Οι εορτές του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνια) είναι συνδεμένες με κάποιες μελωδίες και κάποια  τραγούδια, που τα ακούμε να παίζονται τούτες τις μέρες παντού: στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, στους δρόμους, στα καταστήματα, ακόμη και σε διαφημίσεις.

Πρόκειται για «κλασικά» τραγούδια ξενόφερτα, όπως το «Άγια Νύχτα», «Το έλατο», «Τρίγωνα κάλαντα», «Ο τυμπανιστής» κ.ά., τραγουδισμένα άλλοτε στα ελληνικά και άλλοτε στη γλώσσα που γράφτηκαν  (αγγλική ή γερμανική), αλλά και- σπανιότερα-σύγχρονα ελληνικά τραγούδια με χριστουγεννιάτικο θέμα.

Τα τραγούδια αυτά έχουν τραγουδηθεί από γνωστούς Έλληνες τραγουδιστές, όπως η Βανδή, ο Ρουβάς, η Παπαρίζου, ο Χατζηγιάννης, ο Καλίρης κ.ά., τραγουδιστές δηλαδή που είναι αγαπητοί στους νέους κυρίως ανθρώπους.

Οι μελωδίες των τραγουδιών αυτών είναι γενικά ανάλαφρες, οι ρυθμοί απλοί, οι στίχοι επίσης απλοί, ώστε τα τραγούδια να γίνονται εύκολα κτήμα των νέων και των παιδιών. Ακούγοντας τα τραγούδια αυτά, νιώθει κανείς ότι εισέρχεται στη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, παρασύρεται από το εορταστικό κλίμα των ημερών, που καλεί να βιώσουμε το «πνεύμα των Χριστουγέννων».

Ποιο είναι, όμως, αυτό το «πνεύμα»; Σ’ ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι που τραγουδούν τα μέλη του συγκροτήματος «Ημισκούμπρια» ακούμε τον τραγουδιστή να λέει: «Τα Χριστούγεννα σημαίνουν ότι ένα πάρτι ξεκινά/και όλοι τα περιμένουν για να πάρουν δώρα απ’ τη δουλειά». Νομίζω πως σ’ αυτούς τους στίχους κρύβεται το «πνεύμα» των Χριστουγέννων, όπως το συλλαμβάνει ο σύγχρονος άνθρωπος. Αλλά και τα τραγούδια στα οποία αναφερθήκαμε σ’ αυτό το πνεύμα έχουν υποταχθεί κι αυτό υπηρετούν. Ξεχωρίζω δυο λέξεις-κλειδιά από τους παραπάνω στίχους: «πάρτι» και «δώρα». Που σημαίνουν: γλέντι και αγορές.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση παρασύρει το «χριστουγεννιάτικο πνεύμα» τους ανθρώπους τούτες τις μέρες: μόνο αν μπορείς να συμμετέχεις σε ρεβεγιόν, αν μπορείς να γλεντήσεις με την ψυχή σου, να ψωνίσεις για σένα και τους δικούς σου, να ξοδέψεις χρήματα, μόνο τότε νιώθεις τα Χριστούγεννα. Έτσι, φαίνεται ότι και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και οι χριστουγεννιάτικες μελωδίες που μας κατακλύζουν από παντού σ’ αυτό το «πνεύμα»  κινούνται, στην υπηρεσία του έχουν ταχθεί.

Όλα, λοιπόν, δείχνουν ότι το «πνεύμα» των Χριστουγέννων δεν είναι τίποτε άλλο από «πνεύμα» κατανάλωσης: η καταναλωτική κοινωνία και ο καταναλωτισμός «έκαμαν και πάλι το θαύμα τους»: μετέτρεψαν μια εορτή βαθύτατα πνευματική σε μια γιορτή της κατανάλωσης, σε ένα καταναλωτικό όργιο και μάλιστα μετά μουσικής.

Τι κι αν το τραγούδι λέει το: «Άγια νύχτα σε προσμένουν με χαρά οι χριστιανοί/και με πίστη ανυμνούμε, το Θεό δοξολογούμε μ’ ένα στόμα, μια φωνή»; Τι κι αν μας βεβαιώνει ότι: «Η ψυχή μας φτερουγίζει πέρα στ’ άγια τα βουνά/όπου ψάλλουν οι αγγέλοι απ’ τα ουράνια θεία μέλη στο Σωτήρα ωσαννά»; Γιατί άραγε προσμένουμε οι χριστιανοί την άγια Νύχτα;

Και ταξιδεύει, αλήθεια, η ψυχή μας στα άγια βουνά της Παλαιστίνης; Το ρεαλιστικό τραγούδι των «Ημισκούμπριων» είναι σαφώς πιο ειλικρινές: προσμένουμε την άγια Νύχτα για το ρεβεγιόν και η ψυχή μας, αντί για  το ταξίδι στα άγια βουνά, ταξιδεύει στη θάλασσα των αγορών. Όλα, γιορταστικός διάκοσμος, τραγούδια, μελωδίες αυτό το σκοπό υπηρετούν, γι’ αυτόν δουλεύουν.

Υπάρχουν, όμως, ακόμη δυο ειδών εορταστικά τραγούδια που διαφέρουν από τα προηγούμενα. Το πρώτο είναι τα κάλαντα: χριστουγεννιάτικα, πρωτοχρονιάτικα και των Θεοφανίων. Πρόκειται για καθαρά θρησκευτικά τραγούδια, τραγούδια εγκωμιαστικά ή αφηγηματικά και ευχετικά, που αφηγούνται και υμνούν το γεγονός της Γέννησης ή των Θεοφανίων ή τον Άγιο Βασίλειο, τα οποία τραγουδούν οι «καλαντιστές» (κυρίως παιδιά αλλά και ενήλικες) με συνοδεία μουσικών οργάνων ή και χωρίς όργανα.

Τα κάλαντα έχουν ένα καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο, όπου δεσπόζουσα θέση έχουν τα ιερά πρόσωπα: ο Χριστός, η Παναγία, οι άγγελοι, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο άγιος Βασίλειος, είναι δε άσχετα με το καταναλωτικό πνεύμα.

Πρόκειται για ένα λαϊκό έθιμο, με το οποίο τα γεγονότα της ζωής του Χριστού γίνονται οικεία στο λαό, είναι ένα είδος θρησκευτικής διδαχής σε λαϊκή γλώσσα, την οποία υποβοηθούσε η ευκολομνημόνευτη μελωδία τους. Ωστόσο, κι αυτά σήμερα είτε υπακούνε στο επικρατήσαν καταναλωτικό πνεύμα ή αποτελούν ένα στοιχείο φολκλορικό, που απλώς επαναλαμβάνεται εθιμικά, κυρίως για το «χαρτζιλίκι».

Και παλαιότερα, βέβαια, ένας από τους σκοπούς των καλάντων ήταν το φιλοδώρημα, αλλά τότε το φιλοδώρημα ήταν από τα προϊόντα που παρήγαγε η οικογένεια. Σήμερα το φιλοδώρημα έχει αξία, μόνο όταν είναι χρηματικό. Έτσι, το χρήμα γίνεται ο κύριος σκοπός, αλλοτριώνοντας από μια άποψη το νόημα των καλάντων, με την υποταγή του στο πνεύμα του καταναλωτισμού.

Το δεύτερο είδος «τραγουδιών» είναι οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, αυτοί που ο Παπαδιαμάντης αποκαλεί «τραγούδια του Θεού». Είναι τα μόνα «τραγούδια» που έχουν διατηρήσει τη γνησιότητά τους, δίχως να έχουν υποστεί την αλλοτρίωση των προηγουμένων.

Και τούτο, επειδή διατηρούνται μακριά από τους «θορύβους» του κόσμου, μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, σαν πολύτιμα πατροπαράδοτα κειμήλια και τιμαλφή. Είναι οι ύμνοι με τους οποίους η Ορθόδοξη Εκκλησία μας υμνεί και ψάλλει τα γεγονότα της Σάρκωσης του Λόγου του Θεού και των Θεοφανίων και αποκαλύπτει όλο το βάθος και το νόημά τους.

Οι ύμνοι αυτοί, επενδυμένοι με το κάλλος της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής, κρούουν τις πιο ευαίσθητες χορδές της ψυχής, διδάσκουν, δημιουργούν κατάνυξη, παροντοποιούν τα ιερά γεγονότα, καλούν τους πιστούς να βιώσουν το μυστικό νόημα των εορτών μακριά από καθετί που το αλλοιώνει και το αλλοτριώνει. Όποιος θέλει να βιώσει αληθινά τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου,  δεν έχει παρά να συμμετάσχει στις ιερές ακολουθίες, εκεί όπου ψάλλονται τροπάρια, όπως το παρακάτω:

Χρισός γεννάται, δοξάσατε‧

Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε‧

Χριστός επί γης, υψώθητε!

Μια απλή σύγκριση αυτών των λίγων στίχων με τα χριστουγεννιάτικα «τραγουδάκια» που ακούγονται παντού τούτες τις μέρες, μπορεί να δείξει ποιος μιλάει αληθινά για τη Σάρκωση του Λόγου, ποιος μιλάει, δηλαδή, για την «αλήθεια» της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων. Μια τελευταία επισήμανση: κανένα τραγούδι χριστουγεννιάτικο δεν απορρίπτεται, διότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στα τραγούδια καθαυτά, αλλά  στο σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται.

Ωστόσο, υπάρχουν, όπως προσπάθησα να δείξω, διαβαθμίσεις σ’ αυτά τα τραγούδια αναφορικά με την αποκάλυψη του νοήματος των εορτών, υπάρχουν τραγούδια της επιφάνειας, ευκόλως αλλοτριούμενα, και τραγούδια του βάθους. Αν δεν θέλουμε να αρνηθούμε τα πρώτα, ας μη μείνουμε αδιάφοροι απέναντι στα δεύτερα.