Τη γιαγιά Ελένη θυμήθηκα πιο πολύ απ’  όλους σήμερα…

Κάθε χρόνο τη μέρα της γιορτής μας, στην καρδιά και στο νου πιότερα από άλλες φορές…

Κι όσο μεγαλώνω νιώθω ακόμα πιο έντονη την επιθυμία να γινόταν να την έβλεπα ξανά έστω για μια στιγμή…

Έφτιαξα το πρωί τις γλάστρες με τα βασιλικά μου. Έκοψα κι ένα κλαδάκι να το κρατώ στο δρόμο. Πέταξα όλα τα ξερά φύλλα και κοτσάνια  από τα γεράνια μου, τα κατακόκκινα  φέτος, κι ύστερα χάιδεψα τις αγαπημένες μου ορτανσίες… Δεν  άνοιξαν ακόμα όμως ετοιμάζονται. Θυμήθηκα τις ορτανσίες  της γιαγιάς και χαμογέλασα ακόμα πιο πολύ.

Χαμογέλα πικρά, χαρούμενα και νοσταλγικά που φέρανε θύμησες και μυρωδιές αλλοτινών  καιρών…

Μπήκα στ’  αυτοκίνητο κι ανηφόρησα για το χωριό. Να ξαναδώ τον τόπο, τη μαγική αυλή, τη γλάστρα την μία και μοναδική της γιαγιάς που ακόμα υπάρχει…

Αν και αλλάξανε λίγο τα πράγματα με τον καιρό, ο χώρος της αυλής  παραμένει σχεδόν ο ίδιος. Κι είναι πνιγμένος στα λουλούδια, και μοσχοβολά ίσαμε το σπίτι μας με τα τριαντάφυλλα και τα γαρύφαλλα του Κωστή μας…

Κι εκεί δίπλα στην βρύση νομίζω πως την είδα πάλι…

Να γεμίζει το κάρτο της για να ποτίσει την τεράστια γλάστρα με τις σιβέριες και την άλλη με τις ορτανσίες κι όλα τα βασιλικά και τα γεράνια της. Ολόλευκα τ’  άνθη της μοναδικής ορτανσίας της, γερμένα από το βάρος και το μέγεθος. Μου χαμογέλασε, σκούπισε τα χέρια της στην υφαντή ποδιά και έτρεξε μέσα στην κάμαρή της να προλάβει…

Να μαζέψει τα μαλλιά, να βάλει το καλό φόρεμα…

Την ακολούθησα νοερά και την είδα να μπαίνει ύστερα στη σάλα της με το σκαλιστό σκρίνιο με τον μεγάλο καθρέφτη. Στον τοίχο απέναντι η φωτογραφία του παππού Γρηγόρη, ντυμένου με την κρητική φορεσιά του Εύζωνα. Από την άλλη οι δικοί της γονείς, η προγιαγιά Χρυσάνθη που κι αυτήν τη γνώρισα και ο μεγαλοπαππούς Λευτέρης.

Άνοιξε το ντουλάπι κι έβγαλε πάνω στο τραπέζι δίσκο στρογγυλό κι ένα από εκείνα τα περίτεχνα κεντίδια της θείας Αγλαΐας. Σχέδια πολύπλοκα, μοναδικά, με τη  βελόνα μόνο. Κεντρίστρα αξεπέραστη μιας εποχής που χάθηκε. Κι ύστερα  έβαλε πάνω στο δίσκο το πιατάκι με το συκαλάκι της, και το κρυστάλλινο κολονάτο ποτήρι με νερό κρυγιό, όπως το ‘λεγε, από το σταμνί που σκέπαζε με ένα μαντήλι  κεντητό και μια πέτρα…

Αυτό το συκαλάκι ήταν η περηφάνεια της… Το μάζευε από τις άγριες συκές στη Μπέλαινα, στον Άγιο Μάμα, από τον Αι Γιαννη… Κάποιες φορές,  αν πήγαινε Σάββατα, έπαιρνε κι εμάς μαζί, να μαζεύομε από τα χαμηλά κλαδιά της συκιάς τα μικρά άγουρα και στρογγυλά παιδιά της. Πρίσκους  τα λέγαμε στο χωριό. Το μεγάλο καλάθι με την κεντητή πετσέτα γεμίζαμε κι ύστερα αρχινούσε η πολύ δύσκολη δουλειά.

Αυτό το γλυκό το ΄χε βαφτίσει «αριστοκρατικό» και ήταν για τρατάρισμα μόνο τις γιορτές. Στις απογευματινές μαζώξεις «έβγαζε» νερατζάκι ή φράουλα, που ΄ταν επίσης της εποχής.

Πόση αγάπη και πόση φροντίδα είχε για τούτα τα μικρά συκαλάκια…

Την θυμάμαι να ανοίγει το συρτάρι της μεγάλης σερβάντας και να ξετυλίγει μια λευκή πετσέτα που από μέσα της έπαιρνε την «γαλάζια πέτρα». Την έβαζε μέσα στην μεγάλη μπακιρένια τσουκάλα για τον πρώτο βρασμό του γλυκού της. Πίστευα ακράδαντα πως η πέτρα ήταν μαγική, από εκείνα τα ανεξήγητα που έκαναν τα φαγητά και τα γλυκά της γιαγιάς ανεπανάληπτα.

Γούρλωνα τα μάτια και καθόμουν δίπλα στη φωτιά. Προσπαθούσα να δω μέσα από τον καπνό που έβγαινε από την τσουκάλα της, σημάδια που θα μαρτυρούσαν σχήματα ή λέξεις μυστικές για να καταλάβω πόση δύναμη και μαγεία έκρυβε μέσα της. Μάλλον έτσι έφτιαχνε το μαγικό φίλτρο της γεύσης που αφού το σούρωνε έβαζε πάλι στη φωτιά νερό να βράσει κι όλα τα χρειαζούμενα, όπως έλεγε, να ψηθεί το «αριστούργημα»…

Άνοιγε το βάζο για πρώτη φορά την ημέρα του Κωσταντίνου  και Ελένης, στη γιορτή της. Ήμασταν οι πρώτοι δοκιμαστές του ανεπανάληπτου γλυκού και μάλιστα εμένα τράτερνε πρώτα γιατί ήμουν κι εγώ «εορταζούμενη», όπως έλεγε, και είχα το δικαίωμα να απολαύσω πιο μπροστά από όλους τη γλυκασιά.

Ο δίσκος τούτη τη φορά μαζί με τη γιαγιά βγήκαν έξω στην αυλή. Μαζί με το «αριστοκρατικό» τραταμέντο είχε βάλει σε ένα πιάτο και δυο τρία μαγιάπιδα από την μεγάλη αχλαδιά του περιβολιού της. Εκείνη την ημέρα έπρεπε κι αυτά να δοκιμαστούν. Και ένα μπολάκι με παγωτό φιστίκι, άλλο υποχρεωτικό τρατάρισμα της μεγάλης γιορτής. Άλλο ένα παράσημο πρωτιάς σε μένα.

Ο ήχος από τα Αγιοκωνσταντινάτα στο βραχιόλι που ‘χω πάντα στο χέρι μου με έφερε πίσω στο σήμερα. Άλλο έθιμο της μέρας, πολύ παλιό, που κι εκείνο η γιαγιά μου το ΄χε μαρτυρήσει. Δώρο το ένα απ’ αυτά του παππού Γρηγόρη που το΄χε βρει κάποτε στο περβόλι μας στην Μπέλαινα την ημέρα της γιορτής της αγαπημένης του Ελένης. Ήταν σαραντισμένο κι ευλογημένο και με μεγάλη αποτρεπτική δύναμη, κατά τη γιαγιά πάντα, και τύχη, κι εκείνη μου το ΄χε χαρίσει να τους θυμάμαι και τους δυο.

Σας την έχω πει και άλλες φορές τούτη την ιστορία…

Είχε φτιάξει σύκο γλυκό κι η μάνα μου φέτος, κι ανέβηκα δυο δυο τα σκαλιά να δοκιμάσω πρώτη. Κι αυτό «αριστοκρατικό», και αυτό «αριστούργημα»!

Ρώτησα τη μαμά μου αν του ‘βαλε «γαλάζια πέτρα» κι η απάντηση αφοπλιστική:

«Χωρίς μπλε πέτρα,  καλλιά να μην το κάμεις…» Ξέρει λοιπόν κι αυτή το μαγικό φίλτρο της γλυκασιάς πώς φτιάχνεται. Πήρα μολύβι και χαρτί κι άνοιξα το μικρόφωνο του κινητού μου!

Κωστή μας, τα τριαντάφυλλα φέτος γίνανε ακόμη πιο όμορφα και τα γεράνια είναι ολόλευκα και κατακόκκινα…

*Ελένη Μπετεινάκη, Λόγια του αέρα, Ιδ. Συλλογή διηγημάτων, ανέκδοτη!