Αρχές της δεκαετίας του ογδόντα… Χρόνια ανέμελα, φοιτητικά χρόνια, με μια κουβέντα. Σε αναβρασμό το φοιτητικό κίνημα. Ατέλειωτες οι πορείες για το Νόμο 815 που τον ψήφισε η τότε κυβέρνηση Καραμανλή, συνελεύσεις, αγώνες και αγωνίες των φοιτητών.

Κάποια μεμονωμένα δυσάρεστα περιστατικά, που πάντα δεν λείπουν σ’ αυτό το χώρο, υπήρχε μεν, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Ο Ρουβίκωνας τότε ανύπαρκτος… ούτε λόγος για κάποιας μορφής περιφρούρηση. Έφοδοι σε γραφεία υπουργών, σπάνιο φαινόμενο εκείνη την εποχή, ούτε όπως περνούσαν και οι απειλές φοιτητών προς τον τότε αρμόδιο υπουργό της Παιδείας, όπως κάλλιστα θα μπορούσε να συμβεί και να ειπωθεί σήμερα:

“Γαβρόγλου, άσε τις βλακείες, αν θες να μείνεις υπουργός – ο πατέρας μου ξέρει τον Καμμένο”. Πλήρης η σημερινή ισοπέδωση, ούτε καν να προσφωνείται “Κύριε Γαβρόγλου” ο υπουργός. Ας είναι όμως. Τα προσπερνώ όλα αυτά με βαριά καρδιά, για να φθάσω στο θέμα μου. Τέτοιες μέρες… που πλησίαζαν οι γιορτές του δωδεκαημέρου, οι χρονιάρες μέρες, όπως τις αποκαλεί ο λαός μας. Φοιτητής στο δεύτερο έτος.

Από την προπαραμονή είχαμε ετοιμάσει τα πράγματά μας μία παρέα, αρκετά μεγάλη, για να πάει ο καθένας στον τόπο του, να γιορτάσει με τους δικούς του. Η μεγάλη απόδραση λοιπόν από το κλεινόν άστυ, κάτι που συνηθιζόταν αυτές τις μέρες, που φυσικά συνεχίζεται. Ο προορισμός γνωστός και συνηθισμένος.

Το χωριό μου ο Λαύκος, ένα από τα 24 χωριά του Πηλίου, τέτοιες μέρες, έπαιρνε μία ξεχωριστή γιορταστική όψη. Ξεχωριστή ζωντάνια και ιδιαίτερη κίνηση από επισκέπτες και εδικούς. Εικόνες που έντονα έχουν αποτυπωθεί μέσα μου, μνήμες και θύμησες μιας άλλης εποχής, ανέμελης και όμορφης!

Θυμάμαι εκείνη την παρατεταμένη για αρκετές μέρες ξεροκρυάδα, όπως την έλεγαν οι παλιότεροι ναυτικοί. Συχνά άκουγα τον μακαρίτη πατέρα μου, παλιός ναυτικός, έτσι να αποκαλεί το ξεροβόρι. Αραιά και που, έπεφταν κάποιες νιφάδες του χιονιού, χωρίς να έχουν διάθεση να στρωθούν στο έδαφος.

Ο καιρός μουντός, είχε “κρεμάσει”, όπως λένε οι ξωμάχοι. Ίσως προμήνυμα μεγάλου χιονιά, κάτι που δεν είναι ασυνήθιστο στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Στο βάθος βέβαια το Σαρακήνικο ολόασπρο, Τισαίο Όρος για τους εγγράμματους, και δεξιά ο Παγασητικός κόλπος, ασυνήθιστα αγριεμένος, μ’ ένα έντονο βαρύ μολυβί χρώμα. Στο βάθος η πολιτεία του Βόλου που με δυσκολία, τα βράδια εκείνα του Δεκέμβρη, διέκρινε κανείς τα αχνά φώτα της.

Ο καιρός είχε “δέσει” για τα καλά και οι καμινάδες των σπιτιών κάπνιζαν ακατάπαυστα, βγάζοντας με τον καπνό και κάποιες αλλιώτικες, ευπρόσδεκτες μυρωδιές, τάχα νηστίσιμες, λόγω της “σαρανταράς”, όπως αποκαλεί αυτή την περίοδο ο λαός μας. Οι προετοιμασίες έδιναν και έπαιρναν για την μεγάλη γιορτή. Κέφι, χαρά και έντονα τα συναισθήματα ζωγραφισμένα στα πρόσωπα των συγχωριανών μου, μικρών και μεγάλων, πλουσίων και φτωχών, που όλοι τους είχαν προμηθευτεί τα αναγκαία, όπως το καλούσε η μεγάλη αυτή μέρα της γέννησης του Χριστού! Κίνηση όλη την ημέρα και το αποκορύφωμα φυσικά την παραμονή, από τα βαθιά χαράματα με τα παιδιά να λένε τα κάλαντα.

Σημείο αναφοράς φυσικά η πλατεία του χωριού μου, με τα αιωνόβια πλατάνια της και τα καφενεία γύρω να την περιβάλλουν, με το πιο παλιό καφενείο το οποίο λειτουργεί ανελλιπώς από το 1785, το καφενεία του Φορλίδα! ‘Ενα στέκι του Παπαδιαμάντη, ο οποίος ερχόταν από τη Σκιάθο, έφτανε στον Κατηγιώργη, περνούσε από τον Λαύκο, όπου και διέμενε, αφού παλιά αυτό το καφενείο στον πρώτο όροφο λειτουργούσε και σαν χάνι, έχοντας ως προορισμό το Βόλο, αφού έπαιρνε το πλοίο από τη Μηλίνα, λιμάνι του Λαύκου.

Βέβαια αυτός ο ιστορικός χώρος έχει φιλοξενήσει τον ποιητή Κώστα Βάρναλη, γυμνασιάρχη της κωμόπολης της Αργαλαστής, καθώς και τον Αλέξανδρο Δελμούζο, ο οποίος ήταν διευθυντής στο Παρθεναγωγείο του Βόλου. Αυτά βέβαια για το ιστορικό στέκι της ιδιαίτερης πατρίδας μου, που γεμάτη και πολύβουη από κόσμο την παραμονή συμμετείχε κι αυτή στο πνεύμα των ημερών.

Ουρές στα κρεοπωλεία, όπου ήταν κρεμασμένα τα άλικα ντόπια κρέατα, κυρίως χοιρινά και θροφαντές γαλοπούλες, προοριζόμενα για το βωμό του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού. Το ίδιο και τα μπακάλικα, έχοντας και είδη μαναβικής, είχαν κι αυτά την πελατεία τους. Και όσο προχωρούσε η μέρα, η κίνηση μεγάλωνε. Οι νοικοκυρές έδιναν κι αυτές τον δικό τους αγώνα για την ευπρέπεια των οίκων τους, αναμένοντας την μεγάλη νύχτα.

Σίγουρα θα έπρεπε να τους βρει όλους έτοιμους η νυχτερινή χριστουγεννιάτικη Λειτουργία. Η ατέλειωτη παγερή δεκεμβριανή νύχτα προχωράει! Ο γλυκός και γνώριμος ήχος της καμπάνας, ρούσικη την έλεγαν οι παλαιότεροι συγχωριανοί μου, έρχεται από έναν κόσμο μακρινό, ουράνιο, και καλεί όλους στην εκκλησία. Σε λίγο όλοι είμαστε στο πόδι. Τα φώτα των σπιτιών του χωριού μου ανάβουν ένα-ένα, σαν τα αγιοκέρια, όπως αυτή η μέρα προστάζει.

Όλοι σχεδόν δίνουν το “παρών” στην Εκκλησία για να ακούσουμε από τον ταπεινό λευίτη το “Χριστός Γεννάται”. Γεννιέται μαζί μ’ αυτόν η αγάπη, η καλοσύνη, η κατανόηση και ό,τι άλλο, οποιαδήποτε άλλη αξία, που εξυψώνει τη ζωή μας. Και αφού τελείωνε η Θεία Λειτουργία όλοι ξεκινούσαμε για το σπίτι, που στρωμένο με τα σχολινά υφαντά, τα καλύτερα, μας περίμενε μαζί με το αναμμένο τζάκι, όπου στην πάνω μεριά έκαιγε ο “δωδεκαμερίτης”, το χοντρό εκείνο κούτσουρο που το διάλεγε ο κάθε νοικοκύρης για αυτές τις μέρες του δωδεκαημέρου.

Ένα ιδιαίτερο μοσχομύρισμα ωστόσο έβγαινε από το κάθε σπίτι και απλωνόταν σ’ όλο το χωριό, αφού ήταν η ώρα να στρωθεί το πλούσιο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με τη σούπα να αχνίζει, το κρέας να μοσχοβολά και το καλό ρεβενίσιο κρασί, από τα άνυδρα αμπέλια των γύρω πλαγιών του χωριού μου.

Και όλα άρχιζαν με ένα “εις υγείαν και του χρόνου”, μ’ Εκείνους… που ποτέ πια δεν θα ξαναδώ… Εκείνους που τέτοιες μέρες περίμεναν πώς και πώς να μας δουν και να μας καλωσορίσουν, να μας υποδεχθούν και να μας φροντίσουν, εμένα και τον αδελφό μου!

Τέτοιες μέρες… θυμάμαι και αναπολώ. Τέτοιες μέρες “που οι ουρανοί αγάλλονται και χαίρει η κτίσις όλη”!