Χριστόφορε αγαπημένε,
Σε γνώρισα στην εσωτερική σου περιπέτεια από το «Τέλος του τοπίου» ως «Το τέρμα της πλάνης» σου. Σε γνώρισα μέσα από τον αυθεντικό ποιητικό σου λόγο, την απόλυτα σμιλεμένη έκφραση, την αποσαρκωμένη γλώσσα.
Γνώρισα τις ενοχές και τις περιπλανήσεις σου, τις έντονες αμφισβητήσεις σου, τη συμφιλίωση σου με τη γενέθλια γη, μετά τη νεανική σου περιπλάνηση, την έμμονη αναζήτηση της κρυφής φυσικής αρμονίας. Σε είδα ν’ αγαλλιάς μες τους ροδώνες σου, να αναμετράσαι με το σκοτάδι, να προβάλλεις λουσμένος στο φως, στο λαμπερό του Έρωτα …
Ψηλάφησα, όσο μπόρεσα, και χάρηκα μια τέχνη υψηλής ποιότητας. Μια ποίηση βιωμάτων, που πήγαζε από τον εσωτερικό σου σπαραγμό. Με αυτήν μας αποκάλυψες αθέατες όψεις και άδηλες αναλογίες του κόσμου. Διάβασες με τον δικό σου μοναδικό τρόπο τα ανθρώπινα, ξύπνησες την ψυχή μας από το λήθαργο, τη βοήθησες να αποδράσει, σπάζοντας την κρούστα της σύμβασης και ενεργοποιώντας έναν απαράμιλλο πλούτο εικόνων.
Αλλά την τέχνη σου αυτή κι άλλοι τη γνώρισαν, ίσως καλύτερα από μένα. Τώρα για το ανθρώπινό σου πρόσωπο θέλω να πω, όπως είχα τη σπάνια τύχη να το δω:
Σε είδα μαγεμένο μπροστά στην αναρχία του κόσμου μας. Αθώο κι ανυπεράσπιστο δίπλα στην παραπονεμένη σκιά της μητέρας. Σε είδα να θεραπεύεις τραύματα της ύβρης του καιρού μας. Να μετράς πνιγμένους, πρόσφυγες και μετανάστες. Βουρκωμένο να μοιράζεις φαΐ στους άστεγους. Είδα την ώχρα του γκρεμού στο πρόσωπό σου στα πηγαδάκια της πλατείας.
Σε είδα υποχείριο της καλοσύνης σου. Αιρετικό στα καθημερινά δόγματα. Ελεήμονα στους δρόμους των Εξαρχείων. Ανεκτικό στους παραβάτες. Να ποντάρεις στους αδύναμους με ενέχυρο την τρυφερότητα σου. Στον Κάβουρα να τραγουδάς. Σεμνό να φωτογραφίζεσαι στην πλατεία των ξένων. Ακέραιο πίσω από τα φαινόμενα.
Γενναιόδωρο και ευγενή στην ολιγάρκειά σου. Να καταργείς κάθε εξουσία. Να σκύβεις το κεφάλι στις φιλοφρονήσεις. Να ποτίζεις φυτά στη βεράντα και να ασπαίρεις μπρος στον ανθό της μουσμουλιάς. Να λατρεύεις την ομορφιά. Χαριτόβρυτος, φιλάγαθος, αξιωμένος. Με τόση λεβεντιά!
Σε είδα και στην τελευταία πράξη της ζωής σου. Να αποχωρείς από τη σκηνή με τους δικούς σου όρους. Απλά κι αθόρυβα. Περήφανος κι αξιοπρεπής μέσα στην εύγλωττη σιγή σου.
Δεν ήσουν λοιπόν του κόσμου τούτου, γιατί εσύ λάτρεψες την αξία μες στην αναξιότητα, την ουσία μέσα στην ευτέλεια, τη λακωνικότητα και την ολιγολογία μέσα στην περιττολογία του καιρού. Δεν ήσουν του κόσμου τούτου γι’ αυτό τόσο νωρίς τον εγκατέλειψες. Σαν αέρας που πέρασε και δρόσισε το καύμα του καιρού.
Ευτυχείς όσοι βρέθηκαν στο πέρασμά σου! Τυχεροί όσοι δέχθηκαν την αύρα σου. Τυχερός κι εγώ κι η οικογένειά μου για το υπέροχο συναπάντημα.
Ας είναι ελαφρύς ο πόνος μας που σε σκεπάζει.