Από Το τέλος του τοπίου (1973) έως και το Τέρμα της πλάνης (2010) ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης εκθέτει την εσωτερική του περιπέτεια και διαβάζει ενδελεχώς τον κόσμο μας. Στην τελευταία αυτή συλλογή, όπου ο ποιητής συνδυάζει, όπως το συνηθίζει, τους μύθους με τα σύγχρονα κοινωνικά άλγη, κυοφορείται, κατά την άποψή μου, το εκτενές ποίημα Ένεκεν της ανωνυμίας σου, που εκδόθηκε, εκτός εμπορίου, μετά το θάνατο του ποιητή.

Το ποίημα αναφέρεται στον ανώνυμο πλάνητα του σήμερα, στον «Άλλο». Σ’ αυτό ο Λιοντάκης συνεχίζει να μεταλλάσσεται, όπως παλαιότερα στο Υπόγειο γκαράζ (1978) ή στο Ο Μινώταυρος μετακομίζει (1982), αλλά αυτή τη φορά σε κάποιον που δεν είναι μόνο μέτοικος ή πλάνης στο ίδιο του το σώμα, αλλά μέτοικος στην κυριολεξία, καθώς ο ποιητής συναισθάνεται ως αδελφό του τον μετανάστη, τον άστεγο, τον πρόσφυγα, τον κάθε μορφής κατατρεγμένο, τον αδύναμο και ταπεινό, τον περιθωριακό και παραβατικό, τον δεδιωγμένο, τον διαφορετικό.

Με τον τρόπο του Ρεμπώ, του «άγριου μυστικού», που «κάποτε είδε όσα ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε», ο ποιητής, παρακολουθεί τώρα τις πολλές ζωές της τυραννισμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Κάτω από τη φράση «Σε είδα», η οποία επαναλαμβάνεται ως leitmotive σε όλες τις σελίδες, ενεργοποιεί έναν αδρανή πλούτο εικόνων, ψηλαφεί τις χαίνουσες πληγές της κοινωνίας μας. Από το μακροσκελές αυτό ποίημα αποσπώ σκόρπιους στίχους:

ΣΕ ΕΙΔΑ

Στην Κερκόπορτα να μπαινοβγαίνεις παραμιλώντας.

Στη Σμύρνη μετέωρον ανάμεσα στην αποβάθρα και το πλοίο.

Στο Νταχάου, γυμνό και πάλι, έξω απ’ το θάλαμο,

πριν αναπνεύσεις το Zyklon.

Στη Μόσχα να δικάζεσαι.

Στην Πράγα να αυτοπυρπολείσαι.

Στον Γράμμο πεσμένο από αδερφικό βόλι.

Ανάμεσα στις σφαίρες του Πολυτεχνείου

να τρέχεις στα στενά.

Στην Ομόνοια τζάνκι με το παλτό του Ακάκι Ακακίεβιτς.

Στην Αρεοπαγίτου με μια φυσαρμόνικα να ζητιανεύεις.

Στον Κάβουρα να τραγουδάς.

Μες στου Αιγαίου τα νερά, όχι,

δεν σκορπάς τριαντάφυλλα

μόνο μετράς πνιγμένους πρόσφυγες και μετανάστες.

Άστεγο στη Σπυρίδωνος Τρικούπη

να διαβάζεις Σπινόζα.

Με το φως ως ιμάτιον.

Το γυμνασμένο στην ευαισθησία βλέμμα του ποιητή, διακτινιζόμενο στο χρόνο, στο χώρο, στο πυκνόφυλλο δάσος του γυμνού ανθρώπινου πόνου, πολλαπλασιάζεται («όλα τα πρόσωπα να είναι εσύ») και ο «Ανώνυμός» του αφομοιώνει εν τέλει τον ίδιο. Όπως οι ζωγράφοι της Αναγέννησης, σκιαγραφεί διακριτική την αυτοπροσωπογραφία του μέσα στον κατοπτικό αυτό πίνακα της ανθρώπινης οδύνης. Γίνεται κι αυτός (πόσο μεγαλείο ψυχής!) ένας ανώνυμος της ζωής.

Αλλά τον αναγνωρίζουμε στις πολλές μεταλλαγές του ήρωά του, «απαθή στα δρώμενα της αγοράς», «αιρετικό στα καθημερινά δόγματα», να «ανέχεται τους παραβάτες», να «ποντάρει στους αδύναμους», μαχητικό και αμφισβητία, «μαγεμένον μπροστά στην αναρχία του μικρόκοσμου», «μέσα στο ένθεο τοπίο ανεμπόδιστον». Τον συναντάμε «βορινά των Αστερουσίων, στον Σκινιά» να πενθεί τον αυτόχειρα πρόγονο. στους Δελφούς να παίρνει «το λοξό μονοπάτι του χρησμού», αναζητώντας απαντήσεις στα αναπάντητα του βίου. «ανθονόμο» να διαλέγει λέξεις, να υποκρίνεται τον χαρούμενο ή να επιμένει «στους περιπάτους στο χέρσο». «να απολαμβάνει τη δροσιά από ένα δεντράκι «που όλη μέρα το έκαιγε ο ήλιος». Να τρομάζει μόνο «με τα εγκλήματα των -ισμών», να παραδέρνει μέσα στη νοητή μας θύελλα, να δεξιώνεται άφοβα «τον Άλλο Λόγο», «υποχείριο» πάντα της καλοσύνης του.

Στο τελευταίο του λοιπόν ποίημα ο Χριστόφορος Λιοντάκης συνεχίζει να εξορκίζει το έρεβος του κόσμου μας «με πλησμονή φωτός» σε μια κοινωνία όπου «πέφτει φως / κι αστράφτει μίσος», με την «πολιτική γεωγραφία με ρωγμές» και τη διαλεκτική ακόμη να «τρεκλίζει». Συνεχίζει να καταγγέλλει «την αμαρτία» της εξουσίας και την Ύβρη του κόσμου μας. Να μεγαλύνει, για τελευταία φορά, το ταπεινό, να υπερασπίζεται, όπως πάντα, τους αποσυνάγωγους, τους ανέστιους και τους δεδιωγμένους του καιρού μας. Να μας μαθαίνει να βλέπουμε. Να «καρφώνει» πάντα την καρδιά μας. Γιατί είναι ΠΟΙΗΤΗΣ.

Να γιατί δεν πεθαίνουν οι ποιητές. Να γιατί ο Χριστόφορος ζει πάντα ανάμεσά μας! (Το Σάββατο, 25. 7. 2020, στον Άγιο Τίτο, στις 8.30, θυμόμαστε τον Χριστόφορο Λιοντάκη. Ένα χρόνο μετά)