωπική και οικογενειακή του ζωή, με αντίκτυπο και στην κοινωνική, στάθηκε το έτος 1964. Ήρθε σε γάμο με την λαμπρή και εξαίρετη δέσποινα Ταρσία Χρυσογόνου, άνθρωπο απέραντης καλοσύνης και ευγένειας, δασκάλα και συνοδοιπόρο στο λειτούργημα και στη ζωή, σύζυγο πιστή, αφοσιωμένη και ενάρετη, μητέρα τρυφερή και στοργική, με την οποία και δημιούργησε άριστη και υποδειγματική οικογένεια. Καρπός ευλογημένος αυτού του γάμου, τα δυο παιδιά τους, ο Μανόλης και η Κατερίνα, επίλεκτα μέλη και κόσμημα της ηρακλειώτικης κοινωνίας σήμερα. Και οικογενειακή προέκταση τα τέσσερα εγγόνια του, που ήταν το καύχημά του, λάμπρυναν τη ζωή του και γιγάντωναν την αγάπη του, μια αγάπη που απλωνόταν το ίδιο θερμή και πλατιά και στη νύφη του Εμμανουέλα και στον γαμπρό του Νίκο.

Αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική του ζωή ο Αντώνης έλαμπε με την παρουσία και τον λόγο του. Διατηρούσε πάντα σταθερή και συνεχή επαφή με τους συνανθρώπους του, τις συνήθειες και τις ενασχολήσεις τους, την καθημερινότητά τους. Κι οι σχέσεις αυτές ήταν πάντοτε αρμονικές, φιλικές, άδολες και ανυπόκριτες. Ήταν πάντοτε μειλίχιος, γελαστός, ευχάριστος, ευγενικός, καταδεκτικός με όλους. Ανοιχτόκαρδος και καλοσυνάτος, με εκλεπτυσμένο χιούμορ, δίκαιος και ευθύς, είχε μόνο φίλους. Σεβόταν τους πάντες, μα και έχαιρε σεβασμού και απεριόριστης εκτίμησης από τους πάντες.

Ποτέ δεν θα φύγουν από το νου και την ψυχή μου οι όμορφες οικογενειακές και φιλικές συνάξεις και παρέες  στα σπίτια και τα χωριά μας.

Λίγο ακόμη πριν το τέλος (και πριν η πανδημία εμφανιστεί), σε καφενείο της γειτονιάς του είχε δημιουργηθεί εξαιρετική συντροφιά από απόμαχους εκπαιδευτικούς, γιατρούς, δικηγόρους και άλλους πνευματικούς ανθρώπους, όπου επί παντός επιστητού έδιναν κι έπαιρναν οι συζητήσεις, αληθινή αγωγή ψυχής για την πολύπειρη μα και τόσο εύθραυστη τρίτη ηλικία. Η δική μου συμμετοχή (λόγω απόστασης) ήταν μικρή, αλλά οι ζωντανές και παραστατικές διηγήσεις του Αντώνη, ακόμη και από τηλεφώνου, ήταν σαν να εξάλειφαν την απουσία.

Φίλτατε Αντώνη, δεν μπόρεσα λόγω του καταραμένου κορονοϊού να σ’ αποχαιρετήσω την ημέρα της θανής σου, με τη φυσική μου παρουσία. Σε κατευόδωσα μόνο με το νου και την ψυχή μου. Γι αυτό, ας είναι τούτα τα λίγα λόγια ο πιο αγνός και φιλικός μας αποχαιρετισμός. Εξάλλου έφυγε μόνο το σώμα σου, το φθαρτό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, γιατί το θεϊκό της στοιχείο, η αθάνατη ψυχή θα μείνει και για σένα αιώνια και αναλλοίωτη. «Η ψυχή θέλει το θάνατο αιθέριο/όπως της το διηγούνται οι ουρανοί/ενώ ονειρεύεται στα παράθυρα του φωτός».  Όνειρο ο θάνατος, ύπνος για τους πιστούς. Προσωρινότητα, όχι διάλυση. «Από το τέλος ξεπηδούν καινούργιες αρχές».

Και να είσαι βέβαιος πως όσο ζούμε όλοι που σ’ αγαπήσαμε, σύζυγος, παιδιά, εγγόνια, μαθητές, φίλοι και συγγενείς θα σ’ έχουμε πάντα στον νου και την καρδιά μας. Γιατί και στην περίπτωσή σου, κατάλληλα παραλλαγμένος, βρίσκει θετική εφαρμογή ο λόγος αρχαίου σοφού: όταν τάφος των νεκρών γίνονται οι καρδιές των ζωντανών, τότε ο θάνατος είναι αληθινή ζωή. Και με την προσδοκία της επ’ ελπίδι αναστάσεως ευχόμαστε καλή αντάμωση, όταν ο Κύριος ορίσει.

 

*Ο Κων/νος Παπαδάκης είναι φιλόλογος