Είναι γνωστό, από ιστορικές και κοινωνιολογικές μελέτες αλλά και γενικώς, ότι στην Ελλάδα δεν δημιουργήθηκε ουσιαστικά αστική τάξη. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε και ισχυρό προλεταριακό, εργατικό κίνημα και αντίστοιχη εργατική τάξη.

Μέχρι, όμως, τη δεκαετία του 1970, που εμφανίζεται η τουριστική ανάπτυξη, υπήρχε η διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας, με μία μικρή, μεταπρατική, ισχυρή ομάδα δημιούργημα των μετακατοχικών, των λεγόμενων εθνικών αποζημιώσεων, που όμως δεν απέκτησε ποτέ εθνική και ντόπια συνείδηση.

Ο κύριος εθνικός κορμός αποτελείτο, κυρίως, από αγρότες ή εργάτες γης.

Επίσης, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε και μια μεσοαστική τάξη, αποτελούμενη κυρίως από εμπόρους και μικροβιοτέχνες, που στηρίζονταν στη δευτερογενή παραγωγή, τον τομέα επεξεργασίας και διάθεσης του αγροτικού προϊόντος. Την συναποτελούσαν και ορισμένα άλλα επαγγέλματα, όπως φαρμακοποιοί και βιβλιοπώλες και λοιπά επαγγέλματα μορφωμένων ή όχι προσώπων.

Οι μαθητικές γενιές των δύο δεκαετιών 1950 και 1960 θυμόμαστε τις οικογένειες των σταφιδεμπόρων, Κωνσταντινίδη, Μαγγανά, Διαλυνά κ.ά., μαζί με τις μεσοαστικές επιχειρήσεις των σαπουναριών, συνεταιρικές και αυτές, των Αλεπουδέλη, Λιαπάκη, Νταλιάνη.

Όπως, σαφώς, έχουμε παρουσιάσει σε μελέτες μας, οι εκπρόσωποι της προηγούμενης γενιάς του Μεσοπολέμου (1930-1940), της μεσοαστικής τάξης, ανέπτυξαν τα Γράμματα και τις Τέχνες. Αρκετές φορές έχουμε αναφερθεί στο “Λογοτεχνικό Ηράκλειο του Μεσοπολέμου” και την κουλτούρα που αναπτύχθηκε, με δύο τουλάχιστον λογοτεχνικά κέντρα (το “Πατάρι” της οδού Μαρτύρων και το “Στούντιο” Αλεξίου), με δεκάδες σπουδαίους λογοτέχνες και περιοδικά τους, εφημερίδες και καλλιτέχνες.

Η ίδια μεσοαστική τάξη των δεκαετιών 1950 και  1960, έμποροι της σταφίδας,  διέθετε καλλιέργεια, με θέατρα στην πόλη και τον κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής της.

Αυτή, λοιπόν, η μεσοαστική τάξη, η μεσαία τάξη όπως λέγεται σήμερα, εκτός των άλλων, διέθετε, μαζί με την καλλιέργειά της,  ευγένεια και ήθος. Είχε, μ’ άλλα λόγια, και αρχές.

Το ίδιο μεσοαστικό ήθος και την ευγένεια του λαού διέθεταν και οι πολιτικοί που προέρχονταν από την αντίστοιχη τάξη. Επιπροσθέτως, όμως, τους χαρακτήριζε και η αιδώς για τα όποια λάθη τους.

Όσοι ήμασταν νεολαίοι τη δεκαετία του ’60 θυμόμαστε τους “μεταπηδήσαντες”, τους  “Αποστάτες”, όπως τους αποκαλούσαμε, ότι, αν και εγκατέλειψαν την Ένωση Κέντρου και μεταπήδησαν στη συντηρητική παράταξη, όταν εμείς, “τα παιδιά του λαού”, “ΕΔΗΝίτες” και “Λαμπράκηδες”,  τους αποδοκιμάζαμε, εκείνοι φρόντιζαν να κρύβονται από προσώπου γης, σιωπώντας για το πολιτικό ατόπημά τους. Κατά βάση, ντρέπονταν για την πράξη τους. Δεν είχαν, δηλαδή, “τιμή και καμάρι” τους την πολιτική διαφοροποίησή τους.

Οι αντιπαραθέσεις, επίσης, των Αρχηγών Γεωργίου Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως και του Ανδρέα Παπανδρέου- Καραμανλή- Φλωράκη- Ηλιού, διέθεταν αυτήν την ευγένεια και το πολιτικό ήθος. Μάλιστα, ο Ανδρέας Παπανδρέου τους προερχόμενους από την Ένωση Κέντρου του 1974 δεν τους δέχτηκε στην παράταξή του, παρά μόνο το 1985, αφού είχαν οι ίδιοι “αυτοκαθαρθεί’’ πολιτικά.

Ίχνη, έστω υποτυπωδώς, αυτού του μεσοαστικού ήθους συναντούμε και στους “μεταπηδήσαντες” του 2012 από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ, προασπιζόμενοι μεν τις θέσεις τους, χωρίς όμως να καταφέρονται ή να μηχανεύονται κακά εναντίον των προηγούμενων συντρόφων τους, που παρέμεναν στο χώρο. Όχι βέβαια πως είναι και “αθώοι του αίματος τούτου”.

Δυστυχώς, όμως, μετά το 2015 και εξής παρατηρείται καταρχάς μια βίαιη συρρίκνωση, μέχρι καταστροφή, της μεσαίας αστικής τάξης. Είναι αποτέλεσμα ενός άλλου “ήθους” πολιτικού και λαϊκιστικού και της επιχειρούμενης οικονομικής πολιτικής και φιλοσοφίας. Ταυτοχρόνως, παρατηρείται μία αντίστοιχη μεταστροφή στη νοοτροπία των ίδιων των πολιτικών. Όχι μόνο των κρατούντων, αλλά και αυτών που “μεταπήδησαν” σε  ένα, αλλά και σε περισσότερα, πολλαπλά κόμματα και παρατάξεις, στην Κίρκη της εξουσίας.

Χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή, οι επαγγελματικά “μεταπηδήσαντες” επιχειρούν, επιπροσθέτως, με ένα “γενιτσαρισμό”, να εισπηδήσουν και να διεμβολίσουν τις πρώην παρατάξεις τους,  περιφερόμενοι από “ξενοδοχείου εις ξενοδοχείον”. Επιχειρούν, δηλαδή, αδιάντροπα, χωρίς αιδώ, να κάμουν και άλλους όμοιούς τους.

Οι ενέργειές τους αυτές φέρνουν στο νου την ψυχολογία των προπολεμικών φυματικών.

Είναι γνωστός στη Χερσόνησο ένας “προγονός” από προηγούμενο γάμο, ήρωας του αλβανικού έπους, που, όμως, στο Μέτωπο είχε προσβληθεί από φυματίωση.

Επιστρέφοντας από το Μέτωπο, η ψυχολογία του υποψηφίου ετοιμοθάνατου επέβαλε, όπως και στους ομοιοπαθείς του, να φτύνει στο πιάτο των υγιών συγγενών του, για να μολυνθούν και εκείνοι.

Και αν οι φυματικοί, ως υποψήφιοι του θανάτου, ερμηνεύεται το γιατί ενεργούσαν τοιουτοτρόπως, οι σύγχρονοι “μεταπηδήσαντες” από κόμμα εις κόμμα -το 1965 θα τους λέγαμε “Αποστάτες”-  όχι μόνο έχουν “τιμή και καμάρι” τους τις πολλές μεταπηδήσεις τους, αλλά επιχειρούν χωρίς αιδώ, αδιάντροπα, με γενιτσαρισμό, να μεταπείσουν και προσεταιριστούν και άλλους, να τους κάνουν και αυτούς κοψονούρηδες.

Η περίπτωσή τους, δυστυχώς, παρουσιάζεται ως συμπεριφορά χειρότερη από του μακαρίτη συγχωριανού μου, του “προγονού’’ φυματικού. Εκείνος αναλογίζονταν το θάνατό του, το τέλος του. Οι “μεταπηδήσαντες” σκέπτονται  το προσωρινό κέρδος τους.

Γιατί, εκτός του ότι, όπως και άλλοι, αφού χρησιμοποιήθηκαν, πετάχτηκαν σαν “στυμμένες λεμονόκουπες” στα σκουπίδια της Ιστορίας, επειδή και των ίδιων το τέλος θα είναι εγγύς, ψυχοπαθολογικά θα διεπίστωναν οι ειδικοί  ότι σκέπτονται “αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων”. Θα λέγαμε, “άφεριμ”, για την περίπτωσή τους, μετά των πρώην φίλων.

*Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας της ΠΕΑΕΚ –συγγραφέας