Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, οι τρέχουσες κυβερνήσεις αποτελούν προϊόντα συμμαχιών πολλών κομμάτων, ενώ οι αντιπολιτεύσεις συνασπίζονται, προκειμένου να κερδίσουν τις εκλογές και να επιτύχουν τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας. Αυτό προτάσσει η απλή λογική, αλλά και η ενδεδειγμένη παραδοχή, «της ισχύος εν τη ενώσει».
Η αυτοδυναμία αποτελεί ανέφικτο στόχο στις χώρες αυτές, ενώ η πολιτική ρευστότητα που επικρατεί, ευνοεί την εναλλαγή των κυβερνήσεων.
Στην Ελλάδα, που συνήθως όλα γίνονται ανάποδα, έτσι και τώρα κινούμαστε εντελώς αντίθετα σε αυτό το κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα. Η κυβέρνηση της ΝΔ, μετά από δύο διαδοχικές αναμετρήσεις, διατηρώντας τις δυνάμεις της, κατάφερε να κερδίσει την αυτοδυναμία με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Την ίδια ώρα η αντιπολίτευση μετατρέπεται σε έρμαιο των φυγόκεντρων τάσεων και στην ουσία τριχοτομείται. Εκεί περισσεύει η παραδοξότητα και λειτουργεί ο κανόνας, «η ισχύς εν τη… διασπάσει».
Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, και μετά τις δραματικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει την κατάληξή τους, η ΝΔ εξακολουθεί να διατηρεί ή ακόμα και να αυξάνει οριακά τη δύναμή της, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κινείται στα όρια του 13% – τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το ποσοστό της εκλογικής συντριβής του περασμένου Ιούνη – το ΠΑΣΟΚ παραμένει καθηλωμένο στο 12%, ενώ το ΚΚΕ συνεχίζει να εισπράττει οφέλη από τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, παρακολουθώντας το ποσοστό του να αγγίζει το 10%. Την ύπαρξη των υπόλοιπων κομμάτων της αντιπολίτευσης, την συνειδητοποιούμε από τις κάρτες των δημοσκοπήσεων, που δείχνουν μάλιστα κάποια από αυτά να επωφελούνται από την πολιτική φθορά των άλλων κομμάτων και κυρίως από αυτήν του κυβερνώντος κόμματος.
Το πολιτικό τοπίο στη χώρα μας, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται σήμερα, περιλαμβάνει μια κυβέρνηση που εξακολουθεί «να παίζει χωρίς αντίπαλο» και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να απομακρύνονται τώρα περισσότερο από ποτέ από κάθε επιδίωξη επανάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας. Οι διαφορές, τόσο μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης όσο και αυτές που προκύπτουν από τις εσωκομματικέ τους διαμάχες, παραμένουν αγεφύρωτες. Αναρωτιέμαι όμως, πώς μπορεί άραγε να εξελιχθεί το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας, με δεδομένη την πλήρη απουσία της αντιπολίτευσης;
Παρακολουθούμε τις δραματικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες μόνο λύπη, προβληματισμό και απογοήτευση μας προκαλούν. Οι πρωτοφανείς διαμάχες, οι αλληλοκατηγορίες, οι αλληλοσπαραγμοί, τα «συντροφικά μαχαιρώματα», οι εντάσεις, οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί και οι γενικευμένες επιθέσεις που στρέφουν όλους εναντίον όλων, συνθέτουν ένα εμφυλιοπολεμικό σκηνικό στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα αποτελέσματα του οποίου δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο στα πλαίσια μιας εσωκομματικής υπόθεσης – όπως εσφαλμένα νομίζουν κάποιοι – αλλά αποτελούν μια θλιβερή πραγματικότητα που αφορά, τόσο το πολιτικό μας σύστημα όσο και την Ελληνική κοινωνία. Τέτοια φαινόμενα οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην περαιτέρω απαξίωση του πολιτικού συστήματος συνολικά, αλλά και του κοινοβουλευτισμού, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται…
Είναι λυπηρό πάντως σήμερα, να παρακολουθούμε αμήχανοι την αποσάθρωση ενός μεγάλου Αριστερού κόμματος, που πριν λίγα χρόνια κατέλαβε την εξουσία, αφού κατάφερε να δημιουργήσει ένα τεράστιο κοινωνικό ρεύμα που παρέσυρε τους πάντες από την αντιμνημονιακή παραφορά, που εξέφραζε την άρνηση προς την πραγματικότητα της χρεοκοπίας.
Τα ήδη μεγάλα ποσοστά αποχής από τις εκλογικές διαδικασίες, που υπερβαίνουν όλους τους υπόλοιπους δείκτες, είναι προϊόντα αυτής της απαξίωσης, που ολοένα και περισσότερο διευρύνεται στους κόλπους της κοινής γνώμης. Αυτός είναι ένας «ανοιχτός λογαριασμός» που θα κληθούμε να πληρώσουμε ακριβά στο μέλλον εμείς οι πολίτες, πέραν των πολιτικών μας πεποιθήσεων, αλλά και πέραν των κομματικών συνόρων της Αριστεράς…
Η δημοσκοπική συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ και η στασιμότητα του ΠΑΣΟΚ, αφήνουν το πεδίο του Κέντρου ελεύθερο στην ΝΔ, να ενισχύσει την πρόσβασή της εκεί, με τους δύο βασικούς διεκδικητές του χώρου αυτού, να εισέρχονται σε «βαρομετρικό χαμηλό» εσωστρέφειας, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Το σενάριο σύγκλισης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, στο δρόμο προς τις ευρωεκλογές, απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο, ενόψει μάλιστα ενδεχόμενης πολυδιάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ, με τη δημιουργία νέων σχημάτων που θα διεκδικήσουν έδρα στο Ευρωκοινοβούλιο. Το όραμα του ΠΑΣΟΚ από την πλευρά του, μοιάζει να είναι ταπεινό και να περιορίζεται στην κατάκτηση και μόνο της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσο όμως κι αν δείχνουν βολικές οι εξελίξεις στα αριστερά της ΝΔ – γιατί δείχνουν βολικές για την ίδια, αλλά ουσιαστικά δεν είναι – άλλο τόσο άβολες θα πρέπει να είναι – και είναι – οι εξελίξεις από τα δεξιά της, με τους κινδύνους υπαρκτούς. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, τα ακροδεξιά σχήματα ενισχύονται όλο και περισσότερο και προετοιμάζονται για μια δυναμική εμφάνιση στα έδρανα του Ευρωκοινοβουλίου. Η ΝΔ είναι ήδη από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές αντιμέτωπη με κομματικά σχήματα εκ δεξιών της, που είτε ενισχύθηκαν και εξακολουθούν να ενισχύονται, είτε εμφανίστηκαν από το πουθενά. Επιπροσθέτως, οι «ρωγμές» που παρατηρήθηκαν στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος κατά τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, επισημαίνουν την ύπαρξη αυτού του κινδύνου. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, οι Ευρωεκλογές προσφέρονται για μια περισσότερο χαλαρή, ενδεχομένως τιμωρητική και αντισυστημική ψήφο, ως έκφραση αποστασιοποίησης ενός μέρους του εκλογικού σώματος.Δεν ξέρω πως ακούγεται σε κάποιους, αλλά για να καταφέρει μια κυβέρνηση να διοικεί μια χώρα που δεν έχει αντιπολίτευση, χρειάζεται γι αυτό να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια. Η επανάπαυση και ο εφησυχασμός μπορεί να κοστίσουν πολύ ακριβά, τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στην ίδια τη χώρα. Οι καθυστερήσεις, η ολιγωρία, οι αστοχίες, μα πάνω απ’ όλα η αλαζονεία της εξουσίας, μπορούν να εγείρουν κύματα απογοήτευσης στην κοινωνία, ακόμα και σε αυτές τις ιδιότυπες πολιτικές συνθήκες, με άγνωστες τις συνέπειες. Είναι γεγονός πάντως πως, η σημερινή κυβέρνηση είναι η πρώτη κυβέρνηση στην ιστορία της Μεταπολίτευσης, που έχει απέναντί της μια τόσο ανίσχυρη αντιπολίτευση.
Η απουσία υπολογίσιμου αντιπολιτευτικού πόλου δημιουργεί ένα νέο πολιτικό πλαίσιο, πάνω στο οποίο θα αποτυπωθούν και οι προσδοκίες των πολιτών. Γιατί, όσο εύκολα ενθουσιάζονται οι πολίτες, άλλο τόσο εύκολα απογοητεύονται. Και όταν απογοητεύονται, δεν συγχωρούν. Αυτό οφείλει να το γνωρίζει η κυβέρνηση, η οποία κρατά τώρα στα χέρια της το πολιτικό της μέλλον.
Η αποδυνάμωση του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας, με την ηχηρή απουσία της αντιπολίτευσης, μόνο αισθήματα ανασφάλειας μπορεί να μας προκαλεί. Σε μια δύσκολη εποχή όπου η Ευρώπη βιώνει μια βαθιά κρίση, έναν πόλεμο στην Ουκρανία, μια απειλή γενικευμένης αστάθειας από τη σύρραξη στη Μέση Ανατολή και μια ενδυνάμωση των ακροδεξιών κομμάτων, σε συνάρτηση με το άλυτο μεγάλο πρόβλημα του μεταναστευτικού, που διαρκώς θα διογκώνεται, κανένας δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής.
Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Η σταθερότητα δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται δεδομένη όσο υπάρχουν γεγονότα, ενώ οι όποιοι κραδασμοί συμβαίνουν ενίοτε στο πολιτικό στερέωμα, αυτοί είναι πάντα οριζόντιοι…
https://moschonas.wordpress.com